Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Κενά Δοχεία

Φυσικά και θα γυρίσουν τα χρόνια ανάποδα, φυσικά και τα ποτάμια θα αναστρέψουν την ροή τους. Επένδυσε στις ψευδαισθήσεις σου, γέμισε με λέξεις τις κενές σελίδες, κράτησε στην χούφτα σου την φωτιά. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις, να ζυγίζεις τις ειδήσεις και να εμπιστευέσαι την καλή σου τύχη.
Όπως τότε που κατέβηκες στο ποτάμι για να γεμίσεις τα άδεια μπιτόνια, αλλά αρπάχτηκες από ένα κλαδί. Και μέσα στην τρέλα της στιγμής με ένα σάλτο, βρέθηκες στην απέναντι πλευρά. Όπως τότε που άρχισε να βρέχει κεραμίδια, και δεν το έβαλες στα πόδια, απλώς έτρεξες να επισκευάσεις την σκεπή σου. Αν είχες μείνει στάσιμος μέσα στο σπίτι σου, αυτό θα έπεφτε να σε πλακώσει.
Κάποιους τους βρήκε απροετοίμαστους και τους πλακώσε. Κοιτώντας στην απέναντι όχθη τους είδες. Ήταν όλοι σε μια σειρά και μετρούσανε με τα δάχτυλα, να βρούνε πόσα έχουν και πόσα τους λείπουν. Τους έφτασε μονάχα μια άδεια ιδέα για να ξεφορτώσουν τα απόβλητα τους. Μα χωρίς να το καταλάβουν πνιγήκαν στα ρηχά, χωρίς ποτέ να προσπαθήσουν να σηκωθούν στα δυο τους πόδια. Ανάμεσα σε άδεια καθίσματα βρήκες την πλήξη τους να κουβαλάει μιζέρια σε νούμερα και χαρτιά προφητών. Μέτρησες κι εσύ μέχρι το δέκα, κι έτρεξες να κρυφτείς στην νύχτα.

Έτοιμος και πάλι για κουπί...

Η νύχτα όμως φωτίζει το δικό σου κενό. Όταν κουραστείς από την διάλυση των ψευδαισθήσεων σου, ανεμίζεις ανέμελος την λευκή σημαία και παραδίνεσαι με δεμένα μάτια στο όνειρο. Νοιώθεις ήδη τα νέα σχήματα, τις νεες λέξεις, κι όλα αυτά με υλικό την σκόνη από τις παλιές μορφές. Οι συγκρούσεις αλλάξαν την εικόνα του κόσμου σου, και τα δαιμονικά φεγγάρια χαθήκαν μέσα σε ένα άδειο τσαγερό. Με τέτοια ορμή γκρεμίζεις μόνο σου το σπίτι, και το γιορτάζεις. Κενοί χώροι, κενά νοήματα, ανεξέλεγκτη ροή...
Τσαλάκωσες τα λόγια σου, κοίταξες τα μάτια απέναντι σου και σκέφτηκες ότι... Κάτι έχει αλλάξει πλεον, μουσκεύεις μες στο καταχείμωνο, και θολώνουν τα μάτια σου από την σκόνη. Κοίτα να δεις πως αλλάζουν οι καιροί, χωρίς να το πάρεις χαμπάρι, όλα τριγύρω να μεταμορφώνονται σε ανείπωτους ρυθμούς. Ευκαιρία και για σένα να μοιράσεις αυγά για κούρεμα, κι "όσοι πιστοί προσέλθετε"...

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Το Στρίψιμο της Δίψας

Το νόμισμα στον αέρα, όλα γυρίζουν γύρω από μια απρόσμενη πτήση... τα βρώμικα λόγια του δρόμου, οι νέες θέσεις ανεργίας, τα όνειρα των υπνωτισμένων, η χαρούμενη απάθεια των βολεμένων. Σκέφτηκες πως θα ήταν αν σκεφτόσουν, κοίταξες για να δεις αν βλέπεις, μίλησες για να ακούσεις την φωνή σου. Λοιπόν, θα δείξεις τα δόντια σου, για να τους φοβίσεις;
Η τύχη σου στριφογύριζει στον αέρα, κι ο χρόνος που απομένει για να προλάβεις, είναι ακριβώς ίσος με την διάρκεια της αιώρησης του νομίσματος. Πολύπλοκοι κανόνες και θεωρία πιθανοτήτων για τα πιο απίθανα αποτελέσματα. Αλλά πουθενά δεν αναφέρεται, στις πόσες ρίψεις καίγεται το μυαλό σου. Αρκεί να πειστείς ότι η τιμωρία σου είναι δίκαιη, το έγκλημα όμως άγνωστο.
Κορώνα, σου φορτώνεται όλη η σάπια πατάτα στην πλάτη σου (κι όχι η καυτή, γιατί τουλάχιστον αργότερα, κρύα πια, θα τρωγόταν), και το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να παλεύεις μέχρι να λυγίσουν τα γόνατα. Όμως μπορείς να χαρείς, δεν έχασες τα πάντα, παρά μονάχα τις δυνάμεις σου.
Αρχίζεις και μετράς τις περιφορές, παρατηρείς το ύψος από το έδαφος, το χρώμα του μετάλλου... Το βλέμμα σου έχει κλειδώσει στην περιστροφική κίνηση, η καρδιά σου πάει να σπάσει κάθε φορά που ακούς και μια πρόβλεψη για την πιθανή πλευρά που κερδίζει. Αρχίζεις και ξεχνάς, ποιος το πέταξε, ποιος έφτιαξε τους κανόνες, ποιος θα κρίνει την διαδικασία...
Γράμματα, μαζεύεσαι σε μια γωνιά να κλάψεις την μοίρα σου, όπως σου έχουν μάθει να κάνεις όταν ζορίζεσαι, και περιμένεις μια στήριξη, ένα χέρι βοήθειας, ένα μέλλον εξαρτημένο στην καλοσύνη των άλλων. Όμως μπορείς να χαρείς, δεν έχασες τα πάντα, παρά μονάχα την ελευθερία σου.
Μα πως κατέληξε να κρέμεται η τύχη σου από ένα νόμισμα; Πως βρέθηκες να παίζεις κορώνα-γράμματα το μέλλον σου; Πως δέχτηκες να ανταλλάξουν τις αγωνίες σου με ένα κάλπικο κέρμα; Όλα αφημένα στην "τύχη" ενός στημένου παιχνιδιού. Δείξε τα δόντια σου, μην φοβηθείς την μπουνιά που έρχεται στα μούτρα σου.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Το Στύψιμο της Βροχής

Με μια βαλίτσα στο χέρι και πάλι, στέκεται στο κατώφλι του χειμώνα, άραγε να ξέρει τι ζητάει; Είναι ένα ταξίδι στο οποίο δεν γνωρίζει προς τα που πάει, με πόσα δανεικά θα ξυπνήσει στην τσέπη του, πόσα και σε ποιον τα χρωστάει... Κλείνει τα μάτια ως συνήθως, και προχωράει. Ίσως και να πηγαίνει απλώς από τον πάνω μαχαλά, στον κάτω.
Δεν ξέρει τι να ξεδιαλέξει, τι να πάρει μαζί του, και τι να αφήσει. Μέχρι που στύβει το μυαλό του σαν πορτοκάλι, όχι όμως για να θυμηθεί, ούτε και για να επιλέξει. Αλλά το στύβει, απλώς για να αδειάσει από το χυμό των αναμνήσεων, να αφήσει χώρο στο δέντρο να ανθίσει ξανά, να φτιάξει νέα φρούτα και νέες γεύσεις, να αφήσει τα χρώματα να πιτσιλίσουν τις γκρίζες σκιές της μελαγχολίας. Και έτσι μέσα στο χειμώνα, βιαστική η αμυγδαλιά ανθίζει.
Με ένα περίεργο γέλιο καταφέρνει κι ανακατεύει τα δέντρα με τα φύκια. Ξαπλώνει στην άμμο και συνεχίζει να γελάει δυνατά. Καταχείμωνο στην παραλία; Γιατί όχι; Γιατί ναι; Από τα σαράντα κύματα αναζητάει το ένα και μοναδικό, που θα τον πάει στα ανοιχτά και θα τον ξαποστείλει χωρίς τύψεις στην άκρη του ορίζοντα, εκεί που δεν υπάρχει όριο μεταξύ θάλασσας και ουρανού, παρα μονάχα μια γαλάζια αγκαλιά.
Μα όσο περνάει η ώρα και τα χνάρια σβήνονται με τον αέρα, αυτός χάνεται στην απέραντη παραλία. Πέφτει αργά η σκιά της πόλης, και του φωνάζει ότι θα τον πάρει από το χέρι, για να του δείξει άλλα μέρη. Όμως αυτός μένει πίσω και αφήνει το βλέμμα του να πλανηθεί ψηλά, θέλει να χαζέψει τα σύννεφα, καθώς ο καιρός κάνει παιχνίδια και τα altocumulus χαώδους όψεως δημιουργούν νησιά από υδρατμούς. Εκεί ψηλά θέλει να ανέβει, να περνάει από νησί σε νησί.
Μα πριν μάθει να ακροβατεί στις άκρες των νεφών, πρέπει να αρχίσει από τα χαμηλά. Φορτώνει όλες τις θύελες στο καπέλο του, καταπίνει όλα τα σκουριασμένα καρφιά με μια μπουκιά, γεμίζει με φωτιές τις άκρες των δαχτύλων του. Όμως στέκεται με φόβο μπροστά από την κρυφή αυλή του μυστηρίου, και αναρωτιέται αν πρέπει να ανοίξει την πόρτα, να ξετυλιξεί το κουβάρι.
Αφήνει την βαλίτσα κάτω... ακουμπάει την πόρτα... οι μεντεσέδες τρίζουν απειλητικά... ήρθε η ώρα να μπει...