Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Τέτλαθι δή, κραδίη

Όπως και να προσεγγίσουμε το θέμα, όπως και να το στρογγυλέψουμε ο πόνος είναι μεγάλος και το άδικο με πνίγει. Ερωτήματα έρχονται κατά ριπάς, αναλύσεις της στιγμής φορτώνουν την σκέψη, ελπίδες γεννιόνται και πεθαίνουν στο δευτερόλεπτο. Πιάνω γράφω κείμενα, περιγράφω το δωμάτιο 241, τα δάκρυα της νύχτας, τις μοίρες που ορίζουν θεούς και δαίμονες...
Όμως δεν θα παραθέσω τέτοια ακατανόητα κείμενα παρά μονάχα ένα μικρό απόσπαμα από την Οδύσσεια. Την στιγμή που ο Οδυσσέας αντικρύζει την αδικία που κυριαρχεί στο παλάτι του. Όλη αυτό το αίσθημα τον πνίγει τόσο πολύ που είναι έτοιμος να ριχτεί σε μια παράλογη πράξη, και να πεθάνει ανώφελα υπερασπίζοντας την τιμή του. Όμως κυριαρχεί η λογική, καταπίνει όλη την πίκρα και προσπαθεί να αντιδράσει ψύχραιμα. Κι έτσι έχουμε τούτην την ομηρική περιγραφή για τούτην την συναισθηματική καταιγίδα:

"στῆθος δὲ πλήξας κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ:
«τέτλαθι δή, κραδίη: καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾿ ἔτλης.
ἤματι τῷ ὅτε μοι μένος ἄσχετος ἤσθιε Κύκλωψ
ἰφθίμους ἑτάρους: σὺ δ᾿ ἐτόλμας, ὄφρα σε μῆτις
ἐξάγαγ᾿ ἐξ ἄντροιο ὀϊόμενον θανέεσθαι.»
ὣς ἔφατ᾿, ἐν στήθεσσι καθαπτόμενος φίλον ἦτορ:
τῷ δὲ μάλ᾿ ἐν πείσῃ κραδίη μένε τετληυῖα
 νωλεμέως: ἀτὰρ αὐτὸς ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα".




Και η κοινή τους μετάφραση:

Και τότε χτύπησε το στήθος του και λέει μαλώνοντας τη:
«Καρδιά μου, βάστα! Πόνο βάσταξες ακόμα πιο σκυλίσιο
τη μέρα εκείνη που ο Πολύφημος στην άγρια μάνητά του
τους αντρειανούς συντρόφους σου 'τρωγε, και συ βαστούσες,

ώσπου μια πονηριά απ᾿ το σπήλιο σ᾿ έβγαλε, πια το χαμό ως θωρούσες.»
Αυτά της έλεγε αποπαίρνοντας στα στήθη την καρδιά του,
κι αυτή τον άκουσε και βάσταξε, να μην ξεσπάσει η οργή της'
όμως εκείνος στριφογύριζε μια δω, μια κει στο στρώμα.


Βάστα...