Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Στο Σπίτι του Φυσικού ΔΕΝ μιλάνε για Κοινή Λογική



Απόσπασμα από μια κουβέντα, και δυο σκέψεις...


Μα τι να τα κάνεις τα λόγια, όταν δεν μιλάνε τα σώματα;  Όπως ένας όμορφος και συμμετρικός φυσικός νόμος, που δεν μπορεί να εξηγήσει τον κόσμο. Τον χαζεύεις και τον θαυμάζεις, μα ύστερα από λίγο τον καταπίνει η λήθη, όπως τα ωραία τα λόγια τα μεγάλα που γίνονται σκόνη και τα παίρνει ο αέρας. Φυσικά από αλλού είχε ξεκινήσει η παρακάτω κουβέντα...


«Αν ακούς την καρδιά κάνεις καλά, αν ακούς τη λογική λύνεις μαθηματική εξίσωση», μου είχε πει κάποτε μια πρωην μου, όταν είχαν ζορίσει οι καταστάσεις. Κι όταν δεν μίλησα, γύρισε και με κοίταξε αινιγματικά περιμένοντας κάποια απόκριση. Της χαμογέλασα λίγο και της είπα:
«Υπάρχει και η κβαντική εκδοχή, δηλαδή ένα φάσμα μη μετρήσιμων ιδιοτιμών ή καταστάσεων. Τις ζούμε αυτές τις στιγμές, τις αναπνέουμε, τις βιώνουμε συνεχώς χωρίς να το καταλάβουμε... Μέχρι εμείς να αλληλεπιδράσουμε με το σύστημα αυτό, μέχρι να προσπαθήσουμε να αγγίξουμε την πραγματικότητα όπως την ορίζουμε εμείς και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την κατάσταση, να την φέρουμε στα μέτρα μας», με κοιτούσε με μια ενοχλητική ματιά, αλλά συνέχισα, «Κι όμως υπάρχουν! Μα δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε, ούτε να τις αγγίξουμε τελικά. Από αυτό το φάσμα παραμένει μια ελάχιστη επιλογή σε εμάς, μόλις προσπαθούμε να το εκλογικεύσουμε. Ξέρω, ξέρω, δεν καταλαβαίνεις τίποτα».


«Ναι, απολύτως τίποτα. Οι κλασικές φιλοσοφικές σου υπεκφυγές...»
Χαμογέλασα ξανά, και αποκρίθηκα: « Γιατί εσύ νομίζεις ότι καταλαβαίνω τίποτα από όσα εσύ μου λες; Νιώθω ότι αναμασάς φράσεις που έχεις αντιγράψει ασυνείδητα από προήγουμενες καταστάσεις ή συνειδητά από ταινίες ή βιβλία. Αλλά αποφεύγεις δεόντως να μου μιλήσεις για την ουσία σου».
«Μα δεν μιλάω μαθηματικά, μιλάω με γεγονότα και δεδομένα...» , είπε κάνοντας μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αμυνθεί.
«Θες να μου πεις ότι μιλάς με αυστηρή λογική;» , χαμογέλασα πλέον με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Μπορείς να το πεις κι έτσι. Σου ξαναλέω υπάρχουν κάποια δεδομένα, ένα κι ένα κάνουν δύο για να γυρίσω σε απλά μαθηματικά, μπας και καταλάβεις. Ξεκινάς από κάπου και καταλήγεις σε συμπεράσματα. Μη μου μιλάς εμένα για κβαντική φυσική κι αρλούμπες», και η φωνή της είχε αρχίσει να ανεβάζει ένταση.
«Καλά λοιπόν ρώτα τον Riemann, να σου πει πως ξέφυγε από τα δεσμά της Ευκλείδιας Γεωμετρίας, αλλάζοντας το πέμπτο αίτημα. Ή ακόμα καλύτερα ρώτα τον Γκέντελ, που έδειξε ότι και η πιο αυστήρή λογική αδυνατεί να αποδείξει κάθε αλήθεια. Ίσως έχεις ακούσει για το θεώρημα μη πληρότητας και το σοκ που υπέστη η μαθηματική κοινότητα», συνέχισα απτόητος και η ειρωνεία μου πλέον δεν κρυβόταν.

«Σου μιλάω για εμάς, κι εσύ μιλάς για μαθηματικά και φυσική. Έλεος...», άρχισε να φωνάζει μανιασμένα.
«Σου μιλάω για εμάς, και μου λες για καρδιά και λογική», το είπα και κάθισα σε μια καρέκλα για να δείξω την παραίτηση μου από τη στιγμίαια ένταση που κορυφωνόταν.
«Πως αλλιώς να το πώ τότε, ρε εξυπνάκια;», με κοίταξε στα μάτια με μια σουβλερή ματιά, αλλά έχοντας ήδη χαμηλώσει τους τόνους.
«Το έχεις ήδη πει. Απλά προσπαθώ να σε βγάλω από το πλαίσιο...», μα σταμάτησα πριν συνεχίσω τη φράση μου.
«Ποιο πλαίσιο;», άρχισε να φορτώνει ξανά.
«Αυτό το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχεις εγκλωβιστεί και δεν βλέπεις».
«Μα τι λες;», είπε με ένα ύφος μεταξύ θυμού και παραίτησης.

Όχι δεν σας αποκαλύψω, με ποιο τρόπο συνέχισε ετούτη η κουβέντα, ούτε που κατέληξε. Ήταν μονάχα ένα απόσπασμα για να θυμόμαστε και να θυμάμαι ότι κάποιες φορές η κοινή λογική είναι παγίδα που στήνει το μυαλό μας και το περιβάλλον για να μας οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το αυτονόητο στις φυσικές επιστήμες πάντα το αμφισβητούμε, μέχρι να το κάνουμε νόμο και αξίωμα για να προχωρήσουμε μπροστά. Και αφήνουμε πάντα ένα μικρό περιθώριο αμφιβολίας, όσο μακρυά κι αν φτάσουμε. Στη καθημερινότητα μας το ξεχνάμε συνέχεια, ζούμε μέσα στο δικό μας αυτονόητο...
 Όσο για τις ανθρώπινες σχέσεις, θα προσπαθήσω να μην τρελάνω κι εσάς. Είναι στιγμές που πρέπει να αφήνουμε την ποίηση να τρέχει ανάμεσα στη γλώσσα και στις σκέψεις μας και να ξεκολλάει από τα πλαίσια αναφοράς που ορίζονται ως γενικές αλήθειες. 
 
ΥΓ: Είναι η στιγμή που ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα ξανασυναντιούνται στο μικρό υπόγειο μέσα από μια σειρά τρελών γεγονότων. Κι αυτή : «τινάχτηκε επάνω και άρχισε να χορεύει και να ξεφωνίζει: Πόσο είμαι ευτυχισμένη, ευτυχισμένη, ευτυχισμένη που έκανα συμφωνία μαζί του! Ω διάολε, διάολε! Θα αναγκαστείς, καλέ μου να ζεις με μια δαιμόνισσα. Ύστερα έτρεξε στο μαιτρ, τυλίχτηκε στο λαιμό του και άρχισε να τον φιλάει...».  Και τότε ο Μπουκόβσκι θα ανοίξει τη μπύρα του, παρατηρώντας τούτη τη σκηνή και θα γράψει μεταξύ άλλων:



«Ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους κι υπονόμους,
αγίους, ήρωες, τρελούς, αλήτες,
γεμάτη καθημερινές κοινοτοπίες και ποτά,
γεμάτη βροχές κι αστραπές κι ανεμοθύελλες...
...
...Κάπου αλλού είναι νύχτα.
Μισότρυβες γιαγιάκες στέκονται στην ουρά,
σαν τα σκυλιά που κολυμπάνε στις χαβούζες.
Οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες,
κι ασήμαντα ανθρωπάκια εξαγγέλουν
όσα δε θα μπορέσουν να κάνουν ποτέ.»


Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Ο Γύρος της Μήλου (Β)

Πρωί Μεγάλης Παρασκευής, ξεκινάει η αύξηση της έντασης του Βοριά. Μπορώ να το νιώσω στο πετσί μου και να το διαβάσω στη θάλασσα. Η αλλαγή έρχεται τελικά πιο νωρίς από ότι υπολόγιζα. Καθώς κωπηλατώ προς Παλαιοχώρι και περνάω τον κάβο ο καιρός έρχεται πλαγιομετωπικά και τον έχω πλέον κόντρα στην ρότα μου.
Το κομμάτι από Παλαιοχώρι και μετά είναι ένα ακόμη ξεχωριστό όμορφο κομμάτι του νησιού. Τελειώς διαφορετικό από το δυτικό κομμάτι. Συνέχεια υπάρχουν εντυπωσιακοί γκρεμοί, πολύχρωμα βράχια και μικροί όρμοι που κρύβουν μικρές παραλίες. Δεν σταμάτησα να φωτογραφίζω και σκεφτόμουν ότι αν ο Άρης κάποτε είχε ωκεανούς, κάπως έτσι πρέπει να έμοιαζε. Εντωμεταξύ, πολλές πλαγιές είναι γεμάτες από υπόσκαφες στοές, άγνωστο από ποια εποχή. Άλλες διαβάζεις ότι είναι δοκιμαστικές τομές νεώτερων χρόνων, κι άλλες ορυχεία αρχαίων ή ρωμαϊκών χρόνων. Όλες αυτές οι μικρές ή μεγάλες προσπάθειες, με προετοιμάζουν για την επόμενη έκπληξη.


Σε ένα μεγάλο όρμο στην ανατολική πλευρά βρίσκονται τα εγκατελειμμένα θεορυχεία, ένα ζωντανό μνημείο που φθείρεται με τον χρόνο. Αλλά κουβαλάει αυτόν τον αέρα μιας ξεχασμένης εποχής, που όμως άφησε ανεξίτηλα σημάδια σε πολλά σημεία της Ελλάδας. Εδώ όμως όλα βρίσκονται παρατημένα, σαν να πάγωσε ξαφνικά ο χρόνος. Φαίνεται σαν κάποιος άγνωστος σε εμάς πολιτισμός που άκμασε, και ξαφνικά στο ζενίθ της ακμής του εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Πέρα από τα βαγόνια, τις ηλεκτρογεννήτριες κι άλλα περίπλοκα μηχανήματα, έβλεπες το μηχανουργείο σε πλήρη τάξη. Κάθε γρανάζι ζυγισμένο στη θέση του και κάθε βίδα σε σειρά σύμφωνα με το μέγεθος της, όλα έτοιμα κι έτοιμα ώστε να επισκευαστούν οι επικείμενες φθορές. 


Εδώ η στάση μου είναι μεγάλη, αν και ο καιρός κάνει σχετικά δύσκολη την έξοδο. Όμως, αξίζει μια περιήγηση στα μισοκατεστραμμένα κτίρια, στις εντυπωσιακές στοές δίπλα στην προβλήτα φόρτωσης, μια βόλτα στο ρέμα που έχει διευθετηθεί ώστε να κυλάει απρόσκοπτα όταν αποφασίσει να βρέξει. Μόλις καθίσω λίγο κι αφουγκραστώ, έρχεται μια εικόνα στο μυαλό από ανθρώπους που μοχθούσαν και αγωνιζόντουσαν σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον για να εξορύξουν ένα υλικό από τη γη σε ένα ξένο τοπίο. Εικόνα από το παρελθόν ή εικόνα από το μέλλον; Κι αλήθεια που πήγαν όλοι αυτοί; Πού χάθηκε τόσος κόπος και τόσος ιδρώτας; Άλλο ένα ορυχείο που έσβησε από το χάρτη, στη λήθη των χαμένων εξορύξεων.
Με τέτοιες σκέψεις βουτάω το καγιακ ξανά στην κόκκινη πλευρά της παραλίας λόγω των πετρωμάτων που σκουριάζουν πλέον από τον άνεμο και την βροχή. Ο καιρός έχει ανέβει κι άλλο καθώς κινούμαι βόρεια, αφήνοντας διάφορες ορμίσκους με συμπαθητικές ή αδιάφορες παραλίες. Και πριν προλάβουν να σβήσουν οι σκέψεις, φτάνω στα Βούδια, στον όρμο όπου οι εγκαταστάσεις είναι σύγχρονες, τα ορυχεία δουλεύουν και τα πλοία φορτώνονται καθημερινά. Επιταχύνω το ρυθμό μου για να προσπεράσω ένα καράβι που ετοιμάζεται να ανεβάσει άγκυρα και να κουβαλήσει τα ορυκτά σε άλλα λιμάνια. Αφού καταφέρω να καβατζάρω τον κάβο κι αλλάζω ρότα, ο αέρας γίνεται εκ νέου ούριος και με σπρώχνει προς την Κίμωλο. Αυτό το στενό Κιμώλου-Μήλου το έχω διασχίσει και μερικά χρόνια πριν.


Διαλέγω πάλι μια έρημη παραλία της Κιμώλου για να αποφύγω τον επιτάφιο και την περιφορά του στο χωριό της Μήλου, σε μια παραλία απέναντι από τ’ Απολώνια, τον Άγιο Γεώργιο. Εδώ ο καιρός απανεμίζει τόσο σε αέρα τόσο σε κύμα. Η πένθιμη καμπάνα ακούγεται στο βάθος, ο καιρός έχει κλείσει και μερικές ψιχάλες πέφτουν για να δώσουν μια σκοτεινή ατμόσφαιρα.
Μεγάλο Σάββατο ξημερώνει και μέσα στο ύπνο μου άκουσα δυνατό αντιμάμαλο, ενώ είχα ξαπλώσει με ήρεμη θάλασσα. Και λίγο πριν ξεκινήσω παρατηρώ το καράβι της γραμμής, το Άρτεμις να περνάει μεν στην ώρα του, αλλά με μια περιέργη ρότα, που θα καταλάβω μόνο αργότερα. Δηλαδή είχε χαράξει την πορεία του έτσι, ώστε να μην είναι ο καιρός εντελώς στα πλάγια στο στενό και να έχει μεγάλο μπότζι.
Τα σημάδια υπήρχαν, γνώριζα ότι ο καιρός χαλάει αλλά δεν είχα υπολογίσει ότι η ένταση και ο κυματισμός θα ανέβει τόσο πολύ μέσα σε ένα 24ώρο. Ξεκινώ να κωπηλατώ και λίγο πιο πέρα βλέπω μια χελώνα να ταξιδεύει αντίθετα από μένα. Αν μου μιλούσε,  είμαι σίγουρος ότι θα μου έλεγε: «που πας βρε κακομοίρη;».  Όμως δεν θα της έδινα σημασία, καθώς μόλις πέρασα τ’ Απολλώνια, και κινήθηκα προς τον Καλόγερο, ο καιρός ήταν φορτωμένος, όμως ο κυματισμός δεν περνούσε τα 6 μποφόρ οπότε και θεώρησα την κατάσταση διαχειρίσιμη μέχρι την επόμενη έξοδο.


Όμως, καθώς έβγαινα από την σκιά της Κιμώλου, το πράγμα φαινόταν ότι αγρίευε ολόενα και περισσότερο. Καθώς πλησιάζω τα γλαρονήσια, τα κύματα γίνονται τείχη και πολλές φορές πλεον σκάνε αφρισμένα στο καγιάκ. Γενικά τον καιρό τον έχω πλάγια, και οι κορυφές που σπάνε σαρώνουν την πλευρική μου πλεύση και στρίβουν ενίοτε το καγιάκ. Ο αρχικός μου στόχος ήταν να βγω στο Σαρακήνικο, αλλά με αυτό τον καιρό αλλάζω άποψη κι αναζητώ διαφορετική έξοδο. Το άσχημο είναι ότι δεν έχω μελετήσει επαρκώς το χαρτή, αλλά ευτυχώς κάτι θυμάμαι από προηγούμενη τουριστική επίσκεψη στο νησί. Εντωμεταξύ, τα νερά αυξάνονται, και μόνο στάζοντας συνέχεια από τις ραφές. Ενίοτε, κάνω μικρές στάσεις μεσοπέλαγα για να αδειάσω βιαστικά κάποια από αυτά.
Έχω βάλει στόχο ένα ακρωτήριο με βραχονησίδα όπου σχεδιάζω να κάνω μια στάση, να αδειάσω εντελώς τα νερά και να χαλαρώσω για λίγο. Δεν έχω ιδέα πόσο απέχω από Μαντράκια ή Φυροπόταμο, όπου ξέρω ότι υπάρχουν αλιευτικά καταφύγια. Πλέον, έχω αλλάξει και την τακτική μου και στα αφρισμένα κύματα που ανυπομονούν να με λούσουν, αδιαφορώ για την πορεία μου και γυρίζω με πλώρη καταπάνω τους, κι έτσι αργώ μεν αλλά δεν στριφογυρίζω λόγω καιρού δε. «Μύτη-μύτη-Κοκομύτη» γίνεται το σύνθημα μου κάθε φορά που βλέπω τις τρεις σειρές των τειχών, γνωστή κι ως τρικυμία. Καθώς πλησιάζω τη βραχονησίδα αντικρύζω και κάποια σπιτάκια, θεωρώ ότι πλησιάζω κάποιο οικισμό. Αν και στο μικρό κανάλι που δημιουργείται, γίνεται χαμός από ρεύματα κι αντιμάμαλο, η κατάσταση στην απάνεμη πλευρά του είναι αρκετά ασφαλής για στάση κι άδειασμα υδάτων, οπότε αξίζει το ρίσκο να περάσεις από τις δίνες.


 Ύστερα, από αρκετά «χαστούκια» και «καπακώματα», διακρίνω και τα πρώτα σύρματα που κοιτάνε τον βοριά και είμαι σίγουρος ότι έφτασα σε κάποιο είδους λιμάνι, κι όντως σε λίγο ξεπροβάλλουν τα Μαντράκια. Με ένα ελιγμό βρίσκω την είσοδο και βγαίνω σε μια μικρή λωρίδα άμμου. Οι τουρίστες με χαζεύουν περίεργοι, ενώ εγώ βγαίνω στον ήλιο για να στεγνώσω. Απόφαση να μην ξαναβγώ στον καιρό και με ένα τηλέφωνο θα αναλάβει μια φίλη μου τα υπόλοιπα.
Για το μικρό υπόλοιπο για να κλείσει ο κύκλος της Μήλου, θα συνεχίσω την Δευτέρα, περνώντας από Φυροπόταμο,κι έπειτα από τον άγριο κάβο Τράχηλα. Ο καιρός πλέον έχει πέσει και μόνο η αγριάδα των βράχων προδίδει την άγρια μάχη της θάλασσας. Σε λίγο προσπερνάω την Πλάθιενα, όπου χαιρετάω άλλους καγιάκερς και αφήνοντας πίσω τις τρεις Αρκούδες, και χαζεύοντας το Κλίμα δια θαλάσσης ο κύκλος του νησιού κλείνει ξανά, ένας κύκλος με πολλές εναλλαγές τοπίων και διακυμάνσεις του καιριού. Έτσι επιστρέφω στο λιμάνι του Αδάμαντας, όπου θα πρέπει να ξεστήσω το αξιόπλοο τσιπουράκι και να ετοιμαστώ για το ταξίδι επιστροφής.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Ο Γύρος της Μήλου (Α)



Ο κύβος ερρίφθη για άλλη μια φορά, και το νόμισμα έβγαλε το νησί της Μήλου εκείνο το Πάσχα του 2016. Δεν είναι πρώτη φορά, ούτε η τελευταία θα ήθελα να ελπίζω. Ο στόχος αυτή τη φορά δεν είναι ένα απλό πέρασμα, άλλα μια περίπλευση των ακτών με το φοβερό σκάφος μου, το «Τσιπουράκι».  Ο κύκλος σχεδιάζεται να γίνει σε χαλαρό ρυθμό με στόχο τις 4 μέρες, κι αναλόγως συνθηκών ίσως βάλω στο πρόγραμμα Πολύαιγο-Κίμωλο. Αυτά σκέφτομαι καθώς κοιτάζω χάρτες και χαράσσω πορείες... Ποιος θα ακολουθήσει σε αυτό το ταξίδι αναλογίζομαι, καθώς μαζεύω συμπράγκαλα, μετράω τελευταία φορά τις αποστάσεις και διαβάζω τις μετεωρολογικές προβλέψεις.
Μέχρι την ημέρα ταξιδιού έχω διανύσει όλες τις αποχρώσεις των συναισθημάτων: από τον άκρατο ενθουσιασμό εως την βαριά θλίψη και την έντονη ανησυχία. Γνωρίζω αυτήν την προσμονή, όπως ξεκινάει την βουτιά του ένας ελεύθερος δύτης, έτσι κι εγώ πλέον κρατάω πλέον την ανάσα μου κι όλα τα συναισθήματα μου κι ξεκίνησα την βαθιά βουτιά μου.


Μα μόλις φτάσω με το κουπί στο χέρι κι αρχίζω να κωπηλατώ στο απέραντο γαλάζιο με τον ήλιο να λαμπυρίζει και να χορεύει στα κύματα, τότε όλα διαλύονται στα βασικά χρώματα, και το μυαλό μου μέσω της σωματικής κόπωσης συνδέεται με το ακατανόητο συλλογικό όνειρο της φύσης. Ακούω τον αέρα, σφυρίζει χαρούμενος στα αυτιά σου, κι ύστερα κωπάζει και γίνεται σιωπή, καθώς ενώνομαι μαζί του... Ναι τώρα, έχω καταφύγει σε μια παραλία της Κιμώλου να πενθώ μόνος μου ακούγοντας τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής από πέρα μακρυά, καθώς ο ήλιος δύει μέσα σε μια μελαγχολική συννεφιά. Ας τα πάρω όμως με την σειρά...
Έφτασα απόγευμα Μεγάλης Τρίτης στο νησί, πρόλαβα να στήσω το καγιάκ και να φορτώσω προμήθειες για πολλές μέρες, καθώς θα πρέπει να έχω αυτονομία περιπλέοντας έρημα ακρογιάλια. Το ταξίδι ξεκινάει, και πρέπει  να φτάσω απέναντι από το λιμάνι στον όρμο του Αγίου Δημητρίου. Ο ήλιος καθώς δύει με τυφλώνει, ενώ ο δυνατος δυτικός στέκεται κόντρα στην προσπάθεια μου, αλλά σε λίγο ξεπροβάλλει το ξωκλήσσι και η μικρή παραλία. Και το σημείο με αποζημιώνει, καθώς για κατασκήνωση πρώτης μέρας είναι ιδανική τοποθεσία, με την Πλάκα, την Τρυπητή και τα άλλα χωριά διαγράφουν τις απέναντι πλαγιές, κάτω από τον ήσυχο έναστρο ουρανό.
Ο αέρας δεν λέει να κωπάσει το βράδυ παρά τις σχετικές προβλέψεις και με τέτοιο καιρό ξεκίνησα το πρωί με πορεία προς Βόρεια, στο ακρωτήρι Βάνι. Μόλις βγήκα από τον όρμο του Αγίου Δημητρίου, η θάλασσα φούσκωνε θυμωμένη και κατέβαζε βουβό κύμα.  Με τέτοιο χορό έφτασα στο άγριο ακρωτήρι που κοιτάζει αγέρωχο τον βοριά, σιγομουρμούρίζοντας για ναυάγια και ανείπωτες τραγωδίες.
Από τον ακρωτήρι άρχισε να παίρνω τον καιρό πρύμα, και ξεκίνησε η «κατηφόρα» προς Αγκάθια και Τριάδες. Ο αέρας είχε αρχίσει να υποχωρεί σιγά σιγά, μόνο η θάλασσα ήταν ακόμη θυμωμένη όταν πλέον βγήκα σε μια από τις παραλίες στις Τριάδες για στάση, μία από τις πολλές παραλίες που θα ήθελα να είχα περισσότερο χρόνο να απολάυσω. Όμως, ο στόχος μου ήταν ο όρμος του Αγίου Ιωάννη κι έτσι καθώς συνεχίζω τη νότια πορεία, η διαδρομή από Τριάδες άρχισε να γίνεται πιο ενδιαφέρον, με τα βράχια να γίνονται πιο απότομα, γεωλογικά πιο πολύμορφα και πιο χρωματιστά. Μόλις μπήκα στον όρμο του Αγίου Ιωάννη, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Χιλιάδες διαφορετικά χρώματα, λευκοί βράχοι, σκουριασμένα πετρώματα και στο τέλος η φοβερή παραλία του όρμου, που στην ουσία αποτελείται από τρεις ξεχωριστές. Αισθάνθηκα,  λες και το ηφαίστειο της Νισύρου είχε καταρρεύσει και είχε φτάσει η θάλασσα στον κρατήρα του.


Εκεί βγήκα ενθουσιασμένος, γδύθηκα, βούτηξα στην κρύα θάλασσα και «χόρεψα» στην άμμο. Χάζεψα τα κρητικά καράβια να χάνονται στον ορίζοντα, σκεπτόμενος ότι αυτό το νησί είναι πολλές κουπιές μακρυά. Ανάμεσα στα ηφαιστειακά πετρώματα αποκοιμήθηκα και με μεγάλη δυσκολία μάζεψα το επόμενο πρωί.
Γιατί δεν ήξερα ότι και το επόμενο κομμάτι κρύβει μεγάλη ομορφιά. Βρισκόμουν πλέον στο νοτιοδυτικό κομμάτι, το πιο άγριο και ίσως το πιο γοητευτικό από όλες τις απόψεις. Εδώ οι δυνάμεις της γης προβάλουν γυμνές μπροστά στα μάτια σου και αγέρωχα βράχια βουτάνε στα νερά του Αιγαίου. Μόλις άφησα τον όρμο γκρεμοί από τέφρα, βασάλτη κι άλλα ηφαιστειακά υλικά ζωγραφίζουν το τοπίο. Άσπρο και μαύρο εναλλάσονται σε ένα περίεργο παιχνίδι, ενώ ιζηματογενή πετρώματα αρχίζουν να αναδύονται σαν κομμάτια πάζλ που κάποιος βιάστηκε να προσθέσει στο στο τοπίο. Σπηλιές και μικρές κουφάλες κάνουν συχνά την εμφάνιση τους, μέχρι να φτάσω στην Συκιά.
Από μακρυά έβλεπα ότι κάποια τρύπα υπήρχε στην πλαγιά του βουνού, αλλά δεν είχα βρει ακόμη την πρόσβαση. Καθώς προχωρούσα με το καγιάκ σε λίγο βρήκα την δίοδο και μου αποκαλύφτηκε το μεγαλόπρεπο καταφύγιο της Συκιάς. Μέσα από μια φυσική καμάρα του ιζηματογενής βράχου μπήκα σε ένα κρυφό όρμο, όπου μάλλον το χειμώνα θα τον επισκέπτονται και φώκιες, ειδικά την μικρή βοτσαλωτή παράλία στην μία άκρη, ενώ αντίστοιχα το καλοκαίρι χιλιάδες τουρίστες... Έμεινα εκεί ακίνητος χωρίς να θέλω να συνεχίσω. Ίσως κάποτε ξαναγυρίσω σκέφτηκα κι έτσι βγήκα πάλι στο ανοιχτό πέλαγος και συνέχισα τη νότια πορεία. 


Το τοπίο τώρα πριν φτάσω στη νοτιοδυτική άκρη, κυριαρχούν τα ιζηματογενή πετρώματα, μου θυμίζουν ψαμμίτες, αν τα λέω και σωστά. Όλες αυτές οι πέτρες παγωμένες σε βραχώδης λάσπη συνθέτουν ένα περίεργο καμβά, και σε συνδυασμό με την διάβρωση από τα κύματα, τα σχήματα είναι ποικίλα και η φαντάσια μου καλπάζει. Βλέπει τα πόδια ένός πέτρινου γίγαντα, κολόνες ενός αρχαίου ναού της φύσης, στόματα τεράτων και εισόδους για άλλους κόσμους. Σε λίγο, φτάνω στο ακρωτήρι Ψάλτης με την μικρή βραχονησίδα απέναντι να καλεί για μακρυά ταξίδια στο ανοιχτό πέλαγος. Η θάλασσα πλέον έχει γίνει λάδι και η πορεία γίνεται πλέον με αρκετό ιδρώτα και κουπί. Συνεχώς μπαίνω και βγαίνω από σπηλιές με διπλή δίοδο ή καμάρα, όπου θαυμάζω χρώματα και πετρώματα.
Κι ακριβώς δυο κουπιές παραπέρα μπαίνω στον όρμο του Κλέφτικου, εντελώς άδειο από σκάφη και κόσμο, ένα τοπίο ξεχωριστής ομορφιάς. Νομίζω ότι δεν περιγράφεται με λόγια, απλά είναι ερωτεύσιμο... Πραγματικά, δεν ξέρω πόση ώρα σπατάλησα εκεί, απλά βλέποντας, βγάζοντας φωτογραφίες, κι απολαμβάνοντας τα κρυστάλλινα νερά, τα άσπρα γκρεμνά και τις μορφές που έχει σμιλέψει η θάλασσα και ο αγέρας... ΟΤΑΝ Η ΦΥΣΗ ΕΧΕΙ ΚΕΦΙΑ!
Με τέτοιες εικόνες συνεχίζω το κουπί με ανατολική κατεύθυνση, διασχίζω βραχώδης ακτές, σύγχρονες κατασκευές φόρτωσης ορυχείων και φτάνω στην παραλία του Γέροντα. Όχι δεν εντυπωσιάστηκα από την γωνία αυτή του νησιού. Ίσως τα βράχια γύρω από την παραλία, και οι γκρεμοί λίγο πιο πέρα του δίνουν μια αίγλη... 



Ο καιρός φουσκώνει και πάλι, και φυσάει δυτικός-βόρειοδυτικός, οπότε και βοηθάει στο κουπί. Κι ενώ κάπου θα έπρεπε να σταματήσω την πορεία μου, εκμεταλλεύομαι το ρεύμα και προσπερνάω σχετικά γρήγορα το αδιάφορο κομμάτι πλέον προς Προβατά, με σκέψη να καταλήξω στην παραλία τη Φυριπλάκας. Από μακρυά φαίνεται αρκετά εντυπωσιακή με τα χρωματιστά βράχια να δίνουν μια άλλη όψη στον όρμο, κι έτσι πλησιάζω στην ακτή. Βλέποντας όμως λίγο κόσμο να έχει κατέβει για μπάνιο, σκέφτομαι ότι δεν είναι κατάλληλο μέρος για μικρή στάση. Έτσι γυρίζω προς τον κάβο του όρμου, όπου ανακαλύπτω μια μικρή και κουκλίστικη παραλία, έτοιμη να θαφτεί από τα βράχια και τις πέτρες που είναι τα υλικά εξόρυξης της περιοχής. Η προσέγγιση δια ξηράς γίνεται μέσα από ένα σκαμμένο αυλάκι στο χώμα και μια ξύλινη σκάλα. Μια μικρή ανάσα και μια γρήγορη βουτιά για να πάρω δροσιά, ο ήλιος καίει καθώς είναι μεσημέρι πλέον.  Όπως βλέπω στο χάρτη, είναι το ονομαστό Τσιγράδο και δεν απέχω πολύ από τον επόμενο μου στόχο, που είναι η Ψαροβολάδα.
Αφήνω λοιπόν την μικρή παραλία και παιρνόντας από τον εντυπωσιακό Γέρακα, με παραλίες που γεννάνε τα μπάζα καθώς κυλάνε σε απόκρημνες πλαγιές, καταλήγω στον όρμο της Αγίας Κυριακής, όπου ακριβώς δίπλα είναι η παραλία της Ψαροβολάδας. Μια όμορφη παραλία με ψιλό βότσαλο και γρίζα άμμο. Και πάλι απέραντη μοναξιά, όπως την αναζήτησα. Οργάνωση κατασκήνωσης, μαγείρεμα και μια όμορφη νύχτα με το κύμα να με νανουρίζει γλυκά.