Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Τίτλοι Τέλους

Η σοροκάδα φαίνεται πλέον να κοπάζει, κι έμεινα μόνος να μετράω τις καταστροφές που άφησε πίσω της. Πολλές σκέψεις, πολλά λόγια, τα γράφω και τα σβήνω, τα γράφω και τα σκίζω. Ένα κομμάτι σου εδώ, ένα κομμάτι σου εκεί, περπατάω και σκοντάφτω συνέχεια πάνω τους.Ένα ακόμα όνειρο που χαράζαμε σε θαμπωμένο τζάμι.


Μερικές σκισμένες σελίδες:
...Μετράς τα δάχτυλα ξανά και ξανά. Όταν έδειχνες τα αστέρια, κι εκείνα άγγιζαν το πέπλο της σελήνης, ψηλάφιζαν το ζεστό σώμα σου, κι όλο το βάρος της ύπαρξης αλάφραινε...
...Δεν τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου, δεν έχει όνομα τούτη η θλίψη. Βουβός κι αμέτοχος, αφουγκράζομαι τον πόνο, να κινείται από το νου στα βαθύτερα σημεία της συνείδησης. Μια ταλάντωση χωρίς αρχή και τέλος, ένας κύκλος που με περικυκλώνει για να...
...Μέσα στο φως θα ψάξω να βρω το τέλος, μέσα στο σκοτάδι θα αναζητήσω την γραμμή του γαλαξία, μέσα στη θάλασσα θα παστώσω τον πόνο μου...
...Παλεύω με την σκιά μου, για να μην αφήσω την καταιγίδα που κουβαλάω να πέσει πάνω σου. Θα φωνάξω μέσα από τις βροντές, και μόλις ξεσπάσει η μπόρα θα κυλήσω μαζί με το ρέμα προς τη θάλασσα. Θα πάρω το σαλιγκάρι μου και θα φύγω...


Ήταν το τέλος;
Όχι.
Μήπως, ήταν η αρχή;
Ούτε.
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος πια, από που ξεκινάει, που καταλήγει. Τα έχω μπερδέψει και τρέχω σαν τρελός να προλάβω το καράβι. Το τρένο το έχω χάσει προ πολλού. Καινούριο μονοπάτι φαίνεται μπροστά στο βάθος, αλλά μέχρι να φτάσω εκεί θα ξεσκιστώ να περάσω από τα βάτα, και τα ξερόκλαδα. Φορτώνω τα σακίδια στην πλάτη μου και ξεκινάω την πορεία.


Και μόλις βραδιάσει, και μόλις το φεγγάρι δύσει, μαζί με τον καλό μου φίλο θα πορευτούμε στα βραδινά μονοπάτια του κάβου Μαύρου. Από εκεί, στην δική μας βράχινη άκρη θα δώσουμε μια γερή βουτιά "τσιτσίδη".

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Ως Κύματα Θαλάσσης

Μυρίζω τις αναμνήσεις μέσα από τα φρεσκοφουρνισμένα πασχαλινα κουλούρια. Κάθομαι μπροστά από τον υπολογιστή και μετράω τα αυτοκίνητα που περνούν, μετράω τα τηλέφωνα που χτυπούν, μετρώ τις ώρες. Μετρώ τα κύματα...
Άντε να τελειώσει κι η σημερινή δουλειά, να φορτώσω το δισάκι μου, και να ανέβω στο πλοίο. Αφημένος στην αγκαλιά της θάλασσας, θα λικνιστώ στο ρυθμό της ανάμεσα στο χθες και στο αύριο. Εκεί, ελπίζω να σπρώξω κάτω από το γαλάζιο χαλί όλες τις μαύρες σκέψεις μου. Φύσα θάλασσα πλατιά...


Άντε λίγο ακόμη, και θα βρίσκομαι σε κάποια έρημη παραλία να μαζέυω τον απαραίτητο ήλιο, για να φορτιστούν οι μπαταρίες, να μουδιάσει το μυαλό μέσα στην ανοιξιάτικη μέθη. Το πλοίο θα σαλπάρει...
Αντί πασχαλινών ευχών, μεταδίδω κάποιες κωδικοποιημένες φράσεις, μόνο για τους μυημένους στα δικά μας έθιμα: "Φέρε το σπιρτόκουτο, να σας ανάψω μία...", "είπαμε νηστεία, αλλά τις σουπιές τις έχει αργήσει", "Μελάνιασα για να βγάλω μια τσάντα, αλλά άξιζε τον κόπο...", "βυζάντιο είναι φέτος; Εγώ πάντως ξύδι το νοιώθω... Βάλε λίγη σπομαντέκ", "Μπουμπούγια, βρέχει μπουμπούγια", "Τι λέει το φτυαράκι; Να το φυλάξουμε για τον Λιλή".


Σας εύχομαι ολόψυχα, να βρείτε χρόνο και να το σκάσετε από την γκρίζα πόλη. Καλά φαγοπότια, καλές οινοποσίες, και καλή ανανέωση.

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Χελμός - Καλογεραύλακο

Ο καιρός μόλις είχε ντυθεί τα ανοιξιάτικα και μας φώναζε να βγούμε τον περίπατο μας στα ψηλά. Έτσι μαζευτήκαμε μεγάλη παρέα και διαλέξαμε τον πανέμορφο Χελμό. Βουνό μεγάλης έκτασης και με αρκετές επιλογές: Βουραϊκός, Ύδατα Στυγός, λίμνη Τσιβλού, ενδεικτικά μερικές από τις παλιότερες διαδρομές, τις οποίες και συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Μάλιστα, είχαμε κατά νου ότι ο καιρός δεν είχε προλάβει να ανοίξει ακόμα, γι αυτό και ήμασταν προετοιμασμένοι για αρκετό χιόνι. Είχαμε κατά νου ότι θα το συναντήσουμε σίγουρα από τα 1200 μέτρα και ψηλότερα. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη δύο αυτοκινήτων μας έδινε την δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε μια διαδρομή διάσχιση, οπότε και διαλέξαμε την διαδρομή Μέγα Σπήλαιο-Ξερόκαμπος, και με πιθανότητα ανάβασης προς ψηλότερα αναλόγως χρόνου και διάθεσης.

Τα χιόνια τα βρήκαμε από νωρίς

Έτσι (μέσα Μαρτίου), νωρίς το πρωί ξεκινήσαμε προς Καλάβρυτα, και η πρώτη ομάδα αποβιβάστηκε στο μοναστήρι του Μέγα Σπηλαίου. Οι άλλοι κινήθηκαν προς τα ψηλά, κι αφού αφήσαν το ένα αμάξι στο χιονοδρομικό, επιστρέψαν με το άλλο στο μοναστήρι. Όλοι μαζί ξεκινήσαμε τη διαδρομή με στόχο να φτάσουμε στον Ξερόκαμπο, δηλαδή στο χιονοδρομικό κέντρο όπου ήδη γνωρίζαμε ότι ήταν φορτωμένο χιόνι.
Το μονοπάτι ξεκινάει περνώντας μέσα από το μοναστήρι, και ανηφορίζει προς τον τόπο μνήμης, όπου στη μανία τους οι Γερμανοί γκρεμίσαν από το σημείο εκείνο αρκετούς καλόγερους τον ματωμένο Δεκέμβρη του 1943, στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Εκεί βρίσκεται ένας γιγάντιος σταυρός, και το σημείο έχει όμορφη θέα προς το Βουραϊκό. Από εκεί κατηφορίζουμε για λίγο προς μια ρεματιά, και παρακάμπτοντας εντυπωσιακούς βράχους, αρχίζει έντονη ανάβαση προς το διάσελο που βλέπουμε απέναντι μας. Στο σημείο αυτό είχαμε αρχίσει να βλέπουμε τις πρώτες χιονούρες, και δεν είχαμε πιάσει καλά καλά τα 900 μέτρα. Το ελατοδάσος είναι ήδη πυκνό και μας σκιάζει τον έντονο ήλιο.

Πορεία στην "ξέχιονη" πλευρά

Μόλις φτάσουμε στο διάσελο, συναντάμε πηγή που είχε άφθονο νερό, και την κατάληξη ενός χωματόδρομου. (Άγνωστο αν καλοκαιρινούς ή φθινοπωρινούς ρέει με την ίδια ένταση). Είμαστε σε ράχη που χωρίζει τον Λαδοπόταμο από τον Βουραϊκό. Η θέα είναι εκπληκτική, και έτσι κάνουμε την πρώτη μας μικρή στάση για να απολαύσουμε το τοπίο. Από εδώ και πέρα ακολουθούμε στην ουσία τον σωλήνα. Το μονοπάτι τραβερσάρει τον άξονα της ράχης από την δεξιά πλευρά (Νότιοδυτικά) για να αποφύγει άσκοπο ανεβοκατέβασμα. Το χιόνι πλέον στα ανήλιαγα μέρη αρχίζει και γίνεται αρκετό.
Βγαίνουμε ξανά στον άξονα της ράχης, και λίγο πριν αρχίσει να ανηφορίζει κόβει προς τα αριστερά (Νότιοανατολικά) και αρχίζει να κατηφορίζει έντονα. Αν και το μονοπάτι έχει σαφή χάραξη και σημάδια, κάποιες στιγμές το αναζητούμε καθώς το χιόνι τα έχει καλύψει όλα. Καθώς κινούμαστε καθοδικά τραβερσάροντας την πλαγιά, κάνουμε τα πρώτα χωσίματα, δηλαδή βουλιάζουμε στο χιόνι λες και πέφτουμε σε λακούβες. Τελικά φτάνουμε σε ξέφωτο που στέκει στο χείλος γκρεμού πάνω από τον Λαδοπόταμο. Από εδώ φαίνεται η θάλασσα για τελευταία φορά, ενώ απέναντι και χαμηλά σε μικρά ξέφωτα φαίνονται γελάδια να βόσκουν ανέμελα.

   
Τραβερσάροντας την πλαγιά θα περάσουμε από τη ρεματιά στο βάθος

Μετά τα πρώτα χωσίματα, αποφασίζουν να βάλουν γκέτες όσοι έχουν μαζί τους , για να μπορούν να ανοίγουν το μονοπάτι. Από επάνω μας στέκονται ακλόνητοι φρουροί βράχοι που οριοθετούν ξεκάθαρα το πέρασμα. Και η κάθοδος συνεχίζεται, πάντα μέσα από πυκνό χιόνι και δάσος. Το τοπίο είναι μαγικό και ενίοτε μοιάζει σαν να χιονίζει, όταν νιφάδες σκορπίζονται καθώς τα δέντρα ξεφορτώνουν με τη βοήθεια του ήλιου. Λίγο πιο κάτω συναντάμε την ρεματιά, και το μονοπάτι αρχίζει πάλι να ανεβαίνει ακολουθώντας τη ρεματιά. Το τοπίο γίνεται όλωσδιόλου λευκό, ενώ ο Λαδοπόταμος, ύπο τέτοιες συνθήκες είναι ορμητικός χείμαρρος. Στο σημείο όπου κόβουμε στην απέναντι όχθη, η πλαγιά όλη αναβλύζει νερό από παντού. Εκεί συναντάμε το ίχνος ενός πέτρινου αυλακιού, που μάλλον έχει αντικατασταθεί πλέον από τον σωλήνα που βλέπουμε πιο ψηλά. Η τοποθεσία, όχι τυχαία, ονομάζεται Καλογεραύλακο. Η πορεία τώρα είναι ομαλή, κι αφού περάσουμε ένα μικρό ξέφωτο, αρχίζει μικρή ανάβαση. Αισθανόμαστε τυχεροί που βρισκόμαστε στην "ξέχιονη" πλευρά, όπου είναι εκτεθειμένη περισσότερο στον ήλιο. Δεν προλαβαίνουμε καν να το σχολιάσουμε και το μονοπάτι αλλάζει κατεύθυνση φέρνοντας μας στην απέναντι πλευρά.


Ξερόκαμπος από ψηλά

Εδώ θα αναζητήσουμε την κατεύθυνση του, καθώς τραβερσάρει για να παρακάμψει αδιάβατο σημείο, λόγω καταρράκτη. Η ανάβαση στο χιόνι, από μη ανοιγμένο μονοπάτι δημιουργεί δυσκολίες και κόπωση, ενώ τα χωσίματα συνεχίζονται. Μόλις κάνουμε την τραβέρσα συναντάμε και πάλι τον χείμαρρο, που στο μέρος εκείνο έχει απλωθεί σαν ποτάμι. Μέσα από λάσπες, και νερά, επιτέλους συναντούμε το δρόμο. Στάση για ξεκούραση και φαΐ, ενώ γνωρίζουμε ότι είμαστε εκτός του χρόνου που αναγράφει ο χάρτης (σύνολο ωρών όλης της διαδρομής 4 ώρες για το χάρτη, έχουμε κάνει περίπου 2:45 ώρες και έχουμε μπροστά μας αρκετή πορεία, και με συνθήκες μαλακού χιονιού).
Από εδώ ξεκινάει μακρά πορεία στο δρόμο, που δεν είναι καθόλου βαρετή καθώς κινούμαστε πάντα μέσα σε χιονισμένο φόντο. Μόλις έχουμε αρχίσει να περπατάμε στο δρόμο, λίγο πιο πέρα συναντούμε την διασταύρωση μονοπατιού-δρόμου για Λίμνη Τσιβλού, που φεύγει στα αριστερά μας (βορειοανατολικά). Συνεχίζουμε χωρίς αλλαγή κατεύθυνση την δική μας πορεία και φτάνουμε σε μεγάλο άνοιγμα-Λιβάδι Λουκά, όπου το δάσος χάνεται, αλλά μας αποκαλύπτεται ένα όμορφο τοπίο. Γύρω γύρω μας κλείνουν βουνά, ενώ στο λιβάδι έχουν σχηματιστεί λίμνες. Ο ήλιος αντανακλάει στο λευκό και μας καίει μέχρι το μεδούλι. Βρίσκουμε ένα μικρό κιόσκι του αγροτικού συνεταιρισμού, κι αράζουμε για να απολαύσουμε τη θέα και να επιλέξουμε την συνέχεια.

  
Λίγο πριν το δρόμο, και λίγο μετά η διασταύρωση

Από το μέρος αυτό υπάρχουν πολλές επιλογές για να βγεις στο Ξερόκαμπο. Η πιο εύκολη σε κλίσεις, (αλλά μεγαλύτερη σε μήκος) ενδεχομένως να είναι χωματόδρομος που φεύγει από την νοτιανατολική άκρη του Λιβαδιού (τοποθεσία Μισοράχη) και ακολουθώντας μεγάλες τραβέρσες ανεβάζει στο τέρμα της διαδρομής.
Εμείς όμως συνεχίζουμε ομαλά την νοτιοδυτική πορεία μας, ακολουθώντας το ίχνος του δρόμου μπροστά από την καλύβα, που κόβει προς τα αριστερά, (με ξεκάθαρη νότια κατεύθυνση). Καταλήγουμε στο τέλος του, και μπροστά μας προβάλλει μια σχετικά απότομη δασωμένη πλαγιά.
Γνωρίζουμε πλέον ότι είναι η τελευταία ανάβαση πριν φτάσουμε στον Ξερόκαμπο. Μέσα σε μαλακό χιόνι, και χωρίς τη σαφή χάραξη του μονοπατιού εξαιτίας του χιονιού, ανηφορίζουμε την ρεματιά, και περνώντας μέσα από τις "Πόρτες", ένα βράχινο πέρασμα, βρίσκουμε την κατάληξη του χωματόδρομου που έρχεται από το χιονοδρομικό. Φυσικά όλη η πορεία γίνεται σε τοπίο καλυμμένο με το λευκό πέπλο, που όταν βουλιάζουμε μπορεί να ξεπερνάει και το γόνατο. Όταν λέμε δρόμο, εννοούμε το ίχνος του και μερικά ανθρώπινα σημάδια που ξεχωρίζουν.

  
Η ομάδα στο χιονισμένο δρόμο, για το λιβάδι Λουκά

Γι’ αυτό το λόγο, στο τελευταίο χιλιόμετρο δεν ακολοθούμε ακριβώς το δρόμο, αλλά αυτοσχεδιάζουμε μέσα από πορεία στο χιόνι για να φτάσουμε στο χιονοδρομικό από την συντομότερη διαδρομή, όπως φαίνεται σε εμάς.
Μόλις φτάνουμε στο πάρκιν, όπου βρίσκεται το άλλο αμάξι, η ομάδα χωρίζεται στα δύο. Όσοι έχουν όρεξη, συνεχίζουν για μια βιαστική ανάβαση προς το Αυγό μέσα από την χιονοπίστα, το βουνό που στέκει ακριβώς από πάνω μας. Δυστυχώς ο χρόνος δεν είναι αρκετός για να προσπαθήσουμε ανάβαση προς Νεραϊδόραχη, όπως αρχικά σκεφτόμαστε. Μέχρι να γίνει ο κύκλος με το αυτοκίνητο, υπολόγιζουμε να έχουμε ανέβει και να επιστρέφουμε πάλι στο πάρκιν.

   
Τελευταία ανάβαση για Ξερόκαμπο, τελειώνει αφού περάσουμε και τις "Πόρτες"

Έχουμε φτάσει ακριβώς την ώρα που οι πίστες κλείνουν και οι τελευταίοι κατεβαίνουν. Την ώρα εκείνη εμείς μόλις μπαίνουμε στα όρια της πίστας χωρίς πρόβλημα, οπότε και δεν χρειάζεται να χωθούμε στο δασωμένο κομμάτι όπου το χιόνι είναι πούδρα, -διαλέγουμε την πίστα και πατάμε σε πιο "γερό" έδαφος. Έχοντας το άγχος του χρόνου ξεκινάμε μια τρελή πορεία που σύντομα μας εξουθενώνει. Τελικά βρίσκουμε ένα σταθερό ρυθμό και η ανάβαση γίνεται εντυπωσιακή όσο μεγαλώνει η κλίση.
Πλησιάζοντας προς το διάσελο της κορυφής, αρχίζει να πυκνώνει η ομίχλη και το κρύο να γίνεται πιο διαπεραστικό. Το τοπίο μεταμορφώνεται για άλλη μια φορά, και μπορεί να μας στερεί τη θέα, αλλά είναι μοναδική κι η αίσθηση να περιβάλεσσαι από σύννεφα.
Φτάνουμε στο διάσελο της κορυφής αρκετά γρήγορα, και ενώ η κορυφή υψομετρικά απέχει μόλις 40 μέτρα περίπου, λόγω χρόνου αποφασίζουμε να επιστρέψουμε. Εξάλλου η ομίχλη δεν θα μας αφήσει να δούμε τίποτα, ακόμα και στην κορυφή να φτάσουμε. Επιστροφή από τα ίδια, και μάλιστα για το κομμάτι με την έντονη κλίση, χρησιμοποιούμε τις βασικές μορφές αυτοσχέδιου σκι, το απολαμβάνουμε δεόντως προσπαθώντας να γλυστρήσουμε όσο πιο μακρυά γίνεται. Οι υπολογισμοί μας είναι σωστοί και φτάνουμε την ακριβή ώρα, όταν το αμάξι επιστρέφει για να μαζέψει και μας.

  
Πορεία σε λευκό φόντο...

Στάση στα Καλάβρυτα για φαΐ και ανασύνταξη των δυνάμεων για το πιο κουραστικό κομμάτι της εκδρομής, δηλαδή την επιστροφή προς Αθήνα. Μια εκδρομή, που μας γέμισε πολλές εικόνες και εναλλαγές τοπίου. Σίγουρα η χιονισμένη περίοδος ίσως είναι η πιο κατάλληλη γι’ αυτό το κομμάτι της διαδρομής. Συστήνεται ανεπιφύλακτα για μια πεζοπορία γεμάτη συγκινήσεις και εναλλαγές τοπίων. Φυσικά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες διαδρομές, για όσους έχουν περισσότερο χρόνο και κουράγιο.

  
Η διαδρομή όπως καταγράφηκε "δορυφορικά"

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Ο Ήλιος του Μεσονυχτίου

Η απέραντη θάλασσα του χάιδεψε τα μαλλιά και τα δάκρυα στάθηκαν ανήμπορα να διώξουν τα σύννεφα που γεμίζαν τον ουρανό. Είχε χάσει την δύναμη να ορίζει τον κόσμο, και έμεινε να αρμενίζει με ξυλάρμενο πλεούμενο. Δεν υπήρχε γη να ανακαλύψει, ούτε κρυφά περάσματα σε κοραλιένα νερά. Τότε πήρε την απόφαση να κινήσει για τα βορινά πλάτη, εκεί όπου ο πάγος αλλάζει την γεωγραφία και κάθε χάρτης είναι εφήμερος.
Έτσι, με όνειρα στην πλάτη φορτωμένος ξεκίνησε να φτάσει στην άκρη του κόσμου. Χαμένος από κάθε χάρτη, χάραξε πορεία προς το βοριά. Αναζήτησε την αιώνια νύχτα, όπου τα αστέρια χάνονταν στην άκρη του ουράνιου θόλου και τα λαμπερά χρώματα του σέλας χόρευαν μέσα στο σκοτάδι σαν τρελά. Όλα του φαίνονταν τόσο μαγικά και εξωπραγματικά, που ένοιωθε ότι σε λίγο θα έβρισκε το κοσμικό σιφόνι, κι από εκεί θα εκτοξεύοταν στο διάστημα.


Οι ώρες περνούσαν δύσκολα και βασανιστικά. Σχεδίαζε χάρτες πάνω στο σκονισμένο τραπέζι, κι ύστερα τους έσβηνε με το μανίκι του. Τα όνειρα του κατασκευασμένα με χώμα, κάθε φορά που δάκρύζε έφτιαχνε μορφές από λάσπες. Είχε ξεχάσει τα τραγούδια που του τραγούδησαν οι μούσες, αφέθηκε σε κόσμους χωρίς όνομα, ταξιδεύοντας μονάχα με την δίψα της μοναξιάς. Το κρύο το ξόρκιζε με το χαμογέλο του και συνέχιζε πάντα βόρεια.
Σε ένα κατάρτι στέκεται και αγναντεύει τον ορίζοντα. Έχουν περάσει χρόνια που δεν έχει δει στεριά. Όλος ο κόσμος έγινε μια γαλάζια επιφάνεια και τα μάτια τυφλώθηκαν από τα ατελείωτα λευκά που σκεπάζανε τη θαλάσσια επιφάνεια. Ποιος θα μπορούσε να κρυφτεί μέσα στους πάγους, ποιος θα μπορούσε να αποτελεί λεκέ σε τούτο το άσπρο σεντόνι; Περιέργη μέρα, και προμηνύεται κακοκαιρία.


Είχε φτάσει τόσο μακρυά, κι είχε ξεπεράσει όλες του τις καθημερινές φοβίες ή έτσι νόμιζε. Εκείνη την βραδιά όμως ένοιωσε έναν αρχαίο φόβο, έπειτα από πολύ καιρό. Κοιμήθηκε χωρίς ανάσα και ονειρεύτηκε τον ήλιο για τελευταία φορά, ένοιωσε μια περίεργη και παγωμένη αύρα να τον περιβάλλει. Ξύπνησε νομίζοντας ότι βρισκόταν σε ένα εφιάλτη. Έτριψε τα χέρια του να ζεσταθεί, και ένοιωσε το δέρμα του να στεγνώνει. Ο αέρας εκείνη την μέρα μετέφερε θλιμμένες μελωδίες και σκέπαζε με χιόνι κάθε άκρη που προεξείχε από τη θάλασσα.
Απλώθηκε μια παγωμένη πάχνη γύρω του, τα χέρια του μουδιάσαν και τα μάτια του δάκρυσαν. Προσπάθησε να θυμηθεί την αρχή, προσπάθησε να ζεσταθεί με αναμνήσεις, προσπάθησε να αισθανθεί το τέλος, κι ο αέρας σφύριζε κατεβαίνοντας με ριπές μέσα από τις κοφτές γωνίες των παγόβουνων. Είχε μείνει ακίνητος, το κρύο πλεόν τον είχε καταλάβει και αισθανόταν πλέον σε αρμονία με το τοπίο. Η μοναξιά του προκαλούσε μεγαλύτερα ρίγη σκέφτηκε, καθώς το κορμί του παρέλυε λεπτό με το λεπτό. Χαμογέλασε ελαφρά και παραδόθηκε στο λευκό κουκούλι του πάγου.


Άραγε θα εμφανιζόταν κι ο ήλιος του μεσονυχτίου, και θα έφερνε την ελπίδα και πάλι στα παγωμένα του χείλη; Θα έλυωναν τα χιόνια, ο εφιάλτης θα τελείωνε, οι νύχτες θα γίνονταν λευκές, τα ημερόλογια θα ανατρέπονταν; Η θάλασσα μουρμούρισε αγριεμένα, αρνήθηκε κάθε ανησυχία, και τον κατάπιε στα απύθμενα βάθη της, πριν η μεταμόρφωση του σε διάφανο κρύσταλλο ολοκληρωθεί.