Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Η βροχή του Φαύλου Κύκλου

Η βροχή ήταν ανυπόμονη, καθώς έκλεινε μέσα της όλο τον ιδρώτα του καλοκαιριού. Βιαζόταν να φτάσει πάνω από την πόλη και να την σκεπάσει με τις φρούδες ελπίδες ηλιοπαρμένων μυαλών. Όποιος κρατούσε ομπρέλα εκείνη την ημέρα, πρόδιδε άθελα του τα όνειρα του.


Μια σταγόνα προσπάθησε να αποκολληθεί πρώτη απ' όλες, άλλη θέλησε να κινηθεί κόντρα στο νόμο της βαρύτητας, μια άλλη... κι έτσι απαλά ξεκίνησαν να πέφτουν οι περίεργες ψιχάλες διαλέγοντας τον στόχο τους σύμφωνα με το χάρτη του ιδρώτα. Κάποια σταγόνα όμως πήρε λάθος κατεύθυνση, κι έπεσε με τόσο στραβή κλίση, που προσγειώθηκε άγρια στο μάτι ενός αποκοιμισμένου.
Αυτός τρομαγμένος, άνοιξε τα μάτια του, κι ένοιωσε ότι τον μαστίγωσε μια πρωτόγονη δύναμη. Τέτοιο ξύπνημα είχε καιρό να κάνει. Σαν να ζητούσε αυτή σταγόνα να τον ξυπνήσει από την αδιαφορία, σαν να μαζευόταν σε αυτήν μέσα όλες οι κρυμμένες ανησυχίες του , σαν του φόρτωνε το βάρος όλων των νεφών. Λύγισαν τα γόνατα του και μια υγρή ζάλη διαπέρασε το κρανίο του, προκαλώντας μια τρικυμία μέσα του, όπου εφιάλτες εναλλάσσονταν με όνειρα. Ύστερα ακολούθησε δεύτερη ψιχάλα, μετά μια τρίτη... τώρα αισθανόταν ότι τον είχαν βάλει στόχο και τον πυροβολούσαν με ένα νοητικό όπλο.


Μουσκεμένος κι απογοητευμένος έτρεξε να κρυφτεί στο δικό του καταφύγιο. Αλλά εκτός της όξινης ψυχικά βροχής, είχε αλλάξει και κάτι άλλο εκείνη την μέρα. Η πόρτα έστεκε κλειστή και αντιστεκόταν, καθώς το κλειδί δεν ταίριαζε πια στην κλειδαριά. Αμήχανα έκανε προσπάθειες με όσα κλειδιά είχε μαζί του, μην τυχόν και είχε μπερδευτεί. Τότε παρατήρησε ότι παρά το γεγονός ότι είχε φύγει από εκεί μόλις την προηγούμενη μέρα, υπήρχαν εμφανή ίχνη σκουριάς. Μαζί με κάτι ιστούς αράχνης που περικύκλωναν το κατώφλι, σχηματιζόταν μια άλλη αίσθηση για το πέρασμα του χρόνου.
Ίσως το κλειδί για όλα βρισκόταν στην εξήγηση του παρελθόντος, ίσως στο ασταμάτητο τρέξιμο του παρόντος, ή ενδεχομένως στην βιασύνη του μέλλοντος. Το ρολόι του δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει, καθώς είχε σταματήσει την ώρα που έπιασε η μπόρα. Το σύννεφο κινήθηκε πλάγια, προσπάθησε να τον αποφύγει αλλά εκείνος συνέχιζε να βρέχεται, χωρίς πια να νοιάζεται γι αυτό... Και τότε θυμήθηκε πως χάθηκε στην ροή του χρόνου, πόσο περίεργα νύσταξε, τι σκεφτόταν πριν τον πάρει ο ύπνος.


Θυμήθηκε ότι ονειρεύταν μια μηχανή επεξεργασίας αναμνήσεων. Λίγο πριν ξυπνήσει:, κάτι τέτοιο είχε στο μυαλό του: "Μάζεψε όλη του την ενέργεια σε μικρούς κύβους και προσπάθησε να φτιάξει την ευτυχία του με πολύχρωμα τουβλάκια του Lego. Όμως ο κύκλος δεν μπορούσε να τετραγωνιστεί, οι λέξεις δεν γινόντουσαν μεταξωτές κορδέλες, κι ο αέρας δεν μπορούσε να πλαστεί σε αρμονικό σχήμα".
Και τότε διέκρινε πια, ότι αυτή η βροχή ήταν γεμάτη αναμνήσεις από ένα φανταστικό παρελθόν, γεμάτη χρονικά κενά από υποθετικές ζωές, γεμάτη με ώρες που δεν ήρθαν ποτέ, γεμάτη αγωνίες για γεγονότα που δεν συνέβησαν. Ένοιωσε να τον απειλεί όλη αυτή η μπόρα, αλλά ξαφνικά αισθάνθηκε ότι ίσως και να μην είχε ξυπνήσει ακόμη, κι όλα να ήταν ένα κακό όνειρο.
Τότε, κάποια σταγόνα όμως πήρε λάθος κατεύθυνση, κι έπεσε με τόσο στραβή κλίση, που προσγειώθηκε άγρια στο μάτι ενός αποκοιμισμένου....