Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Στο Σπίτι του Φυσικού ΔΕΝ μιλάνε για Κοινή Λογική



Απόσπασμα από μια κουβέντα, και δυο σκέψεις...


Μα τι να τα κάνεις τα λόγια, όταν δεν μιλάνε τα σώματα;  Όπως ένας όμορφος και συμμετρικός φυσικός νόμος, που δεν μπορεί να εξηγήσει τον κόσμο. Τον χαζεύεις και τον θαυμάζεις, μα ύστερα από λίγο τον καταπίνει η λήθη, όπως τα ωραία τα λόγια τα μεγάλα που γίνονται σκόνη και τα παίρνει ο αέρας. Φυσικά από αλλού είχε ξεκινήσει η παρακάτω κουβέντα...


«Αν ακούς την καρδιά κάνεις καλά, αν ακούς τη λογική λύνεις μαθηματική εξίσωση», μου είχε πει κάποτε μια πρωην μου, όταν είχαν ζορίσει οι καταστάσεις. Κι όταν δεν μίλησα, γύρισε και με κοίταξε αινιγματικά περιμένοντας κάποια απόκριση. Της χαμογέλασα λίγο και της είπα:
«Υπάρχει και η κβαντική εκδοχή, δηλαδή ένα φάσμα μη μετρήσιμων ιδιοτιμών ή καταστάσεων. Τις ζούμε αυτές τις στιγμές, τις αναπνέουμε, τις βιώνουμε συνεχώς χωρίς να το καταλάβουμε... Μέχρι εμείς να αλληλεπιδράσουμε με το σύστημα αυτό, μέχρι να προσπαθήσουμε να αγγίξουμε την πραγματικότητα όπως την ορίζουμε εμείς και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την κατάσταση, να την φέρουμε στα μέτρα μας», με κοιτούσε με μια ενοχλητική ματιά, αλλά συνέχισα, «Κι όμως υπάρχουν! Μα δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε, ούτε να τις αγγίξουμε τελικά. Από αυτό το φάσμα παραμένει μια ελάχιστη επιλογή σε εμάς, μόλις προσπαθούμε να το εκλογικεύσουμε. Ξέρω, ξέρω, δεν καταλαβαίνεις τίποτα».


«Ναι, απολύτως τίποτα. Οι κλασικές φιλοσοφικές σου υπεκφυγές...»
Χαμογέλασα ξανά, και αποκρίθηκα: « Γιατί εσύ νομίζεις ότι καταλαβαίνω τίποτα από όσα εσύ μου λες; Νιώθω ότι αναμασάς φράσεις που έχεις αντιγράψει ασυνείδητα από προήγουμενες καταστάσεις ή συνειδητά από ταινίες ή βιβλία. Αλλά αποφεύγεις δεόντως να μου μιλήσεις για την ουσία σου».
«Μα δεν μιλάω μαθηματικά, μιλάω με γεγονότα και δεδομένα...» , είπε κάνοντας μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αμυνθεί.
«Θες να μου πεις ότι μιλάς με αυστηρή λογική;» , χαμογέλασα πλέον με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Μπορείς να το πεις κι έτσι. Σου ξαναλέω υπάρχουν κάποια δεδομένα, ένα κι ένα κάνουν δύο για να γυρίσω σε απλά μαθηματικά, μπας και καταλάβεις. Ξεκινάς από κάπου και καταλήγεις σε συμπεράσματα. Μη μου μιλάς εμένα για κβαντική φυσική κι αρλούμπες», και η φωνή της είχε αρχίσει να ανεβάζει ένταση.
«Καλά λοιπόν ρώτα τον Riemann, να σου πει πως ξέφυγε από τα δεσμά της Ευκλείδιας Γεωμετρίας, αλλάζοντας το πέμπτο αίτημα. Ή ακόμα καλύτερα ρώτα τον Γκέντελ, που έδειξε ότι και η πιο αυστήρή λογική αδυνατεί να αποδείξει κάθε αλήθεια. Ίσως έχεις ακούσει για το θεώρημα μη πληρότητας και το σοκ που υπέστη η μαθηματική κοινότητα», συνέχισα απτόητος και η ειρωνεία μου πλέον δεν κρυβόταν.

«Σου μιλάω για εμάς, κι εσύ μιλάς για μαθηματικά και φυσική. Έλεος...», άρχισε να φωνάζει μανιασμένα.
«Σου μιλάω για εμάς, και μου λες για καρδιά και λογική», το είπα και κάθισα σε μια καρέκλα για να δείξω την παραίτηση μου από τη στιγμίαια ένταση που κορυφωνόταν.
«Πως αλλιώς να το πώ τότε, ρε εξυπνάκια;», με κοίταξε στα μάτια με μια σουβλερή ματιά, αλλά έχοντας ήδη χαμηλώσει τους τόνους.
«Το έχεις ήδη πει. Απλά προσπαθώ να σε βγάλω από το πλαίσιο...», μα σταμάτησα πριν συνεχίσω τη φράση μου.
«Ποιο πλαίσιο;», άρχισε να φορτώνει ξανά.
«Αυτό το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχεις εγκλωβιστεί και δεν βλέπεις».
«Μα τι λες;», είπε με ένα ύφος μεταξύ θυμού και παραίτησης.

Όχι δεν σας αποκαλύψω, με ποιο τρόπο συνέχισε ετούτη η κουβέντα, ούτε που κατέληξε. Ήταν μονάχα ένα απόσπασμα για να θυμόμαστε και να θυμάμαι ότι κάποιες φορές η κοινή λογική είναι παγίδα που στήνει το μυαλό μας και το περιβάλλον για να μας οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το αυτονόητο στις φυσικές επιστήμες πάντα το αμφισβητούμε, μέχρι να το κάνουμε νόμο και αξίωμα για να προχωρήσουμε μπροστά. Και αφήνουμε πάντα ένα μικρό περιθώριο αμφιβολίας, όσο μακρυά κι αν φτάσουμε. Στη καθημερινότητα μας το ξεχνάμε συνέχεια, ζούμε μέσα στο δικό μας αυτονόητο...
 Όσο για τις ανθρώπινες σχέσεις, θα προσπαθήσω να μην τρελάνω κι εσάς. Είναι στιγμές που πρέπει να αφήνουμε την ποίηση να τρέχει ανάμεσα στη γλώσσα και στις σκέψεις μας και να ξεκολλάει από τα πλαίσια αναφοράς που ορίζονται ως γενικές αλήθειες. 
 
ΥΓ: Είναι η στιγμή που ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα ξανασυναντιούνται στο μικρό υπόγειο μέσα από μια σειρά τρελών γεγονότων. Κι αυτή : «τινάχτηκε επάνω και άρχισε να χορεύει και να ξεφωνίζει: Πόσο είμαι ευτυχισμένη, ευτυχισμένη, ευτυχισμένη που έκανα συμφωνία μαζί του! Ω διάολε, διάολε! Θα αναγκαστείς, καλέ μου να ζεις με μια δαιμόνισσα. Ύστερα έτρεξε στο μαιτρ, τυλίχτηκε στο λαιμό του και άρχισε να τον φιλάει...».  Και τότε ο Μπουκόβσκι θα ανοίξει τη μπύρα του, παρατηρώντας τούτη τη σκηνή και θα γράψει μεταξύ άλλων:



«Ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους κι υπονόμους,
αγίους, ήρωες, τρελούς, αλήτες,
γεμάτη καθημερινές κοινοτοπίες και ποτά,
γεμάτη βροχές κι αστραπές κι ανεμοθύελλες...
...
...Κάπου αλλού είναι νύχτα.
Μισότρυβες γιαγιάκες στέκονται στην ουρά,
σαν τα σκυλιά που κολυμπάνε στις χαβούζες.
Οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες,
κι ασήμαντα ανθρωπάκια εξαγγέλουν
όσα δε θα μπορέσουν να κάνουν ποτέ.»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου