Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Με Κλειστά Αυτιά

Μήνας μπαίνει, η πόλη αδειάζει και οδηγάω ανέμελος σε άδειους δρόμους. Αργοπορημένος ακολουθώ την γραμμή των καραβιών. Μήνας βγαίνει, η πόλη γεμίζει και με βρίσκει να ονειροπολώ με τα φώτα της, με τον ιδρώτα της και με τις νέες ιστορίες της. Αυτές που ακόμη δεν έχουν γραφτεί, μα διψάνε να ειπωθούν πριν γεμίσει σύννεφα ο ουρανός.
Απρόσμενες συναντήσεις σε άδεια πόλη, κανονισμένες επανασυνδέσεις σε φορτωμένα νησιά, και όλα να ζεματίζονται από ένα ξεροκέφαλο καιρό, που αρνείται πεισματικά να απελευθερώσει τα μελτέμια. Στάζουμε κάνοντας κουπί, ιδρώνουμε πίνοντας μια μπύρα, καιγόμαστε από μια θάλασσα που ξέχασε να δροσιστεί. Κι ανάμεσα σε βρεγμένα διαλείμματα πιάνω χαρτί και μολύβι.
Με πέντε λέξεις ήθελα να γράψω όλα όσα έγιναν σε τόσες μέρες. Με πέντε λέξεις ήθελα να περιγράψω τα καινούρια τοπία, τις αλλαγές στα παλιά, τις αντιθέσεις του φωτός, τις αποχρώσεις στα σύννεφα. Μα έτσι εύκολα ξεχνιέμαι στον ήλιο, παρασύρομαι από τις φωνές της παρέας και βγαίνουν πέντε προτάσεις παραπάνω, πέντε ανάλαφρες παράγραφοι.


Και καθώς σβήνει η μέρα, ξεχωρίζει επιτέλους το φως από τα βάθη του χρόνου στέλνοντας σήματα στο μέλλον. Εκεί ψηλά, μετέωρα αναφλέγονται και βάζουν στο μυαλό φωτιά. Βουλιάζω στην άμμο, σκέφτομαι μια απέραντη θάλασσα, κοιτάζω το ανήσυχο φεγγάρι. Πάλι κρατάει μια κρυμμένη υπόσχεση, κάτι ψιθυρίζει στα καβούρια της άμμου, κάτι προειδοποιεί τα τρυγημένα αμπέλια. Μα δεν μπορώ να ακούσω τίποτα, έτσι χαμένος σε ρυθμούς, μεταξύ τρέλας και χαλάρωσης, μεταξύ κουπιού και χορού, μεταξύ γκρεμού και βυθού.
Κι όμως ο βράχος μίλησε, και είπε το όνομα της, η μαλούπα πήγε κόντρα στο κύμα για να μου περιγράψει την μουσική της, το γερασμένο αρμυρίκι ακούμπησε τη θάλασσα για να μου δώσει ένα χάδι της. Ύστερα λύνει τα μαλλιά της, και σκορπίζουν πολύχρωμα βότσαλα παντού. Οι σκιές ανταλλάσσουν κλεφτές ματιές και μπλέκονται μεταξύ του λίγο πριν το τολμήσουν και τα είδωλα τους. Συνεχίζω να μην φτάνει θόρυβος στα αυτιά μου, μα τώρα πλέον ακούω τις αισθήσεις μου...