Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Η Ελευθερία έκανε Φτερά

Αχνοφαινόντουσαν τα σύννεφα της σκόνης που τον τυλίγαν στοργικά, ενώ ο ουρανός φαινόταν να παίρνει το γνωστό του γκρίζο χρώμα, καθώς ο ήλιος ανέτειλε. Προς τα εκεί κοιτούσε και αναπολούσε τον γαλάζιο ουρανό, που κάποτε απολάμβανε αν και δεν θυμόταν που.
Γύρισε προς όλες τις μεριές και μια αίσθηση τρόμου τον κατέλαβε μη διακρίνοντας ένα γνωστό σημάδι. Και το κυριότερο ερώτημα που τον βασάνιζε: "πως είχε φτάσει ως εδώ;" Πίστευε ότι είχε ακολουθήσει τις σωστές ενδείξεις, προσπαθούσε πάντα να κρατάει σταθερή πορεία για να μη χαθεί, να μην ξεστρατίσει από την ρότα του. Κι όμως τελικά χάθηκε.
Μια ριπή ανέμου σφύριξε και σκόρπισε όλα τα μαζεμένα χαρτιά από μπροστά του. Δε νοιάστηκε καθόλου να τα μαζέψει. Όλη την προηγούμενη νύχτα τα μελετούσε, αν και τώρα που ξημέρωνε ακόμη δεν του είχαν δώσει την παραμικρή βοήθεια για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα. Γνώριζε μονάχα ότι ήταν αρκετό καιρό καθηλωμένος στο ίδιο σημείο. Δεν θυμόταν για ποιο λόγο είχε σταματήσει εκεί, ούτε θυμόταν την σωστή κατεύθυνση είτε του ερχομού, είτε του πηγαιμού.
Τα μάτια του κοιτούσαν τον ήλιο που ορθονώταν στον ορίζοντα, χωρίς να προσμένουν να γεμίσουν νέες εικόνες, χωρίς να αναζητάνε την γαλήνη του ουρανού. Αντικρίσανε το φως πίσω από την γκρίζα ομίχλη και σιωπούσαν. Η απότομη λάμψη όμως του πορτοκαλόχρωμου δίσκου προκάλεσε πόνο σε αυτά, έτσι γύρισε το βλέμμα του προς το πάτωμα. Στεκόταν ακίνητος μυρίζοντας το τέλος, σαν δέντρο που περιμένει την φωτιά του δάσους. Αισθανόταν να ταλαντεύεται όπως το κύμα λίγο πριν σπάσει στα βράχια. Ακίνητος μετρούσε την κάθε ανάσα του, τον κάθε χτύπο της καρδιάς του. Ο χρόνος του φαινόταν βαρίδι, δεμένος με αλυσίδα στο πόδι του, που έπρεπε να σέρνει μαζί του.

Κουβαλούσε μια καταστροφή που επίκειται από στιγμή σε στιγμή, και περίμενε να αλλάξει ο καιρός μόνος του. Σκεφτόταν ότι έπρεπε να κινηθεί σε άγνωστους τόπους κι αγριευόταν. Κάθε επιλογή του μπορούσε να τον οδηγήσει σε αδιέξοδο, κάθε δρόμος ίσως τον εγκλώβιζε σε ανέαη κυκλική πορεία δίχως αρχή, δίχως τέλος. Πως μπορούσε να ξεκινήσει προς τα εκεί που πραγματικά ήθελε να πάει; Συγκεντρώθηκε, και σκέφτηκε, ότι δεν ήταν καθόλου σίγουρος προς τα που να τραβήξει, αλλά ήταν πλέον ώρα να φύγει.
Έδωσε τρεις γερές ανάσες στην λογική, πήρε τον άνεμο με το μέρος του και φούσκωσε το στήθος του με ελπίδα. Έσπρωξε τα σύννεφα προς την ξερή του πλευρά, μήπως και έριχναν εκεί την βροχή που κουβαλούσαν. Λοιπόν, είχε έρθει ο καιρός να ανοίξει τα φτερά του, να πετάξει για άλλη μια φορά μακρυά από το «εδώ» και τον παρόντα χρόνο. Ένοιωθε ήδη ότι αυτός ήταν ο αρχικός προορισμός του, να στέκεται σε ένα μέρος για να ξαποσταίνει, όχι για να βρίσκει ηρεμία, ούτε υπήρχε στέρεο μέρος γι’ αυτόν, ούτε μπορούσε να μείνει άλλο δεμένος στην γη. Η αναμονή τον είχε κουράσει. Kαι δεν φοβόταν στην αρχή να τσακιστεί, μέχρι να μπορέσει να αιωρείται και πάλι στον αέρα.
Έτοιμος ... στον αέρα λοιπόν...
Όμως όσες φορές κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να φτάσει στα ψηλά. Ένα σιδερένιο χώρισμα τον χώριζε σε κάθε του προσπάθεια να ενωθεί με τον έξω κόσμο. Κινήθηκε μάταια προς όλες τις άλλες κατευθύνσεις. Καθώς σωριαζόταν εξαντλημένος στο έδαφος, ο ήλιος μεσουρανούσε και αντακλούσε στο μεταλλικό του κλουβί.

3 σχόλια:

  1. "Δεν απορώ, ούτε καταλαβαίνω
    πώς συνεχίζω να υπάρχω μ' όλα αυτά.
    Θέλω να βγω από εδώ μέσα και όμως μένω.
    Σε μια ομίχλη που ναρκώνει την καρδιά."

    Σαπίζω. Μέχρi να θυμηθώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα αρχηγέ,
    Σε συγχαίρω που παραμένεις ένας αθεράπευτα ρομαντικός...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @ Ανώνυμε
    Όπως ακριβώς μεταφέρεις τους στίχους, με συμπληρώνεις.

    @ Stendora
    Πάντα με τα καλά λόγια, μου δίνεις κουράγιο. Ίσως καταφέρω και να βγω από το κλουβί, μέχρι να βρω τα επόμενα κάγκελα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή