Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Τέλοσ...Πάντων

Πριν κάμποσα χρόνια μας μιλούσαν για το τέλος της Ιστορίας. Ύστερα μας μιλούσαν για το τέλος της πολιτικής, για το κράτος που δεν χρειάζεται και φεύγει από την ιστορία, για το τέλος των μετρητών (βλέπε πλαστικό χρήμα). Φυσικά ακόμα πιο διασκεδαστική είναι η καταστροφολογία, όπως οι συχνές πρόβλεψεις για το τέλος του κόσμου. Άλλες φορές θα έρθει λόγω κάποιας αστρικής σύγκρουσης (βλέπε κομήτη του Χάλεϊ), κι άλλες φορές εξαιτίας της "μεσσιανικής" χρονολογίας (βλέπε αλλαγή χιλιετίας, το λάθος των υπολογιστών, ή η παραφροσύνη ορισμένων θρησκειών). Δεν πρέπει να ξεχάσω να αναφέρω και την πιο πρόσφατη πρόγνωση τέλους λόγω της μαύρης τρύπας που δήθεν θα γινόταν από αμέλεια στο Cern.



Προς το παρόν, η μόνη μαύρη τρύπα που άνοιξε είναι στην παγκόσμια οικονομία λόγω των πειρατισμών κάποιων οικονομικών εγκεφάλων. (Ζηλέψαν την εποχή των αλχημιστών, και προσπαθούσαν να φτιάξουν χρυσό από σκατά). Η απαισιοδοξία πλέον από τους οικονομικούς αναλυτές περισσεύει. Βέβαια, τώρα που είμαστε στη δίνη του κυκλώνα είναι εύκολο κανείς να προβλέψει θυελλώδεις ανέμους.
Οι ίδιοι αναλυτές, πριν λίγα χρόνια μας φόρτωναν με εικονικά πλούτη (βλέπε διαφημίσεις τραπεζών: δανείσου αλλιώς είσαι και ηλίθιος, και κακομοίρης), και περίσσευαν προγνώσεις για οικονομική ευρωστία, (κοινώς λιακάδα). Άλλοι είχαν ξεφύγει και μιλούσαν για την επικράτηση της νέας οικονομίας, και κρατούσαν στο χέρι το μαγικό ραβδί της ιδιωτικοποίησης των πάντων, και μιλούσαν για το τέλος της κρατικής παρέμβασης, για να μην πούμε για την κατάργηση του κράτους. Τελικά καταφέραν να ιδιωτικοποιήσουν και την ατμόσφαιρα, και φτάσαν να πουλάνε μέχρι και αέρα κοπανιστό. Αλλά όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες...



Τα πράγματα ζορίσαν και οι μετεωρολόγοι-οικονομολόγοι επιστρέψαν στις ασφαλές αγκάλες του κρατικού παρεμβατισμού. Μάλιστα, ότι είχε μετατραπεί σε ζημιογόνα επένδυση, το επέστρεψαν πίσω στο κράτος, με τις ευλογίες των πολιτικών (και την ανοχή την δικιά μας). Ξεθάβουν σκελετούς από την ντουλάπα και μας τους πλασάρουν σε συσκευασία δώρου με την επερχόμενη κρίση, (για να μπορέσουμε να την χωνέψουμε καλύτερα).
Από την άλλη πλευρά, ήρθε η ώρα κάποιων να βγουν για να μιλήσουν για το τέλος του νεοφιλελευθερισμού, και μερικοί τραβώντας πιο πέρα προγνώσαν το τέλος του καπιταλισμού. (Να μην ξεχάσω να μαζέψω μερικές ελιές, να τις ανταλλάξω μεθαύριο με κρασί). Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα, ώστε με την πρώτη οικονομική καταστροφή να άλλαζε η δομή της οικονομίας. Είναι πολλά τα λεφτά, για να τα αφήσουν να τα διαχειριστεί το κράτος ή για να δεχτούν κανόνες στις συναλλαγές. Προσωρινά ίσως μπουν μερικοί κανόνες για τα μάτια του κόσμου, (που έχει αρχίσει να εξοργίζεται), μέχρι να κατακάτσει η σκόνη από την κατάρρευση της βλακείας τους. Ύστερα, πάλι θα ορμήσουν ακόμα πιο πεινασμένοι, και θα αλλάξουν εκ νέου τους κανονισμούς, μέχρι να τους αυτοκαταργήσουν για άλλη μια φορά.


Τελοσπάντων, καλά να είμαστε, και να δούμε τι θα έχει αλλάξει σε σύγκριση με το σήμερα στο παγκόσμιο χωριό μετά από πέντε-δέκα χρόνια. Επειδή νομίζω ότι μια ιστορική στιγμή μπορεί να κριθεί μόνο εκ των υστέρων, με τη γνώση των γεγονότων που ακολούθησαν, (και πάλι φυσικά δεν υπάρχει οριστική κρίση). Όπως και η ιστορία δεν τελείωσε, όταν έπεσε το τοίχος του Βερολίνου και ούτε φυσικά μπορούσε να προβλέψει κανείς για το τι θα επακολουθούσε στον κόσμο, (π.χ. πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν ξεγράψει την Κίνα εκείνη την εποχή). Έτσι και ο καπιταλισμός δεν σημαίνει ότι διαλύθηκε επειδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα έγινε σουρωτήρι. Ακούω με περιέργεια κάθε είδους ανάλυση που εμπεριέχει στέρεα επιχειρήματα, αλλά μαλλον όλοι μας θα έχουμε πέσει εντελώς έξω στις προβλέψεις μας. Η ιστορία θα μας έχει ξεπεράσει για άλλη μια φορά.


Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Η Ελευθερία έκανε Φτερά

Αχνοφαινόντουσαν τα σύννεφα της σκόνης που τον τυλίγαν στοργικά, ενώ ο ουρανός φαινόταν να παίρνει το γνωστό του γκρίζο χρώμα, καθώς ο ήλιος ανέτειλε. Προς τα εκεί κοιτούσε και αναπολούσε τον γαλάζιο ουρανό, που κάποτε απολάμβανε αν και δεν θυμόταν που.
Γύρισε προς όλες τις μεριές και μια αίσθηση τρόμου τον κατέλαβε μη διακρίνοντας ένα γνωστό σημάδι. Και το κυριότερο ερώτημα που τον βασάνιζε: "πως είχε φτάσει ως εδώ;" Πίστευε ότι είχε ακολουθήσει τις σωστές ενδείξεις, προσπαθούσε πάντα να κρατάει σταθερή πορεία για να μη χαθεί, να μην ξεστρατίσει από την ρότα του. Κι όμως τελικά χάθηκε.
Μια ριπή ανέμου σφύριξε και σκόρπισε όλα τα μαζεμένα χαρτιά από μπροστά του. Δε νοιάστηκε καθόλου να τα μαζέψει. Όλη την προηγούμενη νύχτα τα μελετούσε, αν και τώρα που ξημέρωνε ακόμη δεν του είχαν δώσει την παραμικρή βοήθεια για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα. Γνώριζε μονάχα ότι ήταν αρκετό καιρό καθηλωμένος στο ίδιο σημείο. Δεν θυμόταν για ποιο λόγο είχε σταματήσει εκεί, ούτε θυμόταν την σωστή κατεύθυνση είτε του ερχομού, είτε του πηγαιμού.
Τα μάτια του κοιτούσαν τον ήλιο που ορθονώταν στον ορίζοντα, χωρίς να προσμένουν να γεμίσουν νέες εικόνες, χωρίς να αναζητάνε την γαλήνη του ουρανού. Αντικρίσανε το φως πίσω από την γκρίζα ομίχλη και σιωπούσαν. Η απότομη λάμψη όμως του πορτοκαλόχρωμου δίσκου προκάλεσε πόνο σε αυτά, έτσι γύρισε το βλέμμα του προς το πάτωμα. Στεκόταν ακίνητος μυρίζοντας το τέλος, σαν δέντρο που περιμένει την φωτιά του δάσους. Αισθανόταν να ταλαντεύεται όπως το κύμα λίγο πριν σπάσει στα βράχια. Ακίνητος μετρούσε την κάθε ανάσα του, τον κάθε χτύπο της καρδιάς του. Ο χρόνος του φαινόταν βαρίδι, δεμένος με αλυσίδα στο πόδι του, που έπρεπε να σέρνει μαζί του.

Κουβαλούσε μια καταστροφή που επίκειται από στιγμή σε στιγμή, και περίμενε να αλλάξει ο καιρός μόνος του. Σκεφτόταν ότι έπρεπε να κινηθεί σε άγνωστους τόπους κι αγριευόταν. Κάθε επιλογή του μπορούσε να τον οδηγήσει σε αδιέξοδο, κάθε δρόμος ίσως τον εγκλώβιζε σε ανέαη κυκλική πορεία δίχως αρχή, δίχως τέλος. Πως μπορούσε να ξεκινήσει προς τα εκεί που πραγματικά ήθελε να πάει; Συγκεντρώθηκε, και σκέφτηκε, ότι δεν ήταν καθόλου σίγουρος προς τα που να τραβήξει, αλλά ήταν πλέον ώρα να φύγει.
Έδωσε τρεις γερές ανάσες στην λογική, πήρε τον άνεμο με το μέρος του και φούσκωσε το στήθος του με ελπίδα. Έσπρωξε τα σύννεφα προς την ξερή του πλευρά, μήπως και έριχναν εκεί την βροχή που κουβαλούσαν. Λοιπόν, είχε έρθει ο καιρός να ανοίξει τα φτερά του, να πετάξει για άλλη μια φορά μακρυά από το «εδώ» και τον παρόντα χρόνο. Ένοιωθε ήδη ότι αυτός ήταν ο αρχικός προορισμός του, να στέκεται σε ένα μέρος για να ξαποσταίνει, όχι για να βρίσκει ηρεμία, ούτε υπήρχε στέρεο μέρος γι’ αυτόν, ούτε μπορούσε να μείνει άλλο δεμένος στην γη. Η αναμονή τον είχε κουράσει. Kαι δεν φοβόταν στην αρχή να τσακιστεί, μέχρι να μπορέσει να αιωρείται και πάλι στον αέρα.
Έτοιμος ... στον αέρα λοιπόν...
Όμως όσες φορές κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να φτάσει στα ψηλά. Ένα σιδερένιο χώρισμα τον χώριζε σε κάθε του προσπάθεια να ενωθεί με τον έξω κόσμο. Κινήθηκε μάταια προς όλες τις άλλες κατευθύνσεις. Καθώς σωριαζόταν εξαντλημένος στο έδαφος, ο ήλιος μεσουρανούσε και αντακλούσε στο μεταλλικό του κλουβί.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Παρέλαση Διαμαρτυρίας

Άκρως εμπιστευτικές πληροφορίες μου μεταφέρουν, ότι μετά από σκληρές και πολυήμερες διαπραγματεύσεις μεταξύ συνδικαλιστών και υπουργείου είχαμε φτάσει κοντά στην υπογραφή μνημονίου συνεργασίας και κοινωνικής συνύπαρξης. Μέσα από τις σαρωτικές αλλαγές που πρότεινε η ανωτέρα συμφωνία σε όλους τους τομείς εργασίας, έτυχε και έπεσε στα χέρια μου (μέσα από ηθικώς επιλήψιμες μεθόδους), η συμφωνία για τις αλλαγές στις μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας, και πιο συγκεκριμένα για τις πορείες.


Η πρόταση αφορούσε τον εκσυγχρονισμό της διαδήλωσης, με απώτερο στόχο την μετατροπή της σε παρέλαση. Και δεν εννοούσε μόνο την αλλαγή ονομασίας, όπως έγινε άλλοτε σε πολλά υπουργεία (π.χ. από "Υπουργείο Εργασίας" σε "Υπουργείο Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας"). Αντιθέτως, αναφερόταν σε επαναστατικές αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής και οργάνωσης των διαδηλώσεων. Παρακάτω αποκαλύπτονται για πρώτη φορά τα κυριότερα σημεία, (περιληπτικά όμως για να μην βαρεθείτε με τεχνικές ορολογίες και άλλες αηδίες).
Σύμφωνα πάντα με την κρυφή συμφωνία, το κέντρο θα σημαιοστολιζόταν με ευθύνη του Δήμου, ενώ δέουσα προσοχή δινόταν και αναλυτική περιγραφή υπήρχε για την εξέδρα επισήμων που θα βρισκόταν στην πλατεία Συντάγματος. Για πρώτη φορά στην νεότερη ιστορία μας, οι πολιτικοί θα στεκόντουσαν στο πλευρό των απεργών ύπο μία έννοια, (γεωγραφικά), ενώ θα μπορούσαν να αφουγκραστούν τον παλμό της πορείας, τάζοντας άμεσα λαγούς και πετραχείλια στους συγκεντρωμένους.
Το κυριότερο όμως ήταν οι αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής της πορείας, καθώς καθώς και στον τρόπο οργάνωσης. Θα έμπαινε μια τάξη στο μέχρι τότε ποικιλόμορφο πλήθος των διαδηλώσεων. Αυτό συμφωνήθηκε, όχι μόνο για να μπορούν να εκπροσωπηθούν καλύτερα οι αντίστοιχες κοινωνικές ομάδες, αλλά και για να γινόταν πιο εύκολη η δουλειά των σώματων ασφαλείας, που θα κόβανε φάτσες πιο άνετα και θα είχαν τα θύματα τους σε τακτοποιημένη διάταξη, (βλέπε: προβατοποιημένη μορφή).


Αρχικά θα παρελαύναν οι βετεράνοι (όσοι είχανε καταφέρει να επιβίωσουν μέσα από τις δοκιμασίες του συστήματος υγείας και πρόνοιας), δηλαδή οι ηρωϊκοί συνταξιούχοι, που με μια φωνή θα φώναζαν: "Χαίρε Καίσαρα, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν". Αντίστοιχα, ο Καίσαρας... εμ ο πρωθυπουργός, (ήθελα να σημείωσω), θα τους χαιρετούσε με υψωμένη και σφιγμένη γροθιά, ενώ θα καλούσε τους παρόντες αγωνιστές να συνεχίσουν τις αυτοθυσίες και να αφήσουν τα εγκόσμια όσο το δυνατόν συντομότερο, ώστε να σωθούν τα ταμεία, και να μην χρειάζεται να δίνεται σύνταξη σε κανέναν.
Ύστερα, θα περνούσαν οι ένδοξοι άνεργοι, όπου θα κρατούσαν ψηλά σαν σημαία τον δείκτη ανεργίας δημιουργώντας αισθήματα εθνικής περηφάνιας για τα ποσοστά που επιτυγχάνουμε ως χώρα. Όσοι δε από αυτούς έπαιρναν και επίδομα, θα περπατάγανε στα τέσσερα, για να υποδηλώναν την αιώνια ευγνωμοσύνη τους για την άπλετη γενναιοδωρία του κράτους.
Αμέσως μετά, ως ανάγκη εντυπωσιασμού, θα συνεχίζε η περήφανη γενιά των 700 ευρώ, τραγουδώντας με νόημα το νέο εμβατήριο: «εργασία και χαρά». Κάποιοι θα μοιράζαν το πλεόνασμα του μισθού τους σε μορφή χαρτονομισμάτων των 20€ και 50€. Οι πολιτικοί θα τους προστάζαν περισσότερη υπομονή, μέχρι να τους διορίσουν σε μια θέση στο δημόσιο. Προαιρετικά, αυτοί θα ζητωκραυγάζουν σε κάθε υπόσχεση αυξήσεως και περικοπής φόρων. (Το σύνθημα "Ζήσε Μάη μου..." το είχαν κόψει για ευνόητους λόγους).


Κατόπιν των δοκιμαζόμενων τάξεων, θα περνούσαν και τα ανυπότακτα νιάτα έχοντας επικεφαλής τους γκραντεπαναστάτες. Αυτοί θα δεχόντουσαν πονηρά κλεισίματα του ματιού, και συμβουλές του τύπου: "Εκεί που είσαι ήμουνα, και εδώ που είμαι θα έρθεις". Οι οπισθοφυλακές τους από τις κομματικές νεολαίες θα υπόσχονταν αιώνια πάλη με το διεφθαρμένο σύστημα μέχρι τελικής πτώσεως... (μάλλον πτώσεως της γλώσσας τους από το γλείψιμο κατουρημένων ποδιών).
Είχαν σημειώσει να βάλουν προς το τέλος της πορείας και τους ανάπηρους και τα θύματα αστυνομικής βίας από παλιότερες μάχες μεταξύ ΜΑΤ και διαδηλωτών. Ακυρώθηκε η παρουσίαση ειδικών εφέ, δημιουργίας καπνού από δακρυγόνα, λόγω έλλειψης επαρκή αριθμού ασφυξιογόνων μασκών. Επίσης η συμβολική αναπαράσταση σύγκρουσης απορρίφθηκε και αυτή ομόφωνα, λόγω κινδύνου να φύγει εκτός ελέγχου και να πάψει να είναι συμβολική. (Ενώ πάντοτε ελλόχευε ο κίνδυνός να επέμβουν ανεπιθύμητες ζαρντινιέρες).


Υπήρχε η υποσημείωση θέματος προς συζήτηση, για την παρουσίαση του μηχανοκίνητου σώματος απεργών. Ένα μέρος αυτού θα αποτελούταν από τα παντώς τύπου αγωνιστικών διαθέσεων τρακτέρ. Ενώ το υπόλοιπο θα μπορούσε να συμπληρωθεί από όσους διαδηλωτές, είτε βαριόντουσαν να πάρουν μέρος περπατώντας, είτε όσων θεωρούσαν γενικά ξεπερασμένη κάθε κινητοποίηση που γίνεται με τα δύο πόδια.
Πρόβλημα είχε δημιουργηθεί με τους αμετανόητους απροσάρμοστους όλων των πολιτικών φασμάτων, οι οποίοι ήθελαν μεν να πάρουν μέρος στην παρέλαση, κουβαλώντας όμως κλούβια αυγά και σάπιες ντομάτες. (Η πρόταση για αντίκατασταση αυτών με γιαούρτια δεν έγινε δεκτή από καμία πλευρά).
Επίσης, ασυμφωνία είχε παρατηρηθεί και στην αίτηση συμμετοχής των τραπεζιτών στην κατηγορία των απόρων, λόγω της φετινής απώλειας των μπόνους και πάσης φύσεως πρόσθετων αμοιβών. Η παρούσια τους έμεινε μετέωρη, αλλά φυσικά είχε προβλεφθεί η παρέλαση των μεταναστών δια της απουσίας τους, δηλαδή με τη μορφή της αόρατης δύναμης γνωστής ως και stealth fighter, (είναι γύρω μας αλλά δεν υπάρχουν ως πολίτες).
Αυτή η πρωτοποριακή παρέλαση διαμαρτυρίας, τελικά ναυάγησε πριν καν δοκιμαστεί στο ελάχιστο. Δυστυχώς ή ευτυχώς, το μνημόνιο αυτό τελικά δεν υπογράφηκε, αν και υπήρχε σύγκλιση απόψεων και είχαν συμφωνηθεί τα κυριότερα μέρη, επειδή διαφώνησαν στην κατανομή των θέσεων εξουσίας μεταξύ πολιτικών και συνδικαλιστικών φορέων, (κοινώς τα χαλάσαν στην μοιρασιά) και στην τηλεοπτική κάλυψη (βλέπε: ποια πλευρά θα εισέπραττε τα δικαιώματα).
Άντε και καλές μας απεργίες.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Ο καφές της Παρ-αγοράς

Δουλικά διέβηκε το κατώφλι της τράπεζας και προχώρησε διστακτικά στον απέραντο λαβύρινθο διαδρόμων και εισόδων. Λίγο αργότερα καθόταν απέναντι από τον διευθυντή της, τον οποίο κοιτούσε με ένα απελπισμένο βλέμμα. Δεν ήξερε πως να αρχίσει, δεν ήξερε τι ακριβώς να ζητήσει, δεν ήξερε πως να δικαιολογηθεί. Του ήταν αδύνατο να αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη. Μετά από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς, μετά από τόσο αγωνία και ιδρώτα, δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να πιστέψει πως έφτασε ως εδώ. Αλλά δεν αρκούσε ούτε ο ιδρώτας, ούτε τα χρόνια δουλειάς, για να πληρωθούν τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί όλο αυτόν τον καιρό.
«Εκείνος», καθόταν ατάραχος πίσω από το βαρύ και εβένινο γραφείο του. Το θαύμαζε αυτό το έπιπλο σαν πολύτιμο λίθο, με αυτό το υπέροχο χρώμα και αυτή την τέλεια φινέτσα. Και πως να μην ήταν υπερήφανος, αφού ένοιωθε ότι το άξιζε όσο κανείς άλλος, μετά από συνεχή χρόνια μεθοδευμένης και συνεπής δουλειάς. Τώρα για άλλη μια φορά ήταν ο κυριάρχος του παιχνιδιού, έχοντας απέναντι του έναν αποτυχημένο και κακομοίρη, ένα επιχειρηματία της πλάκας, έναν ανθρωπάκο. «Ποιος άλλος ήταν δυνατόν να χάσει μέσα από τα χέρια του όλα αυτά τα χρήματα, ποιος άλλος αν όχι τουλάχιστον άσχετος θα έχανε τον λογαριασμό, ποιος θα υπερεκτιμούσε τις καταστάσεις και θα έβαζε θηλιά στο λαιμό του;» Τέτοια σκεφτόταν, ενώ προετοιμαζόταν ψυχολογικά για να υπομείνει τις δικαιολογίες του και τις εκκλήσεις του για βοήθεια. Αλλά «εκείνος» υπομονετικά μεν θα τον άκουγε, αλλά σαν κουφός και θα τον κοιτούσε με το πιο απαθές βλέμμα.
Όταν ο ανθρωπάκος τελείωνε την ιστορία του, «εκείνος» θα συμμεριζόταν την αγωνία του και θα τον συμπονούσε. Κι ύστερα θα συνέχιζε με την δικιά του γλώσσα: «Όμως ξέρετε υπάρχουν κανόνες, τους οποίους δεν μπορούμε να παραβούμε... Ξέρετε δεν υπάρχει άλλος χρόνος, οι προθεσμίες λήξαν, και τώρα η τράπεζα, και όχι προσωπικά εγώ, πρέπει να προχωρήσει στις ενδεδειγμένες διαδικασίες... Λυπάμαι πραγματικά για την κατάσταση σας και πιστέψτε με δεν είστε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος. Κατανοείστε όμως κι εσείς, ότι δεν είναι πια στο χέρι μου να σας βοηθήσω». Ο ανθρωπάκος θα τον κοιτούσε απελπισμένος, ίσως και να έκλαιγε, ίσως να επικαλούταν την οικογένεια του, τα παιδιά του, την κοινωνία ή ακόμα και τον ίδιο τον θεό. Στο τέλος όμως θα αποδεχόταν τα τετελεσμένα και θα αποχωρούσε ηττημένος, γνωρίζοντας ότι η ζωη του από εδώ και στο εξής θα ήταν ένα βασανιστηρίο. Η τράπεζα σαν αδηφάγο ον, θα του κατάπινε την περιούσια του, τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής. Και σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, θα του στερούσε την αξιοπρέπεια του, την δυνατότητα να επιβιώσει. Δεν θα του δίναν πια, ούτε πίστωση χρόνου.
«Εκείνος», ακούγοντας την πόρτα να κλείνει πίσω του, θα ένοιωθε ως αμερόληπτος δικαστής, που απένεμε δικαιοσύνη στον κόσμο της οικονομίας. Άλλος ένας, που δεν έκανε σωστές κινήσεις, δεν διαχειρίστηκε σωστά τα χρήματα, έκανε λάθος υπολογισμούς, έχασε τις ευκαιρίες του... Αδιάφορος ο λόγος για τον οποίο οδηγήθηκε στο αδιέξοδο, τώρα όμως είχε έρθει η ώρα να πληρώσει για τα λάθη του. Πόσο θα του κοστίζαν στην προσωπική και κοινωνική του ζωή, του ήταν εκείνου παντελώς αδιάφορο. Εδώ δεν μετράει το συναίσθημα, δεν μετράει το κοινωνικό αντίκτυπο, μόνο η ψυχρή λογική. Ένα και ένα κάνουν δύο, τελεία και πάυλα. Με ήσυχη συνείδηση δίκαζε και καταδίκαζε τους αποτυχημένους στην πυρά.

Αυτή η εικόνα του πέρασε από το μυαλό, όταν «εκείνος» ακόμα πιο μεγάλος και τρανός με το πέρασμα του χρόνου, βρισκόταν απέναντι από ένα παρόμοιο γραφείο σαν το δικό του. Και τώρα αυτός είχε σκυμμένο το κεφάλι, και αισθανόταν την ατμόσφαιρα να τον πνίγει. Αραδιάζοντας νούμερα, στατιστικές και διαγράμματα, ιδρώνοντας και τρέμοντας, προσπαθούσε να πείσει τους πολιτικούς που είχε απέναντι του για την ανάγκη να μην αφήσουν να μείνει μετέωρη η τράπεζα του μέσα σε τούτη την κρίση που είχε δημιουργήσει το σύστημα του. Συγκεντρώθηκε και προσπάθησε να την αποβάλλει από το μυαλό του, συνεχίζοντας το δικό του ποίημα.« Κανόνες είναι, όχι νομοι της φύσης. Στην ανάγκη όλα αλλάζουν... Ανθρώποι είμαστε, λάθη κάνουμε. Δεν κάναμε σωστές κινήσεις, δεν διαχειρίστηκαμε σωστά τα κεφάλαια, κάναμε λάθος υπολογισμούς. Δεν έχει και τόσο σημασία, τώρα πρέπει να βοηθήσετε. Δεν είναι δυνατόν να τα σκεφτόμαστε όλα με τη ψυχρή λογική... Ξέρετε τι κοινωνικό αντίκτυπο θα έχει;»
Πίσω από τα προβληματισμένα πρόσωπα των πολιτικών, εμφανίστηκαν εικόνες τρόμου και καταστροφής. Επιτέλους, η ιστορία του είχε αρχίσει να γίνεται πιστευτή και να δημιουργεί ένα οδυνηρό μέλλον για όλους όσους βρίσκονταν σε εκείνη την αίθουσα. Κατάφερε να μεταμορφώσει τον δικό του τρόμο για τον πάταγο από την πτώση της τράπεζας, σε τρόμο για το κοινωνικό αντίκτυπο και την σχέση των πολιτικών με μια οργισμένη κοινωνία, έτοιμη να εκραγεί.
Θα συνέχιζε να μιλάει για πολλές ώρες, όταν από την πίσω πόρτα εμφανίστηκε ξαφνικά ο καφετζής, κρατώντας τον δίσκο με τον καφέ που είχε παραγγείλει. Το γέλιο και η εύθυμη διάθεση του, τον χαλάρωσαν για λίγο. «Πάντως έναν καφέ μπορείτε να τον πληρώσετε;» αποκρίθηκε σκωπτικά ο καφετζής. «Εξάλλου κι αν δεν έχετε, δεν πειράζει, θα σας τον κεράσω εγώ. Πελάτες σαν κι εσάς, δεν είναι για να τους χάνουμε. Μεθαύριο, θα μου τα δώσετε διπλά».
Αυτή ήταν η καλύτερη ιδέα που μπορούσε να έχει. Σταμάτησε τις κλάψες και ξεκίνησε να αναλύει το σενάριο σωτηρίας. Άρχισε πάλι να αισθάνεται σίγουρος και κυρίαρχος του παιχνιδιού που έφτιαχνε ξανά μόνος του. Όταν είδε και το συγκαταβατικό ύφος απέναντι του, κατάλαβε πλέον ότι δεν θα την πλήρωνε αυτός για όσα λάθη είχε διαπράξει αυτός και οι όμοιοι του. Κι όχι μόνο δεν θα χρειαζόταν να βάλει το χέρι στην τσέπη του, αλλά στην ουσία θα τον χρηματοδοτούσαν για να ξεπληρώσει τα δικά του χρέη.

«Αν είναι αυτό το κόστος των λαθών, ας επαναλαμβάνονται», σκέφτηκε ανακουφισμένος. Θα έπρεπε όμως να θυμηθεί την επόμενη φορά που θα του τύχαινε κάποιος ανθρωπάκος, να τον κερνούσε έναν καφέ. Δεν ήταν και τελείως αχάριστος, έπρεπε με κάποιο τρόπο να ανταμοίψει τον καφετζή.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Αγκαλιά με τα σύννεφα

Κάθομαι αρκετή ώρα και προσπαθώ να περιγράψω την τελευταία μου πορεία. Όμως δεν γίνεται να συγκεντρωθώ. Δεν μου είναι δυνατό να μαζέψω το μυαλό, αφότου γύρισα από τα ψηλά του Ολύμπου. Το πήρα απόφαση, ότι δεν μπορώ ακόμη να γράψω τίποτα γι αυτήν την διαδρομή. Οι εικόνες ακόμα επεξεργάζονται μέσα μου και βραχυκυκλώνουν την λογική σειρά των πραγμάτων. Η καθημερινότητα γίνεται επίπεδη, και το μυαλό ταξιδεύει στις κορυφές, εκεί ψηλά. Το μάτι χάνεται στην απεραντοσύνη των τοπίων και δεν μπορεί να συμβαδίσει με την ασχήμια της πόλης.
Βρίσκομαι ακόμη στην κόψη των γκρεμών και με κομμένη την ανάσα, κοιτάζω τις βραχώδεις μύτες να σκίζουν τον ουρανό. Η ατμόσφαιρα συνεχώς βράζει, με το φως να λούζει τα μάτια μου παρατηρώ τα σύννεφα να χορεύουν τριγύρω μου. Χρόνο με το χρόνο οι άγριοι αέρηδες σμιλεύουν τα βράχια, οι πάγοι κομματιάζουν την συνοχή των πετρωμάτων και οι βροχές χτίζουν πέτρινα μνημεία. Κάθε σκέψη σταματά και το ορεινό ετούτο τοπίο με υποβάλλει. Δύσκολα να τα κλείσω όλα αυτά σε μια φωτογραφία, και ακόμα δυσκολότερα να τα μεταφέρω με λόγια. Αργότερα, αφού ηρεμήσει το μυαλό, θα δώσω μια στεγνή περιγραφή, αλλά σίγουρα δεν θα έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και τα συναισθήματα που ένοιωσα, κι ας μην ήταν η πρώτη φορά. Συνέχεια επιστρέφω...
Κι ενώ βρισκόμουν στις κορυφές του βουνού των θεών, μια αγκαλιά με τα σύννεφα, "χαμένος" σε μονοπάτια που φιδοσέρνονται για να ανέβουν όλο και ψηλότερα... Τώρα πίσω στον πρώτο όροφο του γραφείου, χωμένος μέσα στο καυσαέριο, δοκιμάζω τα νεύρα μου. Ύστερα, περιμένοντας σε ένα δρόμο να ανάψει από κόκκινο σε πράσινο του φαναριού, μήπως και ξεκολλήσω με την κίνηση, ανακαλώ το φθινοπωρινό δάσος, εκεί όπου τα φυλλοβόλα μετατρέπονται από κίτρινα πλεόν σε κόκκινα, σε μια πραγματική πανδαισία χρωμάτων με φόντο το πράσινο των αειθαλών, όπως ένα ψηφιδωτό φτιαγμένο όμως από τα ρόμπολα και τις οξιές. Πρέπει όμως να πατήσω πάλι στα χαμηλά, μισό λεπτό να ρουφήξω δύο τζούρες από την μπροστινή εξάτμιση και θα συνέλθω. Γιατί δεν κάθισα λίγες μέρες παραπάνω;
Ο Όλυμπος στέκει πάντα υπέροχος και απρόβλεπτος. Και σίγουρα δεν χρειάζεται την βοήθεια των θεών για να μυθοποιηθεί. Σίγουρα όμως, μόνο σε τέτοιο περιβάλλον θα μπορούσαν να ταιριάξουν. Και δεν βρίσκεται εκεί για να τον κατακτήσουν οι άνθρωποι, αλλά για να τους αφήσει λίγο να χορέψουνε στον μαγικό του κόσμο. Αυτός όμως για άλλη μια φορά με κατέκτησε, και μου άφησε μέσα μου την μαγεία του. Απλώς μου μένει η υπόσχεση να τον ξανασυναντήσω στο μέλλον. Ποιος θα ακολουθήσει μαζί μου στην επόμενη επίσκεψη στο μυθικό βουνό;


Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2008

ΑΜΟΡΓΙΑΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ (Β)

Επόμενη μέρα μόνο χαλάρωση δεν είναι, όπως αρχικά είχα πει στο φίλο μου. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου τούτο το μονοπάτι. Αφού παραδώσουμε το μηχανάκι, ξεκινάμε τη μεγάλη πορεία μας από Αιγιάλη. Ανεβαίνουμε μέχρι το γραφικό χωριό Ποταμός (από εδώ υπάρχει όμρφη θέα προς τον κόλπο), το οποίο και διασχίζουμε μέχρι να βγούμε στην Παλιά Στράτα.
Η μέρα αποδεικνύεται ιδανική, με τα σύννεφα να αγκαλιάζουν το βουνό, και να δημιουργούν συνθήκες ομίχλης σε αυχένες και διάσελα. Μέσα από τα μαγικά τοπία της ενδοχώρας, και με τον καιρό να μας αποκαλύπτει την ψυχή της Αμοργού, φτάνουμε στην Όξω μεριά.
Από εκεί κατηφορίζουμε για θάλασσα, κάνοντας την πορεία πιο απαιτητική, καθώς πρέπει να ξανακερδίσουμε τα 300 μέτρα που είχαμε κερδίσει φτάνοντας στη διασταύρωση για Χάλαρα.Όμως δεν θέλουμε να χάσουμε το μπάνιο μας. Στην ακροθαλασσιά κυριαρχεί ο ήλιος, μόνο τα ψηλά κρύβονται στα σύννεφα. Φθινόπωρο σε νησί...
Όντως το τοπίο στα Χάλαρα μας αποζημιώνει με την «κολυμπήθρα» του, τα κοφτά βράχια και τα καταπράσινα νερά στο βράχινο λιμανάκι, και την ησυχία του, (ούτε ένας άνθρωπος, μόνο κατσίκια). Βουτιά από ψηλά σε μοναχικό κολπίσκο, ενώ η πραγματική βοτσαλάτη παραλία βρίσκεται λίγο πιο πέρα.

Αφού στεγνώνουμε, ανηφορίζουμε ξανά το μονοπάτι για να βγούμε στην Παλιά Στράτα, και στην διασταύρωση της παίρνουμε πορεία προς τη χώρα, όπου είναι και ο τελικός προορισμός μας. Παντού εγκατελειμμένα χωράφια, και παλιές στάνες. Εδώ η ανάπτυξη δεν έχει έρθει και όλα έχουν αφεθεί στην φθορά του χρόνου.
Σημείωση ότι ο φίλος ακολουθεί με παντόφλες σε όλη τη διάρκεια της πορείας, αν και τα χαλασμένα σανδάλια που φοράω δεν είναι πολύ καλύτερα.

Πέρασμα από Ασφοντυλίτη (για εκατό μέτρα ακολουθούμε την άσφαλτο, και πιο πέρα βρίσκουμε μια ταμπέλα), και λίγο πιο κάτω από εκεί ο ονηλατός δρόμος θα γίνει μονοπάτι σε βουνό με θέα προς την βορινή πλευρά, Κέρο, Αντικέρο, Δονούσα. Ύστερα χάνεται για λίγο σε ένα μικρό οροπέδιο με εγκατελειμένα χωράφια τριγύρω.
Περνάμε δύο μικρές σπηλιές -μικρές κουφάλες στα βράχια, και μετά την τοποθεσία "Ξενοδοχείο", όπου συναντάμε τον ασφαλτόδρομο, «αλλάζουμε» πλευρά και βλέπουμε πλέον το απέραντο γαλάζιο της νότιας πλευράς. Από εδώ όμως ο αέρας άρχισε να δυναμώνει, και μερικές φορές κόντεψε να μας απογειώσει. Εξωπραγματικοί ογκόλιθοι στολίζουν τον απέναντι αυχένα, ενώ διάφορες διασταυρώσεις οδηγούν σε μικρά ξωκλήσσια. Με προσεχτικά και μετρημένα βήματα πλησιάζουμε το μοναστήρι, (ενώ κάτω στην Αγία Άννα σκόνίζε η θάλασσα και τρέμαν τα βράχια).

Εκεί κάναμε την στάση για τις κλασικές φωτογραφίες, αν και ο ίσκιος του βράχου και η συννεφιά έχει μειώσει αισθητά την ένταση του φωτός. Απέναντι μας όμως ένα σύννεφο βάφεται στα χρώματα της δύσης, και στιγμιαία σκεφτόμαστε να μονάσουμε για μερικές μέρες στη Χοζοβιώτισσα. Τελικά παίρνουμε τον καλογερικό δρόμο, και ανεβαίνουμε στη χώρα, από την πλευρά της κεραίας κινητής τελεφωνίας, που αποτελεί έκτρωμα και προσβολή στην αισθητική και την κοινή λογική, κοινώς χρειάζεται άμεση ανατίναξη τουλάχιστον.
Γυρνάμε άλλη μια φορά τη χώρα, κάνουμε διατατικές για ξεκούραση και αράζουμε σε ένα μαγαζί για καφέ και γιαούρτι. Αφήνουμε το βράδυ να εισχωρήσει στα στενά, για να κρατήσουμε και την νυχτερινή πλευρά της χώρας, και κατόπιν επιστρέφουμε Αιγιάλη με το τελευταίο λεωφορείο. Η βραδινή διασκέδαση τώρα μόλις αρχίζει. Σε αυτό το νησί δεν υπάρχει κούραση, μια άπλετη ενέργεια φορτίζει άμεσα τις μπαταρίες, (αρκεί να συντονίζεσαι στην σωστή συχνότητα). Ζεστό μπάνιο, φαί στα πρόχειρα και βρίσκουμε την ξαδέρφη σε ένα μπαρ, όπου έχουν αποχαιρετιστήρια μάζωξη για κάποιους που φεύγουν.

Αντλώντας δύναμη από την ατμόσφαιρα το παίρνουμε το βράδυ χωρίς να γυρίσουμε για ύπνο, πίνοντας ψημένη και χορεύοντας. Ο ύπνος είναι ρίσκο τέτοιες ώρες, μετά από τέτοια κούραση, όταν το καράβι γνωρίζεις ότι φεύγει ξημερώματα. Μάλλον δεν θα ξυπνήσεις την ώρα που πρέπει, και επιλογές πλοίων δεν έχεις πολλές στην "άγονη γραμμή". Φυσικά μέσα στο καράβι την πέσαμε στα πλαστικά καναπεδάκια του καταστρώματος, και ξυπνάμε πια όταν το πλοίο έπιασε το λιμάνι της Πάρου. Το όνειρο τελείωσε, τα κεφάλια μέσα. Να είμαστε καλά, να συναντηθούμε στα βράχια, στις θάλασσες και στα μονοπάτια της Αμοργού!!!

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008

ΑΜΟΡΓΙΑΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ (Α)

Ένα τηλέφωνο και μια τρελή ιδέα, και όμως αρκούν για να παρατείνουμε λίγο ακόμα το αίσθημα των διακοπών εν μέσω Σεπτεμβρίου. Πάμε Αμοργό για τριήμερο ήταν η ιδέα, και στην ουσία Πέμπτη πήραμε την απόφαση και τα εισιτήρια. Κατευθείαν από τη δουλειά στο καράβι, που για καλή μας τύχη, ξεκινούσε απόγευμα για Πάρο-Νάξο-Αιγιάλη, ούτε καν Δονούσα δεν έπιανε! Η ζέστη σε συνδυασμό με υψηλή υγρασία ήταν αφόρητη, και ανυπομονούσαμε να βγούμε στην ανοιχτή θάλασσα. Το ηλιοβάσιλεμα μας έπιασε κάπου στο Σούνιο, και τον ήλιο τον είδαμε να πέφτει πίσω από τον Άι-Γιώργη.
Το καράβι άδειασε στην Πάρο, και οι λίγοι που μείνανε διάλεξαν τη Νάξο. Πόσο περίεργο συναίσθημα να πιάνεις το νησί σου και να μην αποβιβάζεσαι. Αν και κούραση ήταν εμφανής, η διάθεση μας ήταν στα ύψη. Με ένα κεσέ φέτα, με δύο ντομάτες, μια χούφτα ελιές και ένα καρβέλι ψωμί, αδειάσαμε το μισόκιλο τσίπουρο. Αφού στήσαμε σκηνή (2 το βράδυ) στην Αιγιάλη, συνεχίσαμε στο μοναδικό μαγαζί που είχε φασαρία και τζερτζελέ εκείνη την ώρα και η διάθεση μας κρατήθηκε στο φουλ, χορεύοντας και πίνοντας μέχρι αργά.
Πρωινό ξύπνημα και αρχίζει η μέρα της περιήγησης σε δύο τροχούς. Πέρασμα από την Χώρα, μπάνιο στην Αγία Άννα με βουτιές από ύψος και είς βάθος, συνέχεια μπάνιου στο Μούρο με κολύμπι στις σπηλιές και πέρα από τον κάβο στα γκρεμίσματα. Χωρίς σταματημό, περνάμε από Κατάπολα, με περίπατο στους τρεις οικισμούς. Επιστροφή προς Αιγιάλη, και χωρίς ξεκούραση και χωρίς ανάσα οδηγούμε προς Θολάρια, (όπου τύχαινε και γάμος, αλλά δεν μας καλέσανε). Στόχος μας είναι ρακές και μεζέδες. Εκεί συναντάμε την «ξαδέρφη», που μας δίνει ιδέες για τα μονοπάτια τη Αμοργού, καθώς και ένα βιβλίο με λεπτομέρειες. Πίνουμε το μισόκιλο μας ρακί, και προσπαθώ να πείσω το φίλο μου να κάτσει ακόμα μια μέρα που θα είναι και μέρα χαλάρωσης. Μάταια όμως, οπότε και αποφασίζω τη μέρα που θα είμαι μόνος να κάνω το μονοπάτι Αιγιάλη-Κατάπολα, με μπάνιο στα Χάλαρα, κοινώς δύο διαδρομές σε μία. Αφού πίνουμε και μια ψημένη στα όρθια, βουρ στην παραλία για νυχτερινό μπάνιο και ακροβατικά! Περιμέναμε μέχρι να γεμίσει το περιβόητο Que, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Μέχρι που ο φίλος μου τέζαρε στη μπάρα από κούραση και έτσι τα μαζέψαμε.


Το επόμενο πρωί συμβαίνει το απίστευτο, δηλαδή ο φίλος μου εγκλωβίζεται στην Αμοργό καθώς δεν υπάρχουν εισιτήρια για Δευτέρα πρωί. Ξεκινάμε από Λαγκάδα το μονοπάτι για την πορεία μας προς Σταυρό, που έχει εκπληκτικές εναλλαγές. Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι βρίσκεται στις Λιθακιές (λίγο μετά το μοναστήρι του Θεολόγου, προσοχή εκεί πρέπει να τραβερσάρουμε την πλαγιά και να μην τραβήξουμε καρφί στο βουνό). Η άγρια ομορφιά των απόκρημνων πλαγιών συναντάει την θάλασσα μέσα από κάθετους γκρεμούς. Εκείνη την ώρα θες να πεθάνεις με ανοιχτά μάτια.

Αμέσως μόλις περάσουμε το απότομο πεδίο φτάνουμε στο εκκλησάκι (1:30 ώρα από Λαγκάδα). Αξίζει τον κόπο να ανέβεις την απέναντι κορυφή του Πραματευτή, όπου η θέα προς το νησί κατά μήκος σε αποζημιώνει. Μας πιάνει ο μεσημεριανός ήλιο, καθώς ο αέρας βρίσκεται στην άλλη πλευρά του νησιού. Επιστρέφουμε διψασμένοι για μπάνιο στον αδιάφορο ως παραλία Άγιο Παύλο, και περάσαμε κολυμπώντας στο νησάκι της Νικουριάς. Το σχέδιο για περπάτημα στη βραχοκορυφή του και κατέβασμα για αχινούς ματαιώνεται μέχρι νεωτέρας. Ένας ύπνος στα γρήγορα στα βότσαλα μας τονώνει και μας γεμίζει όρεξη για συνέχεια. Σούρουπο ανεβαίνουμε στα Θολάρια για φαΐ και ρακί. Αφού έχουμε ξεκινήσει το μισόκιλο, έρχεται η ξαδέρφη και κουβέντα στην κουβέντα πίνουμε άλλο ένα μισόκιλο. Μικρής διάρκεια συνέχεια σε μπαρ στο λιμάνι, αφού αυτή τη φορά εγώ γέρνω πάνω στο τραπέζι και την μπύρα την πίνω μετά βίας. Αλκοόλ-Κοσμοναύτης σημειώσατε 1.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Ανεμολόγιο Αναμνήσεων

Κάθισα κατάχαμα και ξεφύλλισα σκονισμένα τετράδια. Δίπλα σε πολύπλοκους τανυστές και ολοκληρώματα κανονικόποιησης, βρήκα γραμμένες ατελειώτες ιστορίες και σκόρπιες σκέψεις. Μαζί με τη σκόνη, κατακάθισαν και οι αναμνήσεις εκείνης της εποχής, σβήνοντας τα χρώματα του παρελθόντος. Πέρασε τόσο καιρός, μα αυτές δεν πήραν τη γεύση του παλιού καλού κρασιού, απλώς γεμίσαν σελίδες και άλμπουμ φωτογραφιών. Συναισθήματα, εικόνες, φωνές... κονιορτοποιήθηκαν και σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους.
Η θάλασσα φουσκώνει, και η όστρια μαζί με μια αποπνικτική υγρασία μεταφέρει μνήμες από ανέμελα χρόνια. Τότε που η θάλασσα στο νησί ήταν για μένα ωκεανός και ο αχός των κυμάτων έφτανε μέχρι το σπίτι και μου γέμιζε την καρδιά. Ποιος άνεμος θα μου φέρει τη νοσταλγία του μέλλοντος;


Με τις ώρες διαβάζω εκείνες τις ιστορίες δίχως τέλος, το φως της μέρας χαμηλώνει και ανάβω κεριά. Δεν θυμάμαι πια, πως ήθελα να τις κλείσω ή που ήθελα να καταλήξω. Θυμάμαι μονάχα ότι τα όνειρα μου ήταν φτιαγμένα από χώμα. Αρκούσε απλώς να δακρύσω για να φτιάξω τη λάσπη, με την οποία έπλαθα τους ήρωες και τα παραμύθια μου.
Ακούω να τρίζει το αξόνι, μάλλον το γύρισε σε πουνέντες. Ευκαιρία να βάλω το μύλο της θλίψης να αλέσει: απαγοητεύσεις με χαρές, απελπισίες με πόθους, πάγο με φωτιά. Με τούτο το αλεύρι γίνεται το πιο γλυκό ψωμί. Σε μια μπουκιά του χωράει η γεύση μιας ολόκληρης ζωής.
Πρέπει να ανοίξω τις πόρτες να γίνει ρεύμα. Θα αφήσω τα τετράδια ανοιχτά, να σηκώσει όλα τα γράμματα στον αέρα, να γίνουν ξανά ακατέργαστο υλικό: αλφάβητο και ακατανόητα σύμβολα, ώστε να μπορέσουν να ανακυκλωθούν σε καινούριες προτάσεις και άλλες παραγράφους. Μαζί με τη σκόνη διακρίνεις πλέον και γράμματα να γεμίζουν τα αέρα, οι σελίδες αδειάζουν η μία μετά την άλλη.


Ύστερα πιάνει ο λεβάντες, και όλα αλλάζουν ξαφνικά. Μου φέρνει μουσική και τραγούδια από τα παλιά. Μαγεμένος αφήνω τις μυθοπλασίες, τα κεριά σβήνουν με μια μυστηριακή ριπή και εγώ αρχίζω να χορεύω στα σκοτεινά. Θέλω να προλάβω τις μελωδίες πριν γίνουν σφύριγμα. Γνωρίζω όμως ότι δε γίνεται να μας γυρίσει στα παλιά.
Σε εκείνα τα ξεχασμένα τετράδια τόσες εξισώσεις έμειναν χωρίς λύση, και άλλες τόσες σκέψεις αφήσαν σπόρους για χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα, μα υπήρχαν και κάποιες ιστορίες που περιγράφουν το μέλλον σιωπηλά. Το κρύο άρχισε να με διαπερνά, μυρίζει γραιγοτραμουντάνα και έχω ξεχάσει όλες τις πόρτες ανοιχτές.
Πριν προλάβω να προστατευτώ , έρχεται η τραμουντάνα σπάζοντας τα παράθυρα και μου δίνει μια σπρωξιά και με βγάζει από το παρελθόν. Με παρασέρνει στα ανοιχτά, και με αφήνει να παλεύω στο άγνωστο με σκισμένα πανιά. Κουβαλάει το κρύο από μελλοντικές στιγμές και έρχεται με έναν χιονιά για τα μαλλιά μας.


Αυτά τα λόγια ας γίνουν ανεμολόγια, να ξεχωρίζω τους καιρούς όταν όλα τα σημάδια έχουν χαθεί. Και ο τελευταίος να μην ξεχάσει να κλείσει την πόρτα, ετούτο το κείμενο μπάζει πλέον από παντού. Δε βγάζω νόημα, και μου μπερδεύει τα μυαλά (και τα μαλλιά).

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

Αέρινη Κλεψύδρα

Με το ρολόι στο χέρι, και την αγωνία για την λάθος στιγμή, κατέβηκε στους δρόμους και ξεκίνησε να τρέχει χωρίς σταματημό. Όλα πρέπει να γίνουν το γρηγορότερο δυνατό και ότι και να κάνει, θα έπρεπε να είχε γίνει μια ώρα νωρίτερα τουλάχιστον. Ο χρόνος του τελειώνει ώρα με την ώρα.
Πρέπει να προλάβει να τρέξει στην στάση του μετρό, για να προλάβει να μπει στο πρώτο συρμό που ακούει να έρχεται, ενώ δεν έχει ακυρώσει ακόμα το εισιτήριο του. Θα σπρώξει για να βγει μπροστά από όλους, για να είναι ο πρώτος στις κυλιόμενες σκάλες τις οποίες και θα ανέβει με δυο δρασκελιές. Δεν μπορεί να περιμένει ούτε λεπτό. Κι όλο ανοίγει το βήμα του.


Είναι σίγουρος ότι θα αργήσει, και ότι όλα τα ρολόγια του κόσμου συνομωτούν εναντίον του. Αρπάζει το τιμόνι και οδηγάει σαν να τον καταδιώκουν δέκα περιπολικά. Αγωνιώντας μην χάσει την σειρά του στην κίνηση, περνάει κάθε πορτοκαλί προς κόκκινο φανάρι. Μόλις βρεθεί ανοιχτός δρόμος, θα επιταχύνει μανιωδώς όσο τον παίρνει, κάτι τον πιέζει να σπάσει το φράγμα του ήχου και να απογειωθεί, αλλά ποτέ δεν έχει υπολογίσει το επόμενο μποτιλιάρισμα. Δεν προλαβαίνει να απαντάει στο τηλέφωνο του, να απολαύσει την ώρα του φαγητού, να ... ,να γυρίσει να κοιτάξει γύρω του.

                      

Τρέχει κάθε στιγμή να είναι στην ώρα του, τρέχει συνεχώς για να προλάβει κάτι το οποίο ούτε και ο ίδιος δεν γνωρίζει. Νομίζει ότι γερνάει γρήγορα και η αγωνία του είναι να ισορροπήσει στην αιωνιότητα. Νοιώθει ότι βρίσκεται δεμένος στους δείκτες ενός σατανικού ρολογιού, που του κλέβει συνέχεια ώρες και λεπτά. Ξυπνάει και αισθάνεται ένα τεράστιο φορτίο να βαραίνει το μέλλον του. Όλα αυτά τα χιλιάδες δευτερόλεπτα που πρέπει να κουβαλήσει κι αυτήν την μέρα, μα στο δρόμο χύνονται και χάνονται σε άδειες και χωρίς ανάμνηση στιγμές. Φοβάται μην χάσει τον λογαριασμό, και δεν φοβάται ότι θα ξεχάσει, τι έκανε την προηγούμενη ημέρα και ίσως όλη του την προήγουμενη ζωή.


Οι εποχές περνάνε από μπροστά του με την ταχύτητα του φωτός, και όλες οι παρελθούσες στιγμές συνθλίβονται σε ένα παρόν που φεύγει. Δεν έχει πάρει χαμπάρι πότε ανθίζουν τα κυκλάμινα, ή πως έγινε και μίκρυνε ξανά η μέρα. Δεν τον νοιάζει πότε έχει νέα σελήνη, ή πότε έχει έκλειψη (εκτός αν το πουν στις ειδήσεις). Δεν κάθεται λεπτό να το σκεφτεί. Μα πως να τα καταφέρει, αφού δεν προλαβαίνει, δεν έχει καθόλου χρόνο. Είναι αυτή η ορμητικότητα που πηγάζει από μέσα του και δεν μπορεί να την ελέγξει. Το μόνο που ξέρει είναι ότι πρέπει να τρέξει, αλλιώς... (Αλήθεια αλλιώς τι;)
Αν και σε τούτους τους έντονους ρυθμούς, καταφέρνει και έχει τις σπάνιες στιγμές ηρεμίας του. Όπως όταν καθέται χαμένος μπροστά από την τηλέοραση, και τότε βλέπει άλλους να τρέχουν. Είτε όταν αδικείται και πρέπει να αντιδράσει, αλλά αυτός κάθεται ήρεμος και ατάραχος, (τυχαίνει πάντα να του βγαίνει όλη η κούραση σε τέτοιες περιπτώσεις). Είτε όταν πρέπει να φιλοσοφήσει λίγο τη ζωή του, εκεί το μυαλό δεν κινείται ούτε καν με ρυθμό χελώνας.


Η άμμος χύνεται αργά αργά από την κλεψύδρα, και τίποτα δεν γυρίζει τον κάθε κόκκο της στην προηγούμενη θέση του. Ο χρόνος δεν είναι χρήμα, ασχέτως αν τον έχουν συνδέσει οι ανθρώποι με αυτό. (Εξάλλου τα πάντα έχουν συνδεθεί με το χρήμα). Κάποιος είχε πει, ότι μόνο αν φτάσει κάποιος στην πραγματική ακινησία, μπορεί να πάει παντού, και έξω από το χρόνο.
Αλλά αυτός ο βιαστικός κάποιος βρίσκεται ανάμεσα μας, και μας χαμογελάει ειρωνικά. Πολλές φορές μάλιστα, μας παρασέρνει το ποτάμι των ανθρώπων που τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Άλλες φορές νομίζουμε ότι έχουν σημασία τα πέντε λεπτά. τρέχουμε και εμείς όλοι, άλλοι λιγότερο ίσως, άλλοι περισσότερο.Τουλάχιστον εύχομαι να φτάσουμε κάπου, κι ας φτάσουμε και αργοπορημένοι.