Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Απλά Ονειρεύομαι;

Αυτή την φορά δεν θα γκρινιάξω για τις γιορτές, για τις αλλαγές και την πλασματική χαρά. Κουβαλάνε την παρούσα κρίση μέσα τους, φέρουνε τον προβληματισμό μέσα τους. Όποιος θέλει ας πιει μια γουλιά παραπάνω να ξεχάσει, να θυμηθεί, και ίσως για όποιον μπορεί ακόμα, να ονειρευτεί. Αφήνω κι εγώ τον εαυτό μου να ταξιδέψει σε χειμωνιάτικα όνειρα, σε χιονοστιβάδες που κυλάνε για να αναμοχλεύσουν τους πόθους μου, σε χάρτες που δημιουργούν νέες τροχιές στις αναζητήσεις μου...
Κοιτάζω το χρόνο, καθώς λιώνει μπροστά στα κλειστά χέρια μου. Κοιτάζω το φώς, κι η έκρηξη των χρωμάτων μέσα στη νύχτα σχηματίζει πρόσωπα του ονείρου, έρχεται σαν κύμα. Μέσα από κλειστές πόρτες, και χωρίς κλειδιά μπορώ και διαπερνάω τοίχους, με την μυστική συνταγή σου. "Αρκεί να το πιστέψεις, αρκεί να ονειρευτείς, αρκεί να αφεθείς".
Εκεί, στην άκρη του ονείρου, στέκω άγρυπνος, ακούγοντας το φεγγάρι να μετακινείται στα καστανά μαλλιά σου. Ακολουθώ την ανάσα σου και περπατάω με τα μάτια κλειστά διαρηγνύοντας την ροή του χρόνου. Γιατί κάθε βήμα, είναι μια ολόκληρη αιωνιότητα βιωμένη μέσα από τα μάτια μιας ακτίδας που μόλις έχει διατρέξει ολόκληρο τον γαλαξία, και ετοιμάζεται να τον αφήσει και να ταξιδέψει μονάχη στον κενό χώρο.


Αυτόν τον κενό χώρο που γεμίζει με την ζεστασιά μιας ατελείωτης αγκαλιάς, και μεταδίδει την θερμότητα σε όλες τις κοιμισμένες αισθήσεις. Κι ετσι ξαφνικά βρίσκομαι μετέωρος μεταξύ διαστήματος και γης, μεταξύ του χτές και του αύριο, γεμάτος δάκρυα και γέλια, γεμάτος χαρά και θλίψη, νοιώθω να περιφέρομαι σαν άγουρος πλανήτης γύρω από ένα αστέρι.
Στην άκρη του ονείρου, εκεί χτίζεται μια γέφυρα με την πραγματικότητα και συνδέει τον ουρανό με τα απύθμενα βάθη της θάλασσας. Βυθίζεται όλη η ζωή μου και διαλύεται σαν το αλάτι στο νερό. Δεν υπάρχει θέση για ανάλυση, μόνο για διάλυση... διάλυση του είναι σε μέρος του όλου... Αφήνομαι στις χιονισμένες βραδιές και χάνομαι στις καλοκαιρινές ζέστες.  
Ανάδρομη φορά της σκέψης κι ανατροπή της ανεμελιάς για να βραχεί το χώμα και να ποτιστεί η γη. Μέσα από τα νέφη των αιθέριων αναμνήσεων, το παρόν αναδύεται σαν βροχή αστεριών και βρέχει τις ελπίδες με συντρίμια του σύμπαντος...
Κι αν χάνεσαι σε τούτα τα μπερδεμένα λόγια, είναι γιατί τούτες οι γραμμές δεν χωράνε την μαγεία μια ξαστεριάς πάνω στον ξεχασμένο πλανήτη, είναι γιατί το όνειρο δεν γίνεται να περιγραφεί με λειψές λέξεις, είναι γιατί προσπαθώ να αποτυπώσω μια τρισδιάτατη εικόνα σε ένα επίπεδο, είναι γιατί ακόμα ονειρεύομαι ένα καλοκαιρινό ήλιο εν μέσω της χιονοθύελλας... Απλά ονειρεύομαι, ή μήπως όχι;

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Ανάμεσα στα Κύματα

Αφού ο χειμώνας δίνει παράταση στην καλοκαιρία, ας θυμηθώ τα βήματα στην αφρισμένη θάλασσα του Αιγαίου. Μια λοιπόν από τις διαδρομές του καλοκαιριού ήταν η δοκιμασία στην άγρια θάλασσα για το Τσιπουράκι. Μια βουτιά στα βαθιά, απ' όπου βγήκε αλώβητο, και με ένα αέρα αλλαζονείας...
Τελευταία στιγμή βρίσκω εισιτήριο και φορτώνω το πτυσσόμενο καγιάκ μου για το νησί της Αμοργού. Το ταξίδι ξεκινάει από το καράβι, όταν αδειάσει στο πρώτο τουριστικό λιμάνι (ποιο άραγε;) και μένει χώρος για γνωριμίες και πρώιμα μεθύσια. Με γεύση από ρακί κι από ένα περίεργο σύννεφο καπνού, μας περικυκλώνει ένας παράλογος χρόνος χωρίς αρχή και τέλος. Άσε το κουπί, και πιάσε την ρόδα βραδιάτικα...


Όμως, θα αρνηθώ τις οδικές προτάσεις και θα στήσω την βάρκα για την μεγάλη και μοναχική πρόκληση, δηλαδή την διαδρομή Κατάπολα-Αιγιάλι με σύνεργα ένα κουπί κι ένα φλασκί τρέλας. Με την ροδοστάλαχτη αυγή ξεκινάει η πορεία. Ένα ελαφρύ αεράκι χαιδεύει τα γένια μου και προσπαθεί να διασκεδάσει τις ανησυχίες. Δεν μπορεί όμως να με κοροϊδέψει , καθώς έχω πλήρης γνώση του Αμοργιανού περάσματος. Περνάω τις Πλάκες με δύο κουπιές, συναντάω ένα πρωινό ψαρά, που ως συνήθως θα δώσει την αποτρεπτική συμβουλή και το βλέμμα της αποδοκιμασίας.
Μόλις καβαντζάρω τον ανατολικό κάβο των Καταπόλων, τεράστια κύματα κάνουν την εμφάνιση τους και το εγχείρειμα μοιάζει παράτολμο: φορτωμένος μέχρι τα μπούνια, και με καιρό φουσκωμένο από νωρίς. Η επόμενη διέξοδος θα είναι όταν θα μπω στην σκια της Νικουριάς, οπότε και ο κυματισμός θα μειωθεί. Ούτε πείραμα φυσικής να εκτελούσα, "βρείτε το μήκος κύματος και την μέγιστο πλάτος, όταν...
Μέχρι τότε όμως πρέπει να φάω το καιρό αρχικά κατάπλωρα, και λίγο αργότερα στα πλάγια, με τις άκρες των κυμάτων να χαϊδεύουν την κουβέρτα μου. Χορεύω στο ρυθμό της θάλασσας και απολαμβάνω στην ακτογραμμή, τα βράχια να υποδέχονται τα απανωτά χαστούκια. Το τραγούδι ξεκινάει, και τώρα αρχίζω και θυμάμαι. Όλες οι αισθήσεις σε εγρήγορση και τα μάτια μας ζυγίζουν το βάρος του αέρα...

(Πατήστε για μεγέθυνση)

Έπειτα από μια ώρα και κάτι αρχίζει το νησί της Νικουριάς να κόβει τον καιρό, μονάχα κάτι ριπές σπάνε την φαινομενική ηρεμία, αλλά δεν προκαλούν κανένα εμπόδιο στην πορεία. Περιπλέοντας το νότιο κομμάτι του ακατοίκητου νησιού, απολαμβάνω την γαλήνη, και σημαδεύω παραλίες για να επιστρέψω άλλη μέρα με όρεξη χαλάρωσης. Πλησίαζοντας την «έξοδο», λίγο μετά τον Άγιο Παύλο, αντικρύζω την αγριεμένη θάλασσα να μου δείχνει και πάλι τα δόντια της. Φυσικά όσο ανεβαίνει ο ήλιος, ο αέρας δυναμώνει και τώρα βλέπω ξανά τα υδάτινα τείχη μπροστά μου. Μέσα στο μικρό όρμο η γαλήνη, έξω ο καιρός λυσσομανά, χωρίς άλλες σκέψεις αρχίζει το τσαλαβούτημα...


Παίρνω ανάσα και κωπηλατώ για την τελευταία δοκιμασία. Τώρα πια η ακτή της Ψιλής Άμμου φαίνεται ακριβώς απέναντι, αλλά η θάλασσα δεν αφήνει πάντα να χαράζεις ευθείες. Το καγιάκ τραντάζεται καθώς βρίσκεται μετέωρο για να ξεπεράσει τα όρη και τις κοιλάδες που σχηματίζονται. Αλλάζω λίγο πορεία, βάζοντας κατεύθυνση για το λιμάνι της Αιγιάλης, ώστε η πλεύση να γίνει πιο γλυκιά. Και λίγο αργότερα γυρίζω πάλι προς τον στόχο μου, και βλέπω την θάλασσα γεμάτη από ιστοπλοϊκά. Μόλις ξεκινάει καποιος αγώνας, και ίσα που προλαβαίνω να περάσω ανάμεσα, και να πω την καλημέρα μου.
Τελικά έπειτα από 3:30 ώρες συνεχόμενου κουπιού, μικρές στάσεις για να αδειάζω τα νερά από τα καπελώματα αφρισμένων κορυφών, φτάνω στον τελικό προορισμό, απ΄όπου θα ξεκινήσουν άλλα ταξίδια. Απλώνομαι στην παραλία, ευμενίζουμε την καλή μας τύχη και υποσχόμαστε ακόμα πιο μακρινές διαδρομές.


ΥΓ1: Οι φωτογραφίες από τα καγιάκ με τα κύματα, είναι από μια άλλη εξόρμηση στον βόρειο κάβο της Πάρου, για την οποία θα αναφέρω σε μελλοντική ανάρτηση, αλλά έχουν μεγάλη ομοιότητα με την αγριάδα στην περιγραφόμενη διαδρομή.
ΥΓ2: Το τραγούδι για τους μυημένους ξεκινούσε κάπως έτσι:
Νικουριά, Νικουριά
είσαι τόσο μακρυά
που πας καραβάκι με τέτοιο καιρο, οεο...

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Η βροχή του Φαύλου Κύκλου

Η βροχή ήταν ανυπόμονη, καθώς έκλεινε μέσα της όλο τον ιδρώτα του καλοκαιριού. Βιαζόταν να φτάσει πάνω από την πόλη και να την σκεπάσει με τις φρούδες ελπίδες ηλιοπαρμένων μυαλών. Όποιος κρατούσε ομπρέλα εκείνη την ημέρα, πρόδιδε άθελα του τα όνειρα του.


Μια σταγόνα προσπάθησε να αποκολληθεί πρώτη απ' όλες, άλλη θέλησε να κινηθεί κόντρα στο νόμο της βαρύτητας, μια άλλη... κι έτσι απαλά ξεκίνησαν να πέφτουν οι περίεργες ψιχάλες διαλέγοντας τον στόχο τους σύμφωνα με το χάρτη του ιδρώτα. Κάποια σταγόνα όμως πήρε λάθος κατεύθυνση, κι έπεσε με τόσο στραβή κλίση, που προσγειώθηκε άγρια στο μάτι ενός αποκοιμισμένου.
Αυτός τρομαγμένος, άνοιξε τα μάτια του, κι ένοιωσε ότι τον μαστίγωσε μια πρωτόγονη δύναμη. Τέτοιο ξύπνημα είχε καιρό να κάνει. Σαν να ζητούσε αυτή σταγόνα να τον ξυπνήσει από την αδιαφορία, σαν να μαζευόταν σε αυτήν μέσα όλες οι κρυμμένες ανησυχίες του , σαν του φόρτωνε το βάρος όλων των νεφών. Λύγισαν τα γόνατα του και μια υγρή ζάλη διαπέρασε το κρανίο του, προκαλώντας μια τρικυμία μέσα του, όπου εφιάλτες εναλλάσσονταν με όνειρα. Ύστερα ακολούθησε δεύτερη ψιχάλα, μετά μια τρίτη... τώρα αισθανόταν ότι τον είχαν βάλει στόχο και τον πυροβολούσαν με ένα νοητικό όπλο.


Μουσκεμένος κι απογοητευμένος έτρεξε να κρυφτεί στο δικό του καταφύγιο. Αλλά εκτός της όξινης ψυχικά βροχής, είχε αλλάξει και κάτι άλλο εκείνη την μέρα. Η πόρτα έστεκε κλειστή και αντιστεκόταν, καθώς το κλειδί δεν ταίριαζε πια στην κλειδαριά. Αμήχανα έκανε προσπάθειες με όσα κλειδιά είχε μαζί του, μην τυχόν και είχε μπερδευτεί. Τότε παρατήρησε ότι παρά το γεγονός ότι είχε φύγει από εκεί μόλις την προηγούμενη μέρα, υπήρχαν εμφανή ίχνη σκουριάς. Μαζί με κάτι ιστούς αράχνης που περικύκλωναν το κατώφλι, σχηματιζόταν μια άλλη αίσθηση για το πέρασμα του χρόνου.
Ίσως το κλειδί για όλα βρισκόταν στην εξήγηση του παρελθόντος, ίσως στο ασταμάτητο τρέξιμο του παρόντος, ή ενδεχομένως στην βιασύνη του μέλλοντος. Το ρολόι του δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει, καθώς είχε σταματήσει την ώρα που έπιασε η μπόρα. Το σύννεφο κινήθηκε πλάγια, προσπάθησε να τον αποφύγει αλλά εκείνος συνέχιζε να βρέχεται, χωρίς πια να νοιάζεται γι αυτό... Και τότε θυμήθηκε πως χάθηκε στην ροή του χρόνου, πόσο περίεργα νύσταξε, τι σκεφτόταν πριν τον πάρει ο ύπνος.


Θυμήθηκε ότι ονειρεύταν μια μηχανή επεξεργασίας αναμνήσεων. Λίγο πριν ξυπνήσει:, κάτι τέτοιο είχε στο μυαλό του: "Μάζεψε όλη του την ενέργεια σε μικρούς κύβους και προσπάθησε να φτιάξει την ευτυχία του με πολύχρωμα τουβλάκια του Lego. Όμως ο κύκλος δεν μπορούσε να τετραγωνιστεί, οι λέξεις δεν γινόντουσαν μεταξωτές κορδέλες, κι ο αέρας δεν μπορούσε να πλαστεί σε αρμονικό σχήμα".
Και τότε διέκρινε πια, ότι αυτή η βροχή ήταν γεμάτη αναμνήσεις από ένα φανταστικό παρελθόν, γεμάτη χρονικά κενά από υποθετικές ζωές, γεμάτη με ώρες που δεν ήρθαν ποτέ, γεμάτη αγωνίες για γεγονότα που δεν συνέβησαν. Ένοιωσε να τον απειλεί όλη αυτή η μπόρα, αλλά ξαφνικά αισθάνθηκε ότι ίσως και να μην είχε ξυπνήσει ακόμη, κι όλα να ήταν ένα κακό όνειρο.
Τότε, κάποια σταγόνα όμως πήρε λάθος κατεύθυνση, κι έπεσε με τόσο στραβή κλίση, που προσγειώθηκε άγρια στο μάτι ενός αποκοιμισμένου....

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Ένα από τα Χαμένα Κομμάτια

Μας παρέσυρε η καλοσύνη των ξένων και μένει το σώμα μας καρφωμένο στην γη, αλλά ανθίζει μαζί με τα κυκλάμινα, αλλάζει χρώματα μαζί με τα φθινοπωρινά φύλλα, υπόδεχεται γεμάτο χαρά την βροχή. Δεν θα παρασυρθώ, τουλάχιστον όχι πολύ! Θα βγω να μαζέψω χόρτα, θα βγω να περπατήσω σε λασπωμένα μονοπάτια, να κολυμπήσω σε θολές θάλασσες, θα αρχίσω τις ανάποδες κολοτούμπες...
Το μεγάλο ταξίδι ματαιώνεται, μέχρι να μαζέψω τα κομμάτια του παζλ. Θυμάμαι κάποια πεταμένα στις αίθουσες των πόνων, μερικά σε γελαστές παραλίες, κι ακόμα περισσότερα βρίσκονται διάσπαρτα ανάμεσα σε νησιά, σε μεθύσια, σε φωτιές... Όμως από που πρέπει να ξεκινήσω, σε ποιους τόπους πρέπει να ψάξω τα χαμένα μέρη, σε ποιες αγωνίες πρέπει να κρύψω τα καινούρια όνειρα; Και αναρωτιέμαι πόσα κομμάτια να λείπουν τελικά. Το παράθυρο ανοίγει κι ένα κρύο ρεύμα με ξυπνάει.


Χρειάζεται μεγάλη αρκετή δόση τρέλας για να επιβιώσεις στους καιρούς που ξημερώνουν και φέρνουν σκοτάδια, μεγάλη αντοχή για να κολυμπήσεις στα βαθιά νερά χωρίς να κρυώσεις, γερό στομάχι για τόσες πέτρες που σερβίρουν ως αναγκαιότητα... Χρειάζεται γερή δόση ελπίδας για να ειπωθεί η πολυπόθητη λέξη και κανένας δεν είναι έτοιμος να πιστέψει σε αυτήν. Η θάλασσα είναι ακύμαντη, κι όμως σκόπελοι φυτρώνουν ολούθε, καράβια βουλιάζουν αύτανδρα, πνιγμένοι παντού, αλλά όσο δεν υπάρχει φουρτούνα ο καθένας συνεχίζει ανέμελος χωρίς να κοιτάει τι συμβαίνει τριγύρω του. Ποιος είναι έτοιμος να βουτήξει μέσα στην μαύρη τρύπα, χωρίς να ξέρει που θα καταλήξει;


Κι όμως οι νύχτες τυλίγονται γύρω μου με ένα όμορφο άρωμα και μου δίνουν ώθηση να αφεθώ στα κύματα των σιωπηλών αναζητήσεων. Ανακατεύω το χρόνο στην διαλεκτική της τρέλας, σκαρφαλώνω και πάλι σε κακοτράχαλες σκέψεις και δαγκώνω χωρίς φόβο τα δευτερόλεπτα με την μασέλα των μελλοντικών αποτυχιών μου. Προσφέρω ένα χορό σε εκείνη που μου ψιθυρίζει στο ρυθμό των αστεριών, στα χέρια που ξεμπλέκουν τους ιστούς υφασμένους από τις αράχνες των σημαδέμενων πόθων.
"Κοίτα ψηλά, κοίτα πως το φεγγάρι αλλάζει χρώματα, κοίτα τον Δία πως μας εποφθαλμιά, άκου την μουσική που έρχεται από μακρυά".

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Κυλιόμενες Πέτρες

Το λάστιχο φουσκώνει και ξεφουσκώνει, μα το ρημάδι συνεχίζει και πηγαίνει. Και πότε αποφασίζει να παραδώσει το πνεύμα; Μα φυσικά λίγο πριν το μεγάλο ταξίδι... Μήπως να μείνεις πίσω; Μάλλον, δεν θα είσαι με τα καλά σου, όπως και να το σκέφτηκες. Τρέχα μες στην ζέστη, τηλεφώνα στο καταμεσήμερο πάνω, βρες σταυρό, βρες κλειδί άλεν, βρίσε και ξεθύμανε για την κακή σου τύχη και την χαζή σου προνοητικότητα. Μόνος σου την έφτιαξες, ξεβίδωσε τώρα για να μην βιδωθείς.
Η θερμοκρασία ανεβοκατεβαίνει, το νερό χάνεται στο δρόμο, αλλά όσο αερίζεται υπάρχει μια σχετική ικανοποιητική ένδειξη. Μόνο εσύ αντέχεις να ψήνεσαι, τούτο το σαράβαλο μην το ζορίζεις, γιατί μπορεί να τηγανίσει αυγά. Στάση για ξεκούραση, στάση για να χαλαρώσει η μηχανή, που φαίνεται να μην ακολουθεί πιστά. Βλέπεις μπροστά το βουνό, μεγάλη ανηφόρα πρέπει να διαβείς. Οδηγέ, θα φτάσουμε τελικά; Χμ...


Τουλάχιστον, ρίξε μου λίγο φως για να βλέπω τις στροφές. Όχι δεν εννοώ να ανοίξεις το φακό, εννοώ να ανάψεις τους προβολείς. Με τέτοια λάμψη θα βγάλεις τα μάτια σου, διακρίνοντας τις σκιές των πραγμάτων. Όμως, πιο δυνατά δεν έχει, οι "σκάλες" κατρακύλησαν και ο μόνος φωτισμός που μένει είναι το μισοφέγγαρο...
Με τέτοια πορεία γράφεται ιστορία, πως τούτο το ρημάδι δεν τους άφησε ήσυχους λεπτό. Μα πριν λιώσεις στην παραλία, δώσε προσοχή σε τούτο το φωτάκι. Κάτι μυρίζει ή μήπως είναι ιδέα σου; Το φρένο μοιάζει να αρνείται τη συνεργάσια και στέλνει κόκκινο σήμα στο καντράν. Αλλά μην ανησυχείς διόλου, αφού όλοι οι δρόμοι οδηγούν προς τα εκεί που θέλεις να πας...
Τώρα που βγήκαν όλα τα προβλήματα, μπορούμε να κοιμηθούμε πλέον ήσυχοι. Αλλά όταν μας αφήσει στην μέση του δρόμου χωρίς λόγο κι αφορμή, θα είναι σε μια άλλη κρίσιμη στιγμή. Αρκεί μην τύχει και χάσεις το καράβι, γιατί τότε θα τελειώσει η υπομονή και θα το πετάξεις στην θάλασσα.

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Με Κλειστά Αυτιά

Μήνας μπαίνει, η πόλη αδειάζει και οδηγάω ανέμελος σε άδειους δρόμους. Αργοπορημένος ακολουθώ την γραμμή των καραβιών. Μήνας βγαίνει, η πόλη γεμίζει και με βρίσκει να ονειροπολώ με τα φώτα της, με τον ιδρώτα της και με τις νέες ιστορίες της. Αυτές που ακόμη δεν έχουν γραφτεί, μα διψάνε να ειπωθούν πριν γεμίσει σύννεφα ο ουρανός.
Απρόσμενες συναντήσεις σε άδεια πόλη, κανονισμένες επανασυνδέσεις σε φορτωμένα νησιά, και όλα να ζεματίζονται από ένα ξεροκέφαλο καιρό, που αρνείται πεισματικά να απελευθερώσει τα μελτέμια. Στάζουμε κάνοντας κουπί, ιδρώνουμε πίνοντας μια μπύρα, καιγόμαστε από μια θάλασσα που ξέχασε να δροσιστεί. Κι ανάμεσα σε βρεγμένα διαλείμματα πιάνω χαρτί και μολύβι.
Με πέντε λέξεις ήθελα να γράψω όλα όσα έγιναν σε τόσες μέρες. Με πέντε λέξεις ήθελα να περιγράψω τα καινούρια τοπία, τις αλλαγές στα παλιά, τις αντιθέσεις του φωτός, τις αποχρώσεις στα σύννεφα. Μα έτσι εύκολα ξεχνιέμαι στον ήλιο, παρασύρομαι από τις φωνές της παρέας και βγαίνουν πέντε προτάσεις παραπάνω, πέντε ανάλαφρες παράγραφοι.


Και καθώς σβήνει η μέρα, ξεχωρίζει επιτέλους το φως από τα βάθη του χρόνου στέλνοντας σήματα στο μέλλον. Εκεί ψηλά, μετέωρα αναφλέγονται και βάζουν στο μυαλό φωτιά. Βουλιάζω στην άμμο, σκέφτομαι μια απέραντη θάλασσα, κοιτάζω το ανήσυχο φεγγάρι. Πάλι κρατάει μια κρυμμένη υπόσχεση, κάτι ψιθυρίζει στα καβούρια της άμμου, κάτι προειδοποιεί τα τρυγημένα αμπέλια. Μα δεν μπορώ να ακούσω τίποτα, έτσι χαμένος σε ρυθμούς, μεταξύ τρέλας και χαλάρωσης, μεταξύ κουπιού και χορού, μεταξύ γκρεμού και βυθού.
Κι όμως ο βράχος μίλησε, και είπε το όνομα της, η μαλούπα πήγε κόντρα στο κύμα για να μου περιγράψει την μουσική της, το γερασμένο αρμυρίκι ακούμπησε τη θάλασσα για να μου δώσει ένα χάδι της. Ύστερα λύνει τα μαλλιά της, και σκορπίζουν πολύχρωμα βότσαλα παντού. Οι σκιές ανταλλάσσουν κλεφτές ματιές και μπλέκονται μεταξύ του λίγο πριν το τολμήσουν και τα είδωλα τους. Συνεχίζω να μην φτάνει θόρυβος στα αυτιά μου, μα τώρα πλέον ακούω τις αισθήσεις μου...

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Ξυλομπογιές για Τοίχους

Ήσυχα κυλάνε οι μέρες, αφήνουν μια ψευδαίσθηση ελαφρότητας. Τα βαρίδια που κουβαλούσα, τα έδεσα σε πετονιές για να βγάλω ψαριές ανεμελιάς και ελευθερίας. Με τέτοια διάθεση δεν μπορώ να μιλήσω για τα άλλα, μερικά τα άφησα να περιμένουν σε μια παραλία γεμάτη πολύχρωμα βότσαλα, μερικά τα σκεπάζει το νέφος της πόλης. Αφήνομαι σαν τουρίστας στην πόλη και παίρνω τους δρόμους ως συνήθως.
Τι πετυχαίνω σαν περιφερόμενος θίασος; Φεγγάρι πάνω από την Ακρόπολη στην ψάθα μιας βρεγμένης ταράτσας, τρελοπαρέα με πινέλα και μπογιές να βάφουν τα χειμερινά όνειρα με καλοκαιρινά χρώματα, μια ξένη υπόσχεση δεμένη σε μια σκισμένη πλερέζα, ιδρώτα πάνω από στήλες με ακατανόητα νούμερα εφήμερων επισκέψεων. Μέχρι αύριο θα υπάρχει ακόμη λίγη δουλειά.
Αυτός ο μήνας, Ιούλιο τον λένε, ξεκινάει από τα συννεφιασμένα βράχια, περνάει από το ασημένιο νησί και ξεβράζεται πάνω από τον αρχαίο βράχο. Τα ταμπούρλα χτυπάνε μέσα μας και ξεχνάμε τις άδειες τσέπες μας. Πιάνω στιλό και χαρτί, έρχεται διάθεση να ξεφύγω, να ονειρευτώ, να ...


Κι οι λέξεις επαναστατούν και συντάσσουν ένα μεθυσμένο μανιφέστο. Φαίνεται αδύνατο, αλλά γεμίζουν την μία σελίδα μετά την άλλη. Κι όταν τις αραδιάζω μπροστά μου υποταγμένες, ντροπιάζονται και διαλύονται στα χέρια μου. Αρνούνται να συνεργαστούν, αρνούνται να προδόσουν τις μικρές μας στιγμές, να φτιάξουν γλυκές ιστορίες. Θα επιστρέψουν συντεταγμένες, όταν η πρώτη βροχή θα σβήνει τα ίχνη μας στις αλυκές, τα ρυάκια θα παρασέρνουν τις πέτρινες κατασκευές μας. Πρώτα όμως έρχεται μπουρίνι καλοκαιρινό.
Εκεί, στην άκρη του δρόμου, βουλιάζουν οι χάρτινες βαρκούλες. Λίγο πιο πέρα στέκεται η παιδική μου μορφή, αυτή τις φτιάχνει και τρέχει παράλληλα στο βρώμικο ρυάκι. Τις παρατηρεί ξανά και ξανά, καθώς τις καταπίνει ο υπόνομος, με την παρηγοριά ότι μπορεί και να τα καταφέρουν και να βγουν στον μεγάλο ωκεανό. Αλλά αυτές τελικά εμφανίζονται στο παρόν και επαναλαμβάνουν την ίδια διαδρομή. Κοιτάζω το ημερόλογιο, άραγε θα προλάβει;
Μέσα σε τοπία ξεχασμένα από το χρόνο έρχεται η σιωπή, κι εμφανίζεται την πιο κατάλληλη στιγμή. Ας συνεχίσουν λίγο ακόμα να κυλάνε ήσυχα...

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Με Αχινούς στα Μαλλιά

Κρύβεσαι μέσα στην άμμο, νομίζεις ότι δεν σε βλέπω, χειρότερος από στρουθοκάμηλο. Εκεί είσαι, εκεί θα σε βρω. Γύρνα το τέλος στην αρχή και πιάσε πάτο, τον πάτο της θάλασσας, μέχρι το βάθος που ξεθωριάζουν τα χρώματα, που ξεθωριάζουν τα ονόματα. Κι όμως λίγο πιο βαθιά και θα θυμηθείς δεις τα παλιά, γυμνά από νοσταλγία. Πάρε ακόμα μια βαθιά ανάσα και βούτηξε, διηγήσου την ιστορία των ονείρων σου. 
Ήσουν έτοιμος να ξεκινήσεις, μα πριν προλάβουν να μεταμορφωθούν σε λέξεις, όλα σκορπίζουν στους πέντε ανέμους, σκορπίζουν στους αφρούς των κυμάτων και αρνούνται να σε ακούσουν, να σου μιλήσουν. Βαρέθηκαν να λένε τα ίδια και τα ίδια. Κουβέντες θρυμματισμένες κρέμονται στο κατάρτι σαν σκισμένα πανιά, κομμάτια από ένα απρόσμενο παραλήρημα, κι όποιος προλάβει... 
Τρέχει να προλάβει το καράβι, μπορεί να έχουν απεργία τα φουγάρα, μπορεί να αρνηθούν τα σκοινιά να λυθούν. Και μετά πως θα συνεχίσει; Ας φτάσει πρώτα μέχρι το λιμάνι, και μετά θα βρει την άκρη.
Το τηλέφωνο χτυπάει, η τσάντα χωράει μια βάρκα ολόκληρη, άντε σήκωνε την. Απαντάει: "Εμπρός;", "Ξέρεις η άδεια ακυρώνεται", "Μωρέ, τι μας λες;" Αφού είχε κανονίσει... Μπιπ, ξανά το κινητό ειδοποιεί. Μάλλον, θα θέλει πνίξιμο. Μπα; Μήνυμα από την τρελαμένη φίλη: "Για λάθος νησί κινάς, θα δουλέψω στο γνωστό μαγαζί, κανόνισε την πορεία σου!" Απειλή ή πρόσκληση; Ίσως και τα δύο.


Αλλάζει καταπέλτη, με ένα σάλτο στο απέναντι βαπόρι, αλλά και πάλι δεν βγαίνει εκεί που θέλει. Μήπως τελικά κι ό ίδιος δεν ξέρει που θέλει να πάει; Καλά μην βαράτε, ήπιε λίγο παραπάνω κι έχασε το μονοπάτι. Υπολόγισε την πορεία με βάση το φεγγάρι, αλλά αυτό δεν του έκανε την χάρη. Ίσως καλύτερα στα σκοτεινά...
Καλά, πως βρέθηκε τούτη δω στην αγκαλιά μου; Κάπου μπερδέψαν τα μαλλιά μας, κάπου χάσαμε το πάνω και το κάτω. Αλήθεια σκέφτηκες, γιατί διάλεξες τούτο το μέρος; Για που είχες βάλει πλώρη; Στραβά αρμενίζουμε καπετάνιο... 
"Αν δεν σου αρέσει, πάρε την βάρκα σου και κάνε κουπί. Το νησί με τις σειρήνες σε καλεί. Μην μας ζαλίζεις άλλο με τις κιμωλίες σου". "Κι όμως υπάρχει κάποια συνωμοσία πίσω από αυτήν την ιστορία"."Μπα, άλλος ένας κύκλος που ανοίγει και κλείνει".
"Αφού ξέρεις ότι σε μεθάει τούτο το μελτέμι, γιατί επιμένεις να παίρνεις τον καιρό όλο κόντρα;" "Αυτή την φορά, άστο να σε παρασύρει" , "Κι αν με πάρει, που με πάει /κάτω στα βαθιά νερά..." "Καλά, τραγούδα!"
"Και το άλλο νησί;" "Ποιο απ' όλα;" "Έλα, τώρα".
"Δεν το ξεχνάω, δεν με ξεχνάει..."
Απλώς για λίγο κρύβομαι στην άμμο, δίπλα σου. Το σύνθημα, όπως πάντα "αχινός", το παρασύνθημα...

Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Καλά Νησιά, και πέρα βρέχει

Ο ουρανός γεμάτος σύννεφα, προετοιμάζεται για το επόμενο ξέσπασμα. Παρατηρούμε τις αστάθειες, αποκλείουμε τις περιοχές με καταιγίδες, κι επιλέγουμε τις απλές βροχές. Έτσι καταλήγουμε για κουπί στον Κορινθιακό κόλπο, μεταξύ Αλεποχωρίου και Λουτρακίου.
Όταν αρχίζουμε να συναρμολογούμε τις «βάρκες» μας ο ήλιος μας καίει κανονικά. Όταν όλα είναι έτοιμα για εκκίνηση, έχει πέσει βαριά συννεφιά και μόλις κάνουμε τις πρώτες κουπιές ακούμε βροντές στο βάθος. Το μόνο που δεν φαίνεται να αλλάζει είναι η ακύμαντη επιφάνεια της θάλασσας.
Πάνω σε τούτο το γυαλί γλυστράμε ξεκινώντας από τον οικισμό των Στραβών. Ακολουθούμε την βραχώδης ακτογραμμή με δυτική κατεύθυνση. Κάτω από γκρίζα σύννεφα περνάμε κρυφές παραλίες, λευκές αμμουδιές, και φυσικά γεφύρια σμιλεμένα από το κύμα. Κάποιες ψιχάλες πέφτουν σκόρπιες και κρατάνε το καλοκαίρι μακρυά. Με τέτοια διάθεση, αντιρκύζουμε βράχινα νησιά και περνάμε από περάσματα, όπου χωράμε να περάσουμε ίσα ίσα.


Λίγο κουπί ακόμα και φτάνουμε στην άπλα της Σκαλωσιάς (μέχρι εδώ περίπου 4 μίλια), ένας μεγάλος όρμος, όπου τα Γεράνεια όρη σβήνουν αθόρυβα σε μια παραλία. Από εδώ αλλάζουμε πλεύση και αποφασίζουμε να μην συνεχίσουμε προς Μυλοκοπή-Ηραίο, αλλά να γυρίσουμε προς τα Καλανήσια, γνωστά κι ως Αλκυονίδες, για όσους ζήσαν το σεισμό του 1981).


Οι σταγόνες σταμάτησαν να μας παρενοχλούν, αλλά το φθινοπωρινή φόντο καλά κρατεί. Κι έτσι το κόβουμε απευθείας πτος τα νησιά με μια διάθεση ακούραστης ευφορίας. Κι όντως σε «λίγο» βρισκόμαστε στο πρώτο από τα τέσσερα νήσια. Μια σκουρόχρωμη παραλία δημιουργεί μικρό κόλπο, όπου μας υποδέχονται τρελαμένοι γλάροι, που κρώζουν αδιάκοπα. Συνεχίζουμε προς τις άλλες νήσους, και καταλήγουμε στην χαρακτηριστική με το μοναστήρι. Το πέρασμα από το ακρωτήρι της Σκαλωσιάς μέχρι εδώ είναι περίπου 4,5 μίλια.


Αποθαλασσώνουμε στην «σκουριασμένη» παραλία και απολαμβάνουμε τα τελευταία δείγματα ήλιου.Αντίθετα στα βουνά της Στερεάς οι καταιγίδες μαίνονται απειλητικές, αλλά εμείς μπορούμε να χαλαρώσουμε. Μια θαλάσσια δίοδος χαράζει αόρατα σύνορα, και κρατάει μακρυά τον άσχημο καιρό. Πέρα βρέχει λοιπόν, και μαζεύουμε ξύλα για να υποδεχτούμε μια αρκετά δροσερή και υγρή νύχτα. Αν υπάρχει χρόνος κι όρεξη, επιβάλλεται μια κυκλική πορεία μεταξύ των νησιών.

Το ξύπνημα γίνεται αρκετά νωρίς, και ο ήλιος χρωματίζει μαγικά την κόκκινη παραλία, μας μαγνητίζει σα να θέλει να μας κρατήσει κι άλλο. Δυστυχώς είναι ώρα να γυρίσουμε, ρίχνουμε τα καγιά στο νερό και εξορμούμε για την απέναντι ακτή, διαλέγοντας πλέον την πιο κοντινή διαδρομή. Η θάλασσα έχει φουσκώσει και τα σύννεφα γίνονται σύντομα το καπέλο μας. Βγαίνουμε Στραβά και κλείνουμε τον μικρό κύκλο μας. (Η απόσταση από τα Καλανήσια για μια παραλία δίπλα από τα Στραβά, και μετά στον οικισμό είναι περίπου 3,5 μίλια. Σύνολο διαδρομής: 12 μίλια). Κρατάμε μια γεύση ρετσινιού και λύνουμε τις βάρκες ύπο την απειλή μιας δυνατής βροχής.


Σημείωση Α: Η διαδρομή επαναλήφθηκε με κάποιες εναλλαγές ύπο άλλες καιρικές συνθήκες, δηλαδή όταν φυσούσε βοριαδάκι μικρής έντασης. Τότε οι συνθήκες αλλάζουν, έτσι το πέρασμα για τα Καλανήσια γίνεται πιο απαιτητικό, καθώς ο καιρός είναι κόντρα, ενώ στα ανοιχτά εμφανίζονται αρκετά μεγάλα κύματα. Επίσης στην ακτογραμμή από Στραβά προς Σκαλωσιά, μετά τον όρμο των μικρών Στραβών, εμφανίζεται πάλι κόντρα καιρός, και μεγάλη ανακωτοσούρα λόγω ισχυρού αντιμάμαλου.

Σημείωση Β: Η πρώτη και η τρίτη φωτογραφία, δυστυχώς δεν είναι από την δικιά μας μηχανή, αλλά από το Panoramio, καθώς η συννεφιά στερούσε την πανέμορφη αντίθεση των χρωμάτων. Χρειάστηκε η επαναληπτική διαδρομή για να απολαύσουμε τα τοπία τούτα με ήλιο, όμως δεν υπήρχε φωτογραφική.

Πατήστε για μεγέθυνση

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Ζέστη χωρίς Αλάτι

Ο ήλιος είχε καθηλώσει ολάκερη την πόλη σε δίχτυα φωτιάς για άλλη μια φορά. Πολλοί θα ήθελαν να κρυφτούν σε σκιές ή σε τεχνητές δροσιές, κάποιοι θα ήθελαν να βρίσκονται μέσα στη θάλασσα. Κι όμως οι περισσότεροι έμοιαζαν τελικά, να κολυμπάνε μέσα σ' ένα καζάνι που βράζει. Στους πόσους βαθμούς να καίγεται αυτή η πόλη;
Καθηλωμένος κι εκείνος, όπως χιλιάδες, στο κέντρο της πόλης, κάθεται και ζυγίζει την αποπνικτική ατμόσφαιρα, αν και στο χθεσινό του όνειρο χιόνιζε. Τώρα αναλύει την υγρασία και υπολογίζει ότι κάθε βήμα κοστίζει μισό ποτήρι νερό. Άραγε μπορεί να φτάσει κάποιος ζωντανός μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο;


Το κεφάλι γυρίζει τρελαμένο από αντανακλάσεις, ενώ τα πόδια κολλάνε και βουλιάζουν στην πυρωμένη άσφαλτο. Φαίνεται ότι αρχίζει και υγροποιείται, γίνεται ένας καυτός χυλός που κυνηγάει να πνίξει τους άσκοπως περιπλανώμενους. Λίγο νερό στο πρόσωπο για να συνέλθει από τις παραισθήσεις, συνεχίζει το περπάτημα προσπαθώντας να τιθασεύσει την φαντασία.
Τελικά βρίσκεται στο λάθος μέρος την κατάλληλη στιγμή. Βλέπει τον τρελό να φυτεύει σπόρους στο τσιμέντο, βλέπει περαστικούς να τους ποτίζουν άθελα τους με ιδρώτα, ακούει μια πόλη να αγκομαχάει, και δεν φταίει μόνάχα η ζέστη. Κάτι μαγειρεύεται σε τούτο το καζάνι, κι όμως λείπουν πολλά, κι όχι μονάχα το αλάτι.


"Τα πράγματα που είναι στρογγυλά δεν εχουν τέλος, ούτε αρχή", του λέει με αθώο βλέμμα και τον κοιτάζει πονήρα. Η θερμοκρασία δεν σταματάει να ανεβαίνει, απόψε μπορεί να γίνει και η έκρηξη. Μια σιωπηλή υπόσχεση, μια αφελής παραδοχή, κι ένα ταξίδι μακρινό, απροσδιόριστο κολλάνε μεταξύ μπλούζας και δέρματος. Πότε κοιτάζει τα σύννεφα στην δύση, και πότε μελετάει τις καμπύλες της. Κι ύστερα ρίχνει μια βουτιά, κι όλα φαίνονται να σβήνουν προσωρινά... ελπίζ0ντας σύντομα να βάλει αέρα!!!

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Αϋπνίες της έρημης νύχτας

Ήρθε η ώρα να μαζέψουμε τα θρυματισμένα γυαλιά, και να βάλουμε τους τροχούς και πάλι στον δρόμο. Πρέπει να προσποιηθούμε λίγο παραπάνω, να πιστέψουμε στα σχέδια που φτιάχνουμε, να χρωματίσουμε τις γκρίζες μας εικόνες. Ακούς το νανούρισμα, μα δεν μπορείς να κοιμηθείς.
Μαζεύουμε τις ανάσες μας, και τις πουλάμε σε μακρινούς ουρανούς, εκεί που γεννιούνται και πεθαίνουν αστέρια. Ευκαιρία κι εσύ ζητάς, για να μπλέξεις το μυαλό σε μυστήριες αναζητήσεις. Και κάτω από το φως του φεγγαριού ανοίγει ο κύκλος της μοναξιάς. Μέτρας βράχους μυτερούς και σύννεφα κατσαρά, εξαφανίζεσαι σε μελαγχολικά τοπία, μα τα μάτια αρνούνται να κλείσουν, αισθάνεσαι να είναι νωρίς ακόμα...
Κοίταξες στον καθρέφτη, κι είδες την σκιά σου να χορεύει σε ρυθμούς, ξεχασμένους από καιρό, μα δεν χρειάζεται να θυμηθείς. Κοίταξες στο βουνό, κι άκουσες τις κραυγές από την πτώση. Στράφηκες στην θάλασσα και την είδες σε μια ήρεμη ανησυχία. Εικόνες παράλογες που ακονίζουν τις αισθήσεις, λόγια μετρημένα για να κρύβουν την αλήθεια, και αυτή η πολυπόθητη νύστα, που δεν έρχεται να σε ρίξει ξερό κι ανάλαφρο.

Κι οι στιγμές σκηνοθετημένες από το θέατρο του παραλογου, βγαλμένες από το βράδυ που στριφογυρνάει σαν ανήμερο θεριό. Τώρα δεν είναι ώρα πια για ύπνο, είναι ώρα για να στέκεις σε εγρήγορση κι αναμονή.
"Μηνύματα της έρημης νύχτας που χάνονται σε ακοίμητους δρόμους, σε διαδρόμους αντισηπτικού και σε παράφρονες νυχτερινούς φρουρούς. Κάπου ξεφεύγει τούτο το γράμμα, και βρίσκεται να καίγεται στους πυρήνες μελλοθάνατων άστρων. Μηνύματα της έρημης νύχτας, που φεύγουν στο πουθενα για να γεμίσουν τον κενό χρόνο. Διαθλώνται σε άδεια μάτια κι ασυνάρτητες κουβέντες..."
Σου έρχονται εμβόλιμα στο νου, λόγια που γράφτηκαν για να μεταφέρουν στα χαρτιά τις αγωνίες, καθώς η νύχτα κυλούσε χωρίς γαλήνη κι όνειρα, όπως και τώρα...
Μα τώρα που έφτασες ως εδώ, γιατί δεν βουτάς γυμνός από αναμνήσεις; Τώρα που άναψε η φωτιά, γιατί συνεχίζεις να κρυώνεις; Γιατί δεν πέφτεις να κοιμηθείς επιτέλους; Μάταιος κόπος, κι έτσι θυμήθηκες μια ακόμη ιστορία, που την έλεγες με παραμιλητά, για να κρατήσεις το φεγγάρι απασχολημένο.
......
"Χωρίς πολύ σκέψη, έβγαλε το κρεμμύδι από την τσέπη, το ξεφλούδισε απαλά, κι έτριψε αργά μικρά κομμάτια στο πρόσωπο. Ήρθε η ώρα να κλάψει, χωρίς πολλές δικαιολογίες, χωρίς ανάγκη παρηγοριάς. Ένα κρεμμύδι που έπεσε στα μάτια του, δεν χρειάζονται εξηγήσεις για μια θλίψη που δεν περιγράφεται. Κι ο πόνος λυτρωτικός, σαν βελόνα που διαπερνάει το δέρμα και ξυπνάει τις αισθήσεις.
Κι ύστερα, έγειρε αθόρυβα μέσα στο κρύο και βυθίστηκε σε ένα ακατάληπτο ύπνο, αναζητώντας το κατάλληλο όνειρο. Προσπαθούσε να διάλεξει ένα μαγικό τοπίο, να τοποθετήσει την πιο ερωτική συντροφιά δίπλα του, να βρει το κατάλληλο επίπεδο μεθυσιού, να φυτέψει πολύχρωμα λουλούδια στο προσκεφάλι του...

Μα το όνειρο πάντα έσκαγε σαν πυροτέχνημα, πριν προλάβει να μπει μέσα σε αυτό, και κατέστρεφε κάθε ιστορία του. Θυμήθηκε ξανά το κρεμμύδι, το πήρε αγκαλιά, και ακολούθησε τις αυλακιές από τα δάκρυα του, και ταξίδεψε σε κόσμους που ο ιδιος, δεν μπορούσε καν να φανταστεί. Και όταν ξύπνησε, το κρεμμύδι είχε ριζώσει δίπλα του, και τον είχε αγκαλιάσει με τον καινούριο του βλαστό."

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Can you hear me, Major Tom?

Για λίγο ακόμη διάστημα θα απουσιάσει από διαδικτυακές διαδρομές ο Kosmonautis, καθώς το διαστημόπλοιο του συγκρούστηκε για άλλη μια φορά με ένα αστεροειδή και βγήκε εκτός πορείας.
Προς το παρόν έχει μείνει αποκομμένος σε ένα πλανήτη και ευελπιστεί να λήξει γρήγορα η περιπέτεια του. Αποκλεισμένος εκεί προσωρινά στον μικρό του κόσμο, ατενίζει τον έναστρο ουρανό και "ταξιδεύει" τα βράδια αλλιώς.
Τουλάχιστον, ξέρει ότι θα επιστρέψει και πάλι πιο δυνατός και με πιο τρελή διάθεση. Ετοιμαστείτε για την εκτοξεύση... Αφιερωμένο εξαιρετικά:

Ground control to major Tom
Ground control to major Tom
Take your protein pills and put your helmet on
(Ten)
(
Τα χάπια πάρε, κι από εδώ και πέρα θα φοράς κράνος Major Tom!)

Ground control (Nine) to major Tom (Eight)
(Seven, six)
Commencing countdown (Five), engines on (Four)
(Three, two)
Check ignition (One) and may gods (Blastoff) love be with you

...
Can you hear me, Major Tom?
Can you hear me, Major Tom?
Can you...

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Βάρκα Γιαλό

Αφού μας λένε ότι βουλιάζουμε, είπα κι εγώ να πάρω τα δικά μου μέτρα μου, κι έτσι πήρα "βάρκα". Αλλά επειδή λεφτά για βενζίνη δεν υπάρχουν, την διάλεξα με κουπί. Όσο μπορώ να τρώω και να περπατάω, θα μπορώ και να κωπηλατώ και να επιπλέω. Ας το ρίξουμε στην πλάκα, για να ξεφύγουμε από το "τέλος του κόσμου", που μας πλασάρουν οι επαγγελματίες καταστροφολόγοι (με το αζημίωτο φυσικά).

Και το ονομα αυτού: Τσιπουράκι

Στην μαγεία των καθρεπτισμών

Με διάθεση κόντρα στον καιρό ανεβάζω εικόνες από την βαρκούλα μου, που την βάφτισα πρώτα στο γλυκό νερό, κι αργότερα σε θαλασσινό. (Ευχές δεχόμαστε ακόμα). Με το "Τσιπουράκι" στο πέλαγος, όλο και κάπου θα φτάσω, αρκεί να υπάρχει διάθεση για κουπί, και διάθεση για απόλαυση της διαδρομής.



Κι έτσι κλείνοντας τα αυτιά στις σειρήνες της δουλείας (από όπου κι αν προέρχεται αυτή), θυμάμαι και θυμίζω ότι η άνοιξη έχει μπει πλέον για τα καλά, δηλαδή ευκαιρία να πάρουμε πάλι τα όρη και τα βουνά, λίμνες και θάλασσες.
Ένα γέλιο θα τους θάψει., σκέφτομαι και κωπηλατώ... Οι παλιότεροι θα το λέγαν αλλιώς: "Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν".

Θαλασσινά Βαφτίσια

Στραβός είναι ο γιαλός...

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Χρησμός ενός Πνιγμού

Η καλικατσού ορμήνεψε, τρία φεγγάρια θα περιμένεις... Μα πριν ολοκληρώσει την πρόταση, βούτηξε και χάθηκε από προσώπου θαλάσσης, αναζητώντας την άκρη του πέλαγους. Χωρίς όμως να αφήσει ένα σημάδι στον ουρανό, ένα φτερό στον άνεμο, ένα κοχύλι στην ακτή. Κι έτσι έμεινα με την απορία... Από πότε θα πρέπει άραγε να ξεκινήσω να μετρώ, καλοκαιρινά ή φθινοπωρινά, από την ισημέρια ή από τα ηλιοστάσια; Με τέτοιο χρησμό έφυγα και πήρα το δρόμο πλάι στο γκρεμό.


Ο γάιδαρος κυλίστηκε στα χόρτα και γκάρηξε με τρομερή ένταση για να σημάνει το τέλος του παιχνιδιού. Σταμάτησε μονάχα όταν τον χάιδεψα μεταξύ των δύο μεγάλων του ματιών. Τον κοίταξα με βλέμμα μεθυσμένο, κι αυτός φάνηκε να συγκατανεύει ότι ετούτη η νύχτα μυρίζει γυναικείο ιδρώτα. Πορεύσου χωρίς σαμάρι και συνέχισε τα γκαρίσματα σου, για να ανατριχιάσουν τα σύννεφα και να σκιαχτούν οι ανέμελες αυταπάτες.
Τα φασκόμηλα άνθισαν στα χέρια σου, κι η ρίγανη πασπάλισε τα χείλη σου. Πάλι παραμιλάει ο ήλιος με τη θάλασσα, πάλι παραπατάω σε αστροφεγγιές. Ας βουτήξω στα κρύα νερά για να συνέλθω και να θυμηθώ... Φύτεψα σε κάθε άγονη πλαγιά μια ελιά και διέσχισα τα βράχινα περάσματα ακολουθώντας τις κατσίκες. Κι από την άκρη του αόρατου μονοπατιού, όρμηξα στον ουρανό για να τον σκίσω στα δυό, αλλά κόπηκα εγώ. Άσε τις ανυπόμονες ανάσες μας να χαράξουν τις πέτρες, και μαζί θα σφίξουμε τις γροθιές μας στον αέρα, για να μπορέσουμε να πούμε ότι κάποτε περάσαμε κι εμείς από εδώ.


Το γατί πλησίασε διστακτικά, μα ύστερα παραδόθηκε στα χάδια. Έφερε μια μαλλιαρή καλημέρα στην παραλία της γαλάζιας προσμονής. Μυρίζει το τσάι μου και τρώει το τσουρέκι μου. Χωρίς παράπονο, κυλιέται στην άμμο και γουργουρίζει, και βγάζει ένα απαλό ρυθμό και με προετοιμάζει, γιατί ξέρει ότι το βράδυ θα χορέψω στο δικό της ρυθμό...


Με κερί από μέλι φώτισα τούτες τις ανοιξιάτικες αναμνήσεις, και περπάτησα ώρες, αναζητώντας την καλικατσού. Αλλά η απάντηση ήρθε από αλλού, πίσω από την ανατολή του ήλιου, σε χώρα μακρινή. "Τρία χλωμά φεγγάρια θα περιμένεις, και το πιο λαμπρό δεν θα εμφανιστεί στον ουρανό. Θα κρυφτεί ανάμεσα στα δάχτυλα σου, θα στριμωχτεί στο στέρνο σου, θα έρθει σαν σβούρα στο μυαλό σου".
Κι ύστερα εμφανίστηκε η σαύρα, ακίνητη, να λιάζεται στον ήλιο...


Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Ψέματα από τα Παλιά

Ακουμπισμένος στην κουπαστή του πλοίου, αγναντεύω το παρελθόν μέσα από ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, μέσα από ανοιξιάτικα ταξίδια σε νησιά αγαπημένα. Θα μπορούσε να είναι πριν 30, 15, 5 χρόνια, και θέλω να ελπίζω ότι θα μπορούσε να είναι και του χρόνου, και μετά δέκα χρόνια, και πιο μετά... Ας επαναλαμβάνεται η ίδια εικόνα, κι ας φυτρώνει σαν λουλούδι ξανά και ξανά. Ας μείνει δεμένη μαζί με τα χρώματα της άνοιξης, ας συνεχίζει να κουβαλάει την μυρωδιά της εαρινής ισημερίας.
Πότε το καράβι χοροπηδάει σε αξέχαστες φουρτούνες, και πότε πλέει σε θάλασσες από γυαλί. Πότε είναι ο βοριάς που μας την στήνει στο Κάβο-Ντόρο, και πότε ο νοτιάς που μας χορεύει στον Μέρμηγκα. Κι ΌΧΙ, δεν κουράζομαι να βλέπω τον ορίζοντα να ανεβοκατεβαίνει, τα λιβάδια της θάλασσας να πλημμυρίζουν την διονυσιασμένη ύπαρξη μου.
Κι όσο η θάλασσα έρχεται και με φορτίζει, τόσο αναπολώ πασχαλινές μυρωδιές που έχουν σβήσει από καιρό. Τα σοκολατένια αυγά λιώσανε ξεχασμένα στις καλοκαιρινές τσέπες, οι λαμπάδες γίνανε κροτίδες να βαράνε στο ψαχνό... Όμως το κεφάλι μου μένει ασάλευτο στην κουπαστή να ατενίζει τον ορίζοντα, με την ίδια περιέργεια, με τις ίδιες αναπάντητες ερωτήσεις. Μπροστά μου το βλέμμα αγκαλιάζει το γαλάζιο χρώμα, παλεύει να γαληνέψει την τραχιά επιφάνεια που απλώνεται στις φρέσκες αναμνήσεις, και δεν αφήνει όρμους προσέγγισης, ευκολοχώνευτα παραμύθια για νωθρές αγκαλιές. Χρειάζονται ακόμη αρκετά μποφόρ, και πολλά ναυάγια...


Πιάνω ένα γράμμα από τα παλιά, όταν και πάλι ακολουθούσα τις μέλισσες και τα μυαλά παίρναν αέρα. Αντιγράφω κομμάτια του, όταν η λανθάνουσα θερμότητα προμήνυε τις επερχόμενες καταιγίδες, όπως η άνοιξη προμηνύει τον χειμώνα. Φίλε συγγνώμη, που το ξαναστέλνω γυμνό στον ήλιο, αλλά χρειάζομαι μια φωνή από το παρελθόν για να με συνεφέρει στο παρόν. Το κόβω, και το ράβω λιγάκι, χωρίς όμως να προσθέσω τίποτα, και το στέλνω κλεισμένο στα ψωμάκια με τα κόκκινα αυγά:

"Η άνοιξη μπαίνει με ορμητική ταχύτητα και σαρώνει τα πάντα. Οι πάγοι του χειμώνα υποχωρούν, και τα κρύα χιόνια γίνονται ορμητικοί χείμαρροι. Και όπως η γη ξυπνάει και τροφοδοτεί ζωή, έτσι ξυπνάνε και τα αρχέγονα αισθήματα του ανθρώπου. Εκείνος ζαλίζεται, παραπατάει, προσπαθεί να κλείσει τα αυτιά του στα καλέσματα των σειρήνων, προσπαθεί να μείνει στην ωραία ευθεία πορεία του... Εγώ όμως δεν τα πολεμάω, αφήνομαι να με ρουφήξουν, αφήνομαι να ερωτευτώ τον ήλιο και τα χρώματα, αφήνομαι να παρασυρθώ απο τις σειρήνες και να τσακιστώ στα βράχια, τραγουδώ και φωνάζω, παίζω με τις πεταλούδες. Και οι γύρω μου τριγύρω φωνάζουν για άλλη μια φορά: "πάει αυτός τρελάθηκε..." Η μιζέρια είναι ένα βήμα πιο πέρα, αρκεί να κλείσεις τα μάτια και να κάτσεις στην σκιά. Δεν την θέλω τώρα όμως, δεν την χρειάζομαι, πρέπει να ανοίξω τα φτερά μου, και να γυρίσω τον κόσμο εικοσί εννιά φορές...

...Και την απάντηση εγώ δεν τη βρήκα, και ούτε πρόκειται. Είμαστε στην σπηλιά του Πλάτωνα, και βλέπουμε τις σκιές των πραγμάτων, αλλά δεν μπορούμε να διακρίνουμε μορφές και χρώματα. Άρα όλες οι απαντήσεις που δίνουμε ενέχουν τον κίνδυνο σφάλματος. Φτιάχνουμε μοντέλα, κοσμοθεωρίες, ορθολογικές εξηγήσεις, βάζουμε ονόματα και ταμπέλες σε καταστάσεις, δίνουμε απαντήσεις για να επιβιώνουμε μέσα την αβεβαιότητα της ζωής. Αλλά πάντα κάτι συμβαίνει και καταρρέουν όλα. Όπως τα καστράκια και οι μύλοι, που φτιάχναμε στην άμμο, την μία μέρα ήταν γεμάτοι ζωή και υποσχέσεις ατελείωτης ώρας παιχνιδιού, και την άλλη μέρα, ένας σωρός από άμμο που την παρέσερνε ο αέρας στις τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα. Βρήκες την απάντηση, μέχρι την επόμενη διαψευση, και την επόμενη "πιο σωστή" απάντηση...



...κι η ευθεία είναι βαρετή και μονότονη...
...τα πάντα συμβαίνουν εκτός ισορροπίας...
...είτε πρόκειται για ιστορίες που σε θλίβουν, είτε πρόκειται για ιστορίες που σε χαροποιούν. Όλα αυτά μας μαθαίνουν, μας πληγώνουν, μας κάνουν να γελάμε, να κλαίμε, να αντιδρούμε, να...
...μας γεμίζουν συναισθήματα, πάθος και πόθους, δηλαδή τα σπουδαιότερα συστατικά του χυμού της ζωής. Η ισορροπία σημαίνει θάνατος, στασιμότητα, μη εξέλιξη. Πάντα την αναζητάς σαν το χαμένο παράδεισο, αλλά δεν υπάρχει και δεν πρέπει να την βρείς. Τα πάντα συμβαίνουν εκτός ισορροπίας, και στο μυαλό μου τώρα παίζουν θεωρίες από την θερμοδυναμική...

(Και σαν διαχρονική ατάκα προσθέτω και το κλείσιμο, κι ας με συγχωρέσεις φίλε που δεν ήρθα τελικά τότε).
...δεν δίνω καμία υπόσχεση για το ταξίδι που με προσκαλείς. Φυσικά και θα ήθελα να είμαι μαζί σας, και να το πάμε μαζί, αλλά μέχρι τότε δύσκολα να σχεδιάσω και να το κλείσω..."

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Μικρή Ζήρεια

Κεφαλάρι (860μ)-Πηγάδι Μούτσιου (1100μ)-Ντούσια (2086μ.)


Με ένα κεφάλι καζάνι, το ξυπνητήρι διαταράσσει την ημέρα αργίας και μου φωνάζει επανειλημμένα: "Ήρθε η ώρα να επιστρέψεις στο βουνό". Βουνό όμως είναι και το να σηκωθώ από το κρεβάτι. Μόλις όμως ανοίξει το μάτι, όλα τα άλλα αποδεικνύονται εύκολα, κατάλληλη διάθεση να υπάρχει. Η επιλογή, η οποία έγινε και τελευταία στιγμή λέγεται Μικρή Ζήρεια. Μικρή μονάχα στο όνομα, για να ξεχωρίζει από τον ορεινό όγκο της Μεγάλης, που δεν θα αναλύσω εδώ, πόσο την έχουν "μικρύνει" οι ανθρώπινες δραστηριότητες.
Η εκκίνηση ξεκινάει από το χωριό Κεφαλάρι, δίπλα από τον ξενώνα ΕΟΦ (860 μ.). Το μονοπάτι από εδώ και μέχρι το λιβάδι Γράβιζα έχει διακριτική σήμανση, και πρέπει να είσαι συνέχεια σε εγρήγορση για να μην χάσεις την χάραξη. Περνάει από τσιμεντένιες ποτίστρες, κόβει ένα χωματόδρομο, και περνώντας από δασωμένα χωράφια καταλήγει στο λιβάδι (1080μ). Για πιο ξεκούραστη διαδρομή, μπορεί κάποιος να ξεκινήσει από αυτό το λιβάδι την ανάβαση, κερδίζοντας περίπου 1:30 ώρα, καθώς φτάνει ως εδώ χωματόδρομος.


Ακολουθούμε την ισχνή σήμανση σε ίχνος δρόμου, και φτάνουμε σε πηγάδι (πηγάδι Μούτσιου) στην άκρη του λιβαδιού. Από εδώ το μονοπάτι αρχίζει να σκαρφαλώνει μέσα από πυκνό ελατοδάσος, γίνεται ευδιάκριτο κι έχει μεταλλικά κόκκινα σημάδια. Αρχίζει με ήπια ανάβαση, αλλά όσο περνάει η ώρα η κλίση αυξάνει, η πορεία έχει νότιοδυτική κατεύθυνση. Στα 1500μ. περίπου συναντάμε τα πρώτα χιονισμένα κομμάτια, κι αφού εξοπλιστούμε κατάλληλα για να μην πλατσουρίσουν τα πόδια μας, κόβουμε για λίγο δυτικά και φτάνουμε σύντομα στην κόψη ράχης (1650μ), με μεγάλο ξέφωτο. Από εδώ η θέα των κορυφών είναι πανέμορφη, και μας προετοιμάζει ψυχολογικά για το υπόλοιπο κομμάτι της ανάβασης που θα γίνει πλέον σε χιονισμένο τοπίο.
Οι συνθήκες χιονιού είναι ιδανικές, ώστε να μην μας προβληματίσει η άνοδος. Η κλασική ανάβαση, (όπως και η σήμανση) ακολουθούν την συνέχεια της ράχης του ξέφωτου, κι ανεβάζει απευθείας στην κορυφή. Εμείς προτιμάμε την εναλλακτική της ανάβασης μέσα από την ρεματιά που σχηματίζουν οι δύο ψηλές κορυφές. Η διαδρομή μέσα στο λευκό τοπίο είναι μαγευτική με τον ήλιο να λαμπυρίζει στην κυματιστή χιονισμένη επιφάνεια, ενώ η ρεματιά μας προστατεύει από τον αέρα.


Έτσι αρχικά κινούμαστε δυτικά, μέχρι την βάση του ρέματος, κι ύστερα νότιοδυτικά (παράλληλα με την κλασική ανάβαση) μέσα στην ρεματιά, και βγαίνουμε τελικά στο διάσελο ακριβώς κάτω από την κορυφή Ντούσια, όπου και φτάνουμε σε λίγα λεπτά (2086 μ.). Από εδώ και πέρα ρουφάμε εικόνες κι αγναντεύουμε το τοπίο. Παρά τον έντονο παγωμένο αέρα που φυσά, θέλουμε να μείνουμε και να χαζεύουμε ένα γύρω. Είναι οι στιγμές που θα ήθελες να μην παγώνουν μόνο τα χέρια, αλλά κι ο χρόνος. Τραβάμε τις απαραίτητες φωτογραφίες, κι επιστροφή από τα ίδια. Για τους πιο "τολμηρούς" η κατάβαση γίνεται τσουλώντας στο χιόνι...
Ήδη στην επιστροφή συζητάμε για την επόμενη εξόρμηση, το βουνό μας χαμογέλασε σήμερα, κι εμείς το αγκαλιάσαμε με όλη μας την ζεστασιά. Σαν συμπέρασμα μπρορούμε να πούμε ότι είναι μια όμορφη επιλογή, αλλά με απαιτήσεις αντοχής. Δηλαδή, αν η ανάβαση γίνει από το χωριό Κεφαλάρι, η υψομετρική διαφορά είναι αρκετή για ημερήσια πορεία.


Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Έρμαιο της Τραμουντάνας

Αν θέλεις να πιστέψω στο θεό σου, πρέπει να ρουφήξω το όνειρο σου από μια στήλη καπνού βγαλμένη μέσα από την φωτιά σου. Αν θέλεις να τρομάξω με τους δαίμονες σου, πρέπει να μουλιάσουν τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά σου, να παγώσουν τα πόδια μου στην καυτή σου άμμο...
Κοσμικά Παράσιτα: ***να παγώσει κι ο χρόνος, και σαν ελαφρόπετρα να κυλήσεις στο μέλλον***
Αν θέλεις να στρέψω την κεραία των μοιραίων συμπτώσεων πάνω σου, πρέπει να αφήσεις ένα παράθυρο τρέλας ανοιχτό. Αν θέλεις να χαθώ στο απέραντο γαλάζιο της παιδικότητας σου, πρέπει να στείλεις με το βαλσαμωμένο κύμα ένα γέλιο στο νησί μου. Αν θέλεις να φυσήξει δροσερός αέρας, πρέπει να ξεφύγεις από τις αόρατες δυνάμεις της αδράνειας του χθες, από την βαρύτητα του παρελθόντος...


Γήινα Παράσιτα: ***να ξεφύγεις... και να γίνεις ο εαυτός σου, και πάλι***
Αν καταφέρεις και αφεθείς στους θυελλώδης ανέμους, ίσως πετάξεις πάνω από την πόλη. Αν τα καταφέρεις κι ανοιχτείς, ίσως ανακαλύψεις την γραμμή του ορίζοντα πέρα από το τέλος του κόσμου. Αν όχι, τουλάχιστον θα έχει μυρίσει άνοιξη και θα έχει πρασινίσει το νησί σου. Αν όχι, θα έχεις ανακαλύψει ακόμα ένα ναυάγιο να ζεσταίνει την αλμυρή αγκαλιά σου.
Εσωτερικά Παράσιτα:***στο ερημονήσι, παρέα με τις μέλισσες , στους ρυθμούς του Μάρτη, στο τρέξιμο μέσα από λιβάδια με λουλούδια, στους ανθισμένους κρόκους του χιονιού, στα κύματα του ολόφρεσκου καλοκαιριού***


Με τόσες παρεμβολές είναι αδύνατη κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης. Με τόσες παράλογες εικόνες χάνεται το νόημα των σκέψεων. Με τόσες σκόρπιες λέξεις δεν χρειάζεται να ακούγονται λόγια... Με τόσο ματωμένες πατούσες δεν χρειάζεται πια να τρέχεις να κρυφτείς. Άφησε τα παράσιτα να γίνουν μουσική, και χόρεψε ξανά στους γνώριμους ρυθμούς της σαγήνης.
Παράσιτα απ' όλες τις κατευθύνσεις:***στο ερημονήσι ξεχασμένος, φτιάχοντας χάρτες για να μην με βρίσκουν, φτιάχνοντας ταξίδια για να χάνεται ο προορισμός, φτιάχνοντας θάλασσες για να φουρτουνιάζουν***


Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Ουαί τοις ηττημένοις

Μέσα στο κλίμα των ημερών, σκέφτηκα διάφορα σχόλια για την καθημερινότητα. Αλλά τελικά θυμήθηκα την Χωματερή, ένα κόμιξ από τον Λέανδρο. Αν και γραμμένο πριν αρκετά χρόνια κρατάει την φρεσκάδα των σκουπιδιών που μας περιβάλλει.
Όταν η ζωή στην χωματερή είναι η ίδια μας η καθημερινότητα, αφήνουμε τα χάλια μας να γίνουν υλικό για γέλια, κι αφήνουμε τα σχόλια για τους "ειδικούς". Καμιά φορά οι εικόνες μπορούν να ξεπεράσουν τα λόγια.


Με την χαρακτηριστική ατάκα του Ιγνάτιου, χωρίς περαιτέρω σχόλια:
"Μοιάζουμε με ρωμαϊκή τοιχογραφία που πέφτει ψηφίδα-ψηφίδα χωρίς να μπορεί να σωθεί..."
"...και να αφήνετε πάντα και λίγο χώρο για τους ηττημένους".

κλικάρετε στις εικόνες για μεγέθυνση

Φυσικά στις κοινωνίες μυρμηγκιών, δεν υπάρχει χώρος για απεργίες, διεκδικήσεις...


κλικάρετε στις εικόνες για μεγέθυνση

Και φυσικά ούτε φιλοσοφίες τύπου Ιγνάτιου χωράνε σε τέτοιες κοινωνίες, υπάρχει μονάχα μια αλήθεια, που προκύπτει φυσικά μέσα από νούμερα και έρευνες του κ... Η φιλοσοφία αντικαθίσταται από την στατιστική. Κι αυτή με την κατάλληλη κατάλυση της επιστημονικής δεοντολογίας της μπορεί να παράγει ότι θέλει: Έτσι η χωματερή μας αναλόγως εμφανίζεται ως ευτυχισμένη, πεινασμένη, ξενοφοβική, διεθνιστική, παραδοσιακή κ.ο.κ. Μονάχα το ποσοστό ηλίθιότητας μας δεν έχει μετρηθεί ακόμα. Ίσως μας αφήνουν δουλειά για το σπίτι...


κλικάρετε στις εικόνες για μεγέθυνση

ΥΓ: Κάθε ομοιότητα της Χωματερής με πρόσωπα και καταστάσεις είναι τυχαία και συμπτωματική.
ΥΓ2: Η ανάγνωση του παραπάνω κόμιξ, δεν προτείνεται... επιβάλλεται.

κλικάρετε στις εικόνες για μεγέθυνση