Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Ο Ήλιος του Μεσονυχτίου

Η απέραντη θάλασσα του χάιδεψε τα μαλλιά και τα δάκρυα στάθηκαν ανήμπορα να διώξουν τα σύννεφα που γεμίζαν τον ουρανό. Είχε χάσει την δύναμη να ορίζει τον κόσμο, και έμεινε να αρμενίζει με ξυλάρμενο πλεούμενο. Δεν υπήρχε γη να ανακαλύψει, ούτε κρυφά περάσματα σε κοραλιένα νερά. Τότε πήρε την απόφαση να κινήσει για τα βορινά πλάτη, εκεί όπου ο πάγος αλλάζει την γεωγραφία και κάθε χάρτης είναι εφήμερος.
Έτσι, με όνειρα στην πλάτη φορτωμένος ξεκίνησε να φτάσει στην άκρη του κόσμου. Χαμένος από κάθε χάρτη, χάραξε πορεία προς το βοριά. Αναζήτησε την αιώνια νύχτα, όπου τα αστέρια χάνονταν στην άκρη του ουράνιου θόλου και τα λαμπερά χρώματα του σέλας χόρευαν μέσα στο σκοτάδι σαν τρελά. Όλα του φαίνονταν τόσο μαγικά και εξωπραγματικά, που ένοιωθε ότι σε λίγο θα έβρισκε το κοσμικό σιφόνι, κι από εκεί θα εκτοξεύοταν στο διάστημα.


Οι ώρες περνούσαν δύσκολα και βασανιστικά. Σχεδίαζε χάρτες πάνω στο σκονισμένο τραπέζι, κι ύστερα τους έσβηνε με το μανίκι του. Τα όνειρα του κατασκευασμένα με χώμα, κάθε φορά που δάκρύζε έφτιαχνε μορφές από λάσπες. Είχε ξεχάσει τα τραγούδια που του τραγούδησαν οι μούσες, αφέθηκε σε κόσμους χωρίς όνομα, ταξιδεύοντας μονάχα με την δίψα της μοναξιάς. Το κρύο το ξόρκιζε με το χαμογέλο του και συνέχιζε πάντα βόρεια.
Σε ένα κατάρτι στέκεται και αγναντεύει τον ορίζοντα. Έχουν περάσει χρόνια που δεν έχει δει στεριά. Όλος ο κόσμος έγινε μια γαλάζια επιφάνεια και τα μάτια τυφλώθηκαν από τα ατελείωτα λευκά που σκεπάζανε τη θαλάσσια επιφάνεια. Ποιος θα μπορούσε να κρυφτεί μέσα στους πάγους, ποιος θα μπορούσε να αποτελεί λεκέ σε τούτο το άσπρο σεντόνι; Περιέργη μέρα, και προμηνύεται κακοκαιρία.


Είχε φτάσει τόσο μακρυά, κι είχε ξεπεράσει όλες του τις καθημερινές φοβίες ή έτσι νόμιζε. Εκείνη την βραδιά όμως ένοιωσε έναν αρχαίο φόβο, έπειτα από πολύ καιρό. Κοιμήθηκε χωρίς ανάσα και ονειρεύτηκε τον ήλιο για τελευταία φορά, ένοιωσε μια περίεργη και παγωμένη αύρα να τον περιβάλλει. Ξύπνησε νομίζοντας ότι βρισκόταν σε ένα εφιάλτη. Έτριψε τα χέρια του να ζεσταθεί, και ένοιωσε το δέρμα του να στεγνώνει. Ο αέρας εκείνη την μέρα μετέφερε θλιμμένες μελωδίες και σκέπαζε με χιόνι κάθε άκρη που προεξείχε από τη θάλασσα.
Απλώθηκε μια παγωμένη πάχνη γύρω του, τα χέρια του μουδιάσαν και τα μάτια του δάκρυσαν. Προσπάθησε να θυμηθεί την αρχή, προσπάθησε να ζεσταθεί με αναμνήσεις, προσπάθησε να αισθανθεί το τέλος, κι ο αέρας σφύριζε κατεβαίνοντας με ριπές μέσα από τις κοφτές γωνίες των παγόβουνων. Είχε μείνει ακίνητος, το κρύο πλεόν τον είχε καταλάβει και αισθανόταν πλέον σε αρμονία με το τοπίο. Η μοναξιά του προκαλούσε μεγαλύτερα ρίγη σκέφτηκε, καθώς το κορμί του παρέλυε λεπτό με το λεπτό. Χαμογέλασε ελαφρά και παραδόθηκε στο λευκό κουκούλι του πάγου.


Άραγε θα εμφανιζόταν κι ο ήλιος του μεσονυχτίου, και θα έφερνε την ελπίδα και πάλι στα παγωμένα του χείλη; Θα έλυωναν τα χιόνια, ο εφιάλτης θα τελείωνε, οι νύχτες θα γίνονταν λευκές, τα ημερόλογια θα ανατρέπονταν; Η θάλασσα μουρμούρισε αγριεμένα, αρνήθηκε κάθε ανησυχία, και τον κατάπιε στα απύθμενα βάθη της, πριν η μεταμόρφωση του σε διάφανο κρύσταλλο ολοκληρωθεί.

2 σχόλια:

  1. Καλησπέρα αρχηγέ,
    πως πάει που χάθηκες?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ας πούμε ότι παλεύω με τους πάγους ακόμα. Τα χιόνια δεν έχουν λιώσει ακόμα στα βουνά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή