Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Μια Βόλτα τον Δεκέμβρη

Περπατάω βιαστικά να προλάβω την επόμενη συνάντηση. Ο καιρός με κοροϊδεύει κατάμουτρα, η μέρα μικραίνει αφήνοντας τα σκοτάδια να διαπερνάνε τα μάτια. Έτσι, καταπιάνομαι με τις βόλτες στην χειμωνιάτικη πόλη και ο νους στροβιλίζεται μαζί με τις πρώτες νιφάδες. Ανοίγεται σήμερα ο δρόμος μπροστά μου και κάθε επιλογή αποκλείει την επιστροφή στο χθες. Χιλιάδες διακλαδώσεις εμφανίζονται και σβήνουν, έτσι απλά για να φουσκώσουν τα μυαλά με αέρα. Κάποιος μου ψιθυρίζει ότι όλες οδηγούν στο ίδιο σημείο.
Δεν θέλω να πιστέψω τίποτα, αρχίζω να τρέχω σαν τρελός, χωρίς να σκέφτομαι λόγους κι αιτίες, χωρίς καμία στάση, δεν θέλω να ξεκουραστώ. Μονάχα να βρίσκομαι στην ψευδαίσθηση της αέναης κίνησης, να χαράσσω συνεχείς πορείες στο παρόν προσπαθώντας να μην το αφήσω να πέφτει χωρίς θόρυβο στον πάτο του άδειου μου βαρελιού.
Με τέτοια μυαλά η χειμωνιάτικη πόλη με υποδέχεται με τον καλύτερο τρόπο. Μου ανοίγει τρύπες στα πιο πιθανά σημεία, και εγώ δεν χάνω ευκαιρία, πέφτω σαν τυφλός μέσα τους και τσακίζομαι. Αλλά έστω και κουτσός, έστω και με μια πληγή, δεν λέω να σταματήσω.
Δυο βήματα στο κέντρο, και τα σκουπίδια μαζεύονται στις γωνιές και στολίζουν κάθε γωνιά με ένα βρωμερό χαμόγελο. Κι όμως εκεί αισθάνομαι ότι κρύβεται η καρδιά του πολιτισμού μας. Γιατί δεν βάζουμε και μερικά λαμπιόνια να πάρουν μια γιορτινή αμφίεση τουλάχιστον; Κι ενώ κλείνω την μύτη μου για να γλιτώσω από την σάπια μυρωδιά, μου έρχονται δάκρυα στα μάτια. Λίγα μέτρα πιο κάτω γεμίζει ο δρόμος μου χημικά. Πως να αναπνέυσω μέσα σε τούτη την ομίχλη; Και όλοι αυτοί οι σιδερόφρακτοι, ποιον υποτίθεται ότι προστατεύουν; Ας μην το αναλύσω τώρα αυτό, καλύτερα να πάρω δρόμο, μπορεί και να με συλλάβουν ως απρόσμενο περιπατητή.
Κι οι μέρες που θεωρούνται ήρεμες, τι διαφορά έχουν; Παρατηρώ πεζούς να πηγαίνουν ανέμελοι πάνω στους δρόμους και τροχοφόρα να κινούνται σε πεζόδρομους. Κι όλοι μαζί να ακροβατούν πανέμορφα σε κλειστές διαδρομές, φορτώνοντας ο ένας στον άλλο, κατάρες και βρισιές με την πρώτη ευκαιρία. Ίσως όποιος κινείται με κλειστά μάτια, δεν χάνεται σε τούτη την ανακατωσούρα. Κι ύστερα έρχεται η μπόρα...
Μια βροχή δεν πρόκειται να μας σώσει, αλλά μπορεί εύκολα να μας πνίξει. Τώρα πρέπει να διασχίσω ποτάμια, να κάνω ντους από τρύπιες υδροροές, να αποφύγω τα απόνερα ακόμα περισσότερο νευρικών οδηγών. Ο καθένας με την ομπρέλα του, κι εγώ με την τρέλα μου συνεχίζω ακάθεκτος, με παπούτσια σαν τρύπιες βάρκες κι ένα μουσκεμένο τσιρότο στο πόδι. Αλλά όταν αργά το βράδυ ανασυνθέτω τις πορείες μου στο χάρτη, βλέπω πως έχω μείνει ακίνητος για άλλη μια φορά.
Σκέψεις δεμένες σε ένα κελί απομόνωσης, μυαλό να χαζεύει μαθηματικά παράδοξα και να αδειάζει βιβλία φουντωτά. Η πόλη ολόενα και μεγαλώνει, κι όλους μας περικυκλώνει χρόνο με το χρόνο, βουλιάζουμε άθελα μας στους δικούς της ρυθμούς. Δεν θα προλάβω να περάσω από το ίδιο σημείο, το τσιμέντο πάντα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά.
Μα τώρα πρέπει να σωπάσω, πρέπει να ανάψω κάποιο φως, γιατί ξέχασα... μπαίνουν Χριστούγεννα κι όλα πρέπει να είναι όμορφα, ας βγουμε να χορέψουμε. Για όσους μπορούν να κοροϊδευτούν, και να κοροϊδεύουν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου