Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Στη Δίνη της Στιγμής

Μπαίνεις και πάλι σε μια δίνη, που ολόενα σε καταπίνει. Η πόλη του καλοκαιριού βάζει τα καλά της και προσπαθεί να σε σπρώξει στα ανοιχτά. Μέσα από συναυλίες και γιορτές, μέσα σε μπύρες και χορούς, πιάνεις παλμούς και χάνεις ιδρώτες. Βρισκόμαστε, χανόμαστε και πάλι από την αρχή.
Βήματα πάνω στην καυτή άσφαλτο, νερό που στάζει από τα κλιματιστικά, σπασμένα μυαλά από αϋπνία, μάλλον πήρες λάθος δρόμος για την παραλία. Ίσως κι όχι, γιατί ξέρεις ότι σε κάθε γωνία και μια συνάντηση, σε κάθε βλέμμα στόματα γεμάτα υποσχέσεις, κι μερικά λουλούδια γεμάτα κρυφές επιθυμίες. Όλα ετούτα αναδύονται από το βάθος του ωκεανού, και σπάζουν φράγματα και στεγανά. Ισχυρά ηλεκτρικά ρεύματα σε διαπερνούν και σε αποσυντονίζουν.


Μύρισε ο δρόμος γιασεμί, βγήκε στο μπαλκόνι και σου χαμογέλασε η απέναντι ψυχή. Πόλη του καλοκαιριού βάζεις φωτιές, μα κανείς δεν θέλει να μείνει εδώ. Ναυαγός στην πόλη, στέλνεις μπουκάλια γεμάτα μηνύματα, και ίσως κάποιο να διασχίσει τον ωκεανό.
Κοιμάσαι με το καλοκαίρι και ξυπνάς με τον χειμώνα, μαξιλάρι τα φθινοπωρινά χρώματα, και στρώμα μνήμης το απέραντο γαλάζιο, παράξενο το πόσο εύκολα μπορείς να πνιγείς... Αλήθεια δεν κατάλαβες, πως ξύπνησες στη μέση της νύχτας, αφού δεν κοιμήθηκες ποτέ;


Κοιτάς στον καθρέφτη τα σημάδια από νύχια, όμως δεν σου δώσανε το πάθος. Αναλογίζεσαι τις κουβέντες που σου ψιθύρισε από φίλντισι, μα δεν σου ξεδιψάσανε την ψυχή. Ίσως όλες ετούτες οι ερωτήσεις να κρύβονται στο βιβλίο από άμμο, εκείνο που έκρυψε ο Μπόρχες στα γεράματα του. Αι στον κόρακα λοιπόν, αποκαλύψου επιτέλους.
Υποσημείωση για μελλοντικούς ναυαγούς: Διάβασε προσεκτικά τις οδηγίες χρήσης και θυμήσου, όταν συντονίζεσαι, πρέπει να προσέχεις τις υψηλές συχνότητες. Το δίκτυο μπορεί να υπερφορτωθεί, και να λιώσουν τα καλώδια. Σταμάτησε και σκέψου, τι θέλεις τελικά εσύ... Κι όσο πλησιάζεις την δίνη, τόσο αυτή ολόενα σε καταπίνει.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Παρνασσός, ο Γνωστός-Άγνωστος

Αν και η θάλασσα τον τελευταίο καιρό μας έχει πάρει αγκαλιά, ας πάμε βόλτα και πάλι στο βουνό, όταν αρχές του Μάη ανεβαίναμε στα ψηλά. Η εποχή ήταν ιδανική, καθώς τα βουνά κουβαλάγανε ακόμα αρκετό χιόνι, η άνοιξη μόλις αρχίζει και μπαίνει στο βουνό, ενώ τα νερά ρέουν άφθονα και στις πιο ξερές ρεματιές. Η απόφαση με τον φίλο μου μετά από αρκετή συζήτηση ήταν ο Παρνασσός. Αν και τον έχουμε διασχίσει σε άσχετες φάσεις οριζοντίως και καθέτως, φαίνεται ανεξάντλητος και γεμάτος εκπλήξεις.

1η Μέρα: Τιθορέα-Αγ.Γεώργιος-Ποτιστήδες- Τρύπη-Τσάρες

Η πορεία αυτή είναι μια πιο επίπονη ανάβαση για Τσάρες, αλλά περνάει μέσα από άγρια και πανέμορφα κομμάτια του βουνού, το οποίο φαίνεται να κρύβει πολλές εκπλήξεις. Στο τελευταίο μέρος όμως δεν υπάρχει καν χάραξη, και χρειάζεται προσοχή στον προσανατολισμό και στα περάσματα των ρεματιών. Καλύτερα η πρώτη προσέγγιση να γίνεται ανάβαση από Τιθορέα.
Δεν καιγόμαστε να ξεκινήσουμε νωρίς από Αθήνα, τελικά όμως μας καίει ολίγον ο ήλιος στην αρχή. Ξεκινάμε από Τιθορέα αρχικά το κλασικό μονοπάτι για Τσάρες. Όμως στο σημείο που κατεβαίνει για να κόψει την ρεματιά, το αφήνουμε και ακολουθούμε την χάραξη του αγωγού. Από το σημείο αυτό η σήμανση είναι αραιή και γίνεται κυρίως με κορδέλες, και έχουμε στα δύσκολα ως σημείο αναφοράς τον αγωγό. Αρχικά η βλάστηση είναι χαμηλή με πουρνάρια και πρέπει να προσέξουμε ειδικά στην αρχή, ώστε να μην χάσουμε το μονοπάτι, καθώς υπάρχει χάραξη που οδηγεί σε κάποια στάνη.
Εμείς πρέπει να ανηφορίσουμε μέσα από κλαδισμένο μονοπάτι και να περάσουμε κοντά στα απότομα βράχια με τις σπηλιές του Ανδρούτσου. Στο σημείο αυτό αρχίζουν δειλά δειλά να εμφανίζονται τα έλατα και να μας προστατεύουν από τον έντονο ήλιο. Σε όλη αυτήν πορεία συναντάμε συνεχώς μικρές δεξαμενές του αγωγού, οι οποίες και επιβεβαίωνουν την πορεία μας.
Φτάνουμε σε μικρό ώμο, και από εκεί αρχίζει να υπάρχει εμφανώς χαραγμένο μονοπάτι μέσα από σάρες και απότομες πλαγιές. Έπειτα μπαίνουμε ξανά σε ελατοδάσος και ανηφορίζουμε έντονα, ακολουθώντας τις τραβέρσες. Περίπου σε 2 ώρες φτάνουμε σε ώμο, με εντυπωσιακή θέα. Το σημείο είναι ιδανικό για κατασκήνωση. Από εδώ υπάρχει και μονοπάτι που φεύγει προς Βρωμόβρυση και σύμφωνα με ταμπέλα προς κάποιο καταρράκτη.
Από εδώ και πέρα δεν ανηφορίζουμε πλέον, αλλά κινούμαστε παράλληλα με την πλαγιά. Επίσης από εδώ και πέρα, σημείο αυτό η σήμανση χάνεται. Μόνο κάτι ξεβαμμένα μπλε σήματα επιβεβαίωνουν την πορεία μας, αλλά προς το παρόν η πορεία είναι εμφανής και φτάνουμε σύντομα στην ρεματιά Ποτιστήδες. Το κατέβασμα σε αυτήν γίνεται από σχετικά απόκρημνη πλαγιά, χωρίς όμως κανένα πρόβλημα. Το τοπίο είναι καταπληκτικό, ενώ ένας καταρράκτης που ξεκινάει από πολύ ψηλά συμπληρώνει την άγρια ομορφιά του τοπίου. Κοιτάω γύρω μου, μήπως δω καμιά νεράιδα να χορεύει. Ο Παρνασσός μας κρύβει ακόμα πολλές εκπλήξεις, όσες φορές και να τον έχουμε περπατήσει.

Κι όμως κατεβαίνει μονοπάτι άφοβα.

Ακολουθώντας ένα μπλε βέλος, δεν κινούμαστε με την υπόδειξη του χάρτη, και ανεβαίνουμε απότομα κόβοντας τον καταρράκτη και ανηφορίζουμε έντονα για να βρούμε λίγο πιο ψηλά μια εμφανής χάραξη. (Υποθετικά είναι το μονοπάτι που έδειχνε ο χάρτης ότι ξεκινούσε λίγο πιο μέσα στη ρεματιά).
Εύκολα οδηγούμαστε σε ώμο με ερείπια στάνης. Εδώ σταματάνε τα σημάδια και η χάραξη γίνεται ασαφής. Κοινώς αρχίζει η ιχνηλάτηση. Παραβλέπουμε χάρτη και GPS, και ακολουθούμε κόκκινα σημάδια που αποδεικνύονται όμως ότι δεν έχουν σχέση με την δικιά μας πορεία. Τελικά βρίσκουμε την γενική κατεύθυνση μέσα από σάρες και κλαδισμένο μονοπάτι. Βρισκόμαστε στην λεγόμενη Διαολόστρατα, από όπου έχουμε καταπληκτική θέα προς την απότομη πλευρά του Ανατολικού Παρνασσού (Σέσι-Χιονοκάρκαρος, απ’ όπου κάποτε είχα ψάξει πέρασμα για κάνω κόψιμο προς Τσάρες).



Χάραξη δεν υπάρχει, παρά μονάχα γιδόστρατα κι ενίοτε σβησμένα κόκκινα σημάδια. Σε αυτό το σημείο πρέπει να προσέξουμε, καθότι σε ορισμένα σημεία τα περάσματα είναι συγκεκριμένα, και οι πλαγιές γύρω μας είναι αδιάβατες. Τραβερσάροντας ακόμη μία ρεματιά για να βρούμε το κόψιμο της, στην Τρύπη, όπου κι εδώ το νέρο ρέει ορμητικό. Το τοπίο κι εδώ υποβλητικό, καθώς την περιτριγυρίζουν βράχια κοφτά κι απροσπέλαστα σημεία. Καταρράκτη δεν βλέπουμε, αλλά τον ακούμε το νερό να σπάζει σε κάποια χαμηλότερα βράχια.

Από εκεί ανάμεσα περάσαμε, κι όμως δεν είναι αδιάβατα

Από εδώ και πέρα ούτε σημάδια υπάρχουν, ούτε καν πλέον χάραξη μονοπατιού. Ανεβαίνουμε την νεροσυρμή, με απότομη κλίση. Αφού φτάσουμε πάνω από τα γκρεμνά, αρχίζουμε και κινούμαστε ανατολικά τραβερσάροντας την πλαγιά. Χωρίς GPS, σίγουρα θα χρειαζόταν περισσότερο ψάξιμο σε αυτό το σημείο. Βγαίνουμε σε δασωμένο ώμο, όπου μας χαιρετάει κι ένα φίδι. Από εκεί ξεκινάει κατηφορική κλίση, και ακολουθούμε τα ριζά των βράχων. Βγαίνουμε σε βράχινο ξέφωτο και κόβουμε παρακάτω την ρεματιά, που έρχεται από την Βελίτσα. Λίγο πιο κάτω είναι το σημείο κατασκήνωσης μας σε βραχοσκεπή. Οι περιβόητες Τσάρες απέχουν ελάχιστα, και ο εφοδιασμός νερού άλλο ένα προτέρημα του σημείου αυτού. Ως εδώ κάναμε περίπου 5 ώρες, συνυπολογίζοντας το ψάξιμο, τις στάσεις για φωτογραφίες και το χάζι μανιταριών.
Βρισκόμαστε σε εύθυμη διάθεση, και έχοντας άπλετο χρόνο ανανεωνόμαστε στην πηγή, βάζουμε μπύρες να παγώσουν!!! κι ετοιμαζόμαστε για το βραδυνό μας. Με θέα όλο το φαράγγι στα πόδια μας, και με μουσική το κελάρυσμα ενός καταρράκτη χαμένου σε γκρεμούς, ξεκινάει το γλέντι. Μαγείρεμα με σεφ Σταμ, φαΐ και αμπελοφιλοσοφία. Η βραδιά είναι τόσο γλυκιά, που δεν σου κάνει κέφι να τρυπώσεις από νωρίς στην σκηνή. Τελικά εκεί θα καταλήξουμε, αλλά αφού έχει πέσει το βαρύ σκοτάδι.


2η Μέρα: Τσάρες-Αρκουδοράχη-Τσαρκολακκα-Τσάρκος- Λιθαρόστρουγκα-Τσάρες-Τιθορέα

Πρωινό ξύπνημα και μια κούπα ζεστό τσάι για να μας δώσει ζεστασιά και ενέργεια. Ξεκινάμε από νωρίς για την μεγάλη κυκλική πορεία προς τα αλπικά τοπία του βουνού. Ακολουθούμε σαφή χαράξη της ρεματιάς που καταλήγει στις Τσάρες και σχηματίζεται από τα Μαύρα Λιθάρια και τις Τρεις Τσούμπες. Μονοπάτι καλοχαραγμένο οδηγεί σε μαντρί-στάνη. Από εκεί δεν υπάρχει πλέον σαφή χάραξη, αλλά η γενική κατεύθυνση είναι προφανής, καθώς ανεβαίνουμε πάντα την ρεματιά. Το χιόνι έχει αρχίσει να εμφανίζεται όλο και σε μεγαλύτερη συχνότητα.

Σύντομα αντικρύζουμε την Μπαιντανοράχη σκεπασμένη ολόκληρη από χιόνι, και αποφασίζουμε να χαράξουμε δικιά μας πορεία, γλιτώνοντας δρόμο και χιόνι, τουλάχιστον στην αρχή. Έτσι αρχίζουμε να κινούμαστε στην Αρκουδοράχη, κερδίζοντας συνεχώς υψόμετρο. Όπου χρειάζεται κάνουμε και λίγο σκαρφάλωμα, και τελικά συναντάμε το μονοπάτι 22 σε μικρή λάκκα. Από το σημείο αυτό και πέρα, η πορεία μας γίνεται σε χιονισμένο τοπίο. Εδώ ο χειμώνας αρνείται να παραχωρήσει τη θέση του, αλλά είναι και ό λόγος που το νερό ρέει άφθονο στα χαμηλότερα σημεία.
Κάνουμε μια μεγάλη στάση πάνω από τους γκρεμούς που κοιτάζουν προς Αράχωβα, Ιτέα, στην Τσαρκόλακκα και δεν χορταίνουμε το τοπίο. Ακολουθούμε αρχικά το μονοπάτι 22, συνεχίζοντας την πορεία μας μέσα στο λευκό πέπλο, που σε ορισμένα σημεία φτάνει ακόμα και στο ύψος των στήλων σήμανσης. Μετά από 3:30 ώρες περίπου καταλήγουμε στον Τσάρκο. Από εδώ και πέρα συναντάμε κι άλλα ανθρώπινα ίχνη από πεζοπόρους και ορειβάτες σκιέρ.

Έτοιμος για απογείωση

Έτσι ξεκινάμε την τρελή κατάβαση, μέσα από μαλακό χιόνι χωρίς γκέτες και χωρίς αδιάβροχα παπούτσια. Όπου είναι δυνατόν, αφηνόμαστε να γλυστρήσουμε στην πλαγιά, αντί να περπατήσουμε. Καλοκαιρινοί πεζοπόροι σε χειμωνιάτιο φόντο, αισθανόμαστε σαν να κολυμπάμε γυμνοί σε θάλασσα χιονιού. Πολύ γρήγορα φτάνουμε στην Λιθαρόστρουγκα, και πέρνουμε το σημαδεμένο μονοπάτι προς Τσάρες. Επιστροφή στη βάση, μετά από σύνολο 5 ωρών και κάτι, ολόκληρη η διαδρομή με το κόψιμο.
Χαλάρωση για λίγο και έπειτα μάζεμα και πορεία για το χωριό. Διαλέγουμε για την επιστροφή μας την κλασική διαδρομή μέσα από το ελατοδάσος και πορεία σε ομαλή ράχη (2:45 ώρες περίπου). Δεν μετράω πια τις φορές που έχω περάσει από τούτο το μονοπάτι. Κάνουμε την διαδρομή πιο ενδιαφέρον, αναζητώντας μανιτάρια, για τα οποία ο φίλος μου είναι βέβαιος ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση δηλητηρίασης. Τουλάχιστον να βρίσκαμε και κάποια από τα παραισθησιογόνα, να ξαναγυρνούσαμε στα μαγεμένα μέρη του βουνού, όταν κλεινόμαστε στους τέσσερις τοίχου της εικονικής μας πραγματικότητας. Μια τελευταία ανάσα, μια τελευταία φωτογραφία, και άντε πάλι πίσω στο δάσος του τσιμέντου, ζέστης. Αλήθεια, γιατί δεν παίρνουμε τα βουνά;


Μήπως να κάνω μια βουτιά;

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

Στα Πλοκάμια ενός Χταποδίσιου Ελκυστή

Δεν ήταν η πρώτη φορά, κι ελπίζω δεν θα είναι η τελευταία. Αλλά κάθε φορά φαίνεται μοναδική και μαγική. Σε μια ανύποπτη στιγμή, κολυμπούσα με μια απλή μάσκα. Ούτε καμάκι κουβαλούσα, (δεν το συνηθίζω τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια), ούτε καν ένα απλό ξύλο για σούβλισμα, αφού το μυαλό μου δεν ήταν στο κυνήγι. Απλως, είχα βγει για "βόλτα" στα σοκάκια του βυθού και είχα πιάσει ψιλή κουβέντα με τους αχινούς και τις μαλούπες, όταν ξαφνικά το αντίκρυσα μπροστά μου.


Το χταπόδι φαινόταν να με περίμενε, ολοστρόγγυλο και στο χρώμα του βράχου έστεκε έξω από το θαλάμι και παραφύλαγε, άγνωστο για τι πράγμα. Με κοίταξε πονηρά και γεμάτο περίεργεια, καθώς αντιλήφθηκε τη σκιά μου στο βυθό. Περίμενε την επόμενη κίνηση μου, που δεν φαινόταν να έρχεται. Χιλιάδες εικόνες από καλοκαίρια πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου.
Για μια στιγμή σκέφτηκα να κάνω ότι δεν το είδα, να το παρακάμψω και να συνεχίσω το κολύμπι μου. Αλλά μια άλλη εσώτερη δύναμη με έσπρωξε να κινηθώ κατά πάνω του. Ήταν καλό "κομμάτι", για να το αφήσω να φύγει, χωρίς να κάνω μια προσπάθεια τουλάχιστον. Βούτηξα όσο πιο αθόρυβα γινόταν, και το πλησίασα αργά με το πρόσωπο μου να το κοιτάει κατάματα. Πριν προλάβει να καταλάβει τι είχα κατά νου, το άρπαξα σε κλάσματα του δευτερολέπτου με τα χέρια μου.
Εκείνο ανταποκρίθηκε αμέσως, αλλά χωρίς να προσπαθήσει να ξεφύγει από την λαβή μου, με αγκάλιασε και με έσφιξε με όλη του την δύναμη. Με φιλούσε σε όλο μου το χέρι με τις βεντούζες του, κι έκανε κίνηση για τον λαιμό. Το πάθος ήταν αμοιβαίο, ήμουνα συγκεντρωμένος να μην μου ξεγλυστρήσει, ένοιωθα το δάγκωμα του, αλλά αισθανόμουν ότι βρισκόμουν σε μια αλλόκοτη αγκαλιά.


Και ενώ όλα θύμιζαν ερωτική σκηνή, θυμήθηκα ξαφνικά ότι ήταν χταπόδι. Και τα πλοκάμια του με είχαν τυλίξει για τα καλά. Έτσι απλά το έφερα στο στόμα μου και του κάθισα την μοιραία δαγκωνιά μεταξύ των ματιών. Ήταν το φιλί του θανάτου, ώστε να ολοκληρωθεί το γκροτέσκο σκηνικό.
Κράτησε για λίγα λεπτά το χέρι μου σφιχτά κι έπειτα το αποτελείωσα για να μην βασανίζεται γυρνώντας την κουκούλα του ανάποδα. Αλλά καθώς συνέχισε να είναι κολλημένο πάνω μου, φάνηκε σαν προέκταση του χεριού μου, κι αναρωτήθηκα μήπως σκότωσα τελικά ένα κομμάτι του εαυτού μου. Προσπάθησα να πειστώ ότι έπαιξα ένα παιχνίδι της φύση. Eκεί που δεν χρειάζεται καμία σκέψη, καμία λογική... Κλείνεις τα μάτια, και ακούς τους χτύπους της καρδιάς.


Και όταν η φωτιά άναψε, παρέσυρε κάθε σκέψη μακρυά. Το τσίπουρο μέθυσε τη γεύση του, τράβηξε μια τρικλοποδιά στη λογική κι έστειλε αρμύρα στα σωθικά. Προς στιγμήν ένοιωσα ότι ήμουνα μέσα στο θαλάμι του κι έψαχνα να βρω μια ακτίνα φωτός για να βγω από το λαβύρινθο που είχε στήσει για να πάρει την εκδίκηση του. Λίγο ψήσιμο ακόμα...
ΥΓ: Αφιερωμένο εξαιρετικά στον Μαυροδάφνη της Ν.Υόρκης και σε όλους της παλιοπαρέας, που έχουν αφήσει την θάλασσα κι έχουν μπλέξει με τα χταπόδια της στεριάς...

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Ο Τρελός που Χάνεται

Ο Υμηττός στέκει αγέρωχος και κοιτάζει πάνω από την πόλη τον γκρίζο ουρανό. Αναρωτιέται πως γίνεται να ονομάζεται αυτός ως Τρελός, κι όχι ετούτη η πόλη. Δεν γελάει πια, ούτε κλαίει. Απλώς αφουγκράζεται τους τρελούς ρυθμούς μας και μετράει τις πληγές του. Διαισθάνεται μια καταστροφή, αλλά δεν είναι σίγουρος για το είδος της. Μήπως είναι κάποια φωτιά, μήπως κάποιο νέο οικιστικό σχέδιο, ή κάποιο νταμάρι;


Δεν μπορεί να δει, όσους πίσω από τα βαριά γραφεία τους, τον κόβουν σε γραμμές, τον μοιράζουν σε φέτες. Χαράζουν τετράγωνα, οραματίζονται αυτοκινητα να τρέχουν (μέχρι να κορεστούν και να πήξουν), κοινώς σχεδιάζουν επί χάρτου (ή μάλλον καλύτερα επί οθόνης), χωρίς να έχουν ιδέα από την πραγματική τοπογραφία της περιοχής.
Παίζουν με τις ώρες το ηλεκτρονικό παιχνίδι: Ο Δρόμος μέχρι την Κορυφή, Έκδοση Νο3. «Αυτή η γραμμή άραγε θα ήταν καλύτερα να πήγαινε πιο ψηλά;». «Μήπως το έδαφος έχει πολλά βράχια, και το κόστος ανέβει σε τούτη τη πλαγιά; (Για σκαρφάλωμα αξίας ενδιαφέρονται.)» Τέτοια ερωτήματα τους απασχολούν και φυσικά, το βουνό δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας σωρός από βράχια, πέτρες, και κομμάτια ξύλων, που περιμένουν να αξιοποιηθούν κατάλληλως από την κιμαδομηχανή της μπουλντόζας και της μπετονιέρας.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα χρόνια, το βουνό μένει παραμελημένο. Τα νομικά πλαίσια προστασίας, που έχουν ψηφιστεί έχουν υποβαθμιστεί και πολλές φορές μένουν κενό γράμμα. Η προστασία του υπάρχει μόνο στα χαρτιά, αφού κανένας έλεγχος δεν υφίσταται επί της ουσίας. Ακόμη υπάγεται στο δασαρχείο Πεντέλης, δηλαδή στη σκιά ενός άλλου παραμελημένου βουνού.
Τα αναψυκτήρια-βίλες σκαρφαλώνουν συνεχώς σε θεσμοθετημένες ζώνες υψηλής προστασίας, οι παράνομες χωματερές συνεχίζουν να καίνε ανεξέλεγκτα, παράνομα λατομεία σκάβουν όλο και πιο βαθιά, η εκκλησία κι άλλοι δημόσιοι φορείς συνεχώς διεκδικούν νέες εκτάσεις. Κι όλα αυτά σε ένα βουνό, που η πόλη το έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ.
Ενώ προσφάτως τα νομικά πλαίσια προστασίας τα θυμήθηκαν μονάχα για να τα αναθεωρήσουν και να παρακαμψούν πιο εύκολα τις περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις. Αντί να προστατέψουν τα κομμάτια που έχουν διασωθεί, αντί να θεσμοθετήσουν τρόπους προστασίας των περιοχών που έχουν δεινοπαθήσει αμέτρητες φορές από πυρκαγιές και καταπατήσεις, τι έχουν να προσφέρουν; Τίποτα άλλο, παρά μονάχα ένα δρόμο, που θα κόψει ξανά άλλο ένα κομμάτι του Υμμητού στα δύο. Φήμες για πλήρη ισοπέδωση του, ώστε να ενωθούν τα μεσόγεια με τα νοτιανατολικά προάστια, δεν έχουν επιβεβαιωθεί ακόμη ευτυχώς.
Το παραμύθι που προσπαθούν να πουλήσουν οι σχεδιαστές του όλου έργου, πείθει αρκετό κόσμο, αλλά ευτυχώς όχι όλους. Λένε για μηδαμινή αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά δεν μας λένε πρώτα απ’ όλα για τους μετωπικούς σταθμούς διοδίων που θα καταστρέψουν μεγάλες εκτάσεις του βουνού. Μιλάνε για υπόγειο κομμάτι, αλλά δεν μιλάνε ότι αυτό θα κατασκευαστεί με την μέθοδο της διάνοιξης. Δηλαδή πρώτα θα κόψουν το βουνό, κατόπιν θα το τσιμεντώσουν, κι έπειτα θα ρίξουν χώμα για να κρύψουν το έγκλημα. Κοινώς, ψεκάστε, σκουπίστε, και κοροϊδέψτε μας. Φυσικά δεν χρειάζεται να γίνει εδώ η ανάλυση περί του φαύλου κύκλου νέων δρόμων-αύξηση της κίνησης-συμφόρηση-ξανά νέοι δρόμοι...


Ας παρατηρήσουμε και την ένοχη σιωπή των μεγάλων περιβαλλοντολογικών οργανώσεων, (ονόματα δεν λέμε…). Μας προτείνουν να κλείσουμε τα φώτα, να δώσουμε συνδρομή για να σώσουμε την ζούγκλα στην απέναντι γωνιά του πλανήτη, αλλά δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για το κομμάτι της φύσης που βρίσκεται δίπλα μας, για την ίδια την πόλη που ζούμε και αναπνέουμε!!! (Μία ανάζητηση με τη λέξη Υμηττός στις σχετικές κεντρικές σελίδες μας επιστρέφει: 0 αποτελέσματα βρέθηκαν).
Παραθέτω ένα κομμάτι από μια παλιά ανακοίνωση της Επιτροπή Κατοίκων Ηλιούπολης:
"Ο μόνος δρόμος για εμάς, ως κάτοικοι, είναι να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας και αποφεύγοντας την ανάθεση του αγώνα στους κάθε είδους αντιπροσώπους να αγωνιστούμε με κάθε μέσο για την προάσπιση του Υμηττού και των γειτονιών μας. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η επιτροπή μας, η οποία είναι ανοιχτή και επιδιώκει την εμπλοκή όσο το δυνατόν περισσότερων κατοίκων με έναν ισότιμο τρόπο για την κλιμάκωση του αγώνα και την τελική νίκη ενάντια στους νέους αυτοκινητόδρομους. Κάποια βήματα έχουν ήδη γίνει: κινήσεις αντιπληροφόρησης (ενημέρωση για τους σχεδιασμούς του ΥΠΕΧΩΔΕ και των εργολάβων, μοίρασμα κειμένων και αφισοκολλήσεις) παρεμβάσεις σε δημοτικά συμβούλια, κινητοποιήσεις και ανοιχτές-δημόσιες συζητήσεις."

Τέλος κλείνω με μια σύντομη αναδρομή στις πλέον καταστροφικές πυρκαγιές που έχουν πλήξει το βουνό τα τελευταία τριάντα χρόνια. (Μια ερασιτεχνική καταγραφή από πηγές εφημερίδων, και προσωπικών αναμνήσεων. Σίγουρα θα υπάρχουν πολλές ελλείψεις). Για να θυμούνται οι παλαιότεροι, και να μαθαίνουν οι νεότεροι:


1973 Μεγάλη πυρκαγιά κατακαίει μεγάλο κομμάτι του νοτιοανατολικού τμήματος. Ξεκινάει από τη βάση της αεροπορίας (Βύρωνας) και φτάνει σχεδόν ως τη Βούλα.
1976 Φωτιά "μαυρίζει" τις περιοχές πάνω από τη Βούλα, Αιξωνή ως Βάρη.
1979 Δύο φωτιές την ίδια χρονιά στην περιοχή της Ηλιούπολης.
1987 Μικρές εστίες καίνε κομμάτι του δάσους της Καισαριανής.
1988 Πυρκαγιά καταστρέφει μεγάλο κομμάτι του αισθητικού δάσους της Καισαριανής. (Πρώτο παιδικό τραύμα για μένα με καταστροφή δάσους).
1989 Φωτιά στην θέση Κουταλάς.
1992 Φωτιά καίει μεγάλο κομμάτι της πλαγιάς πάνω από το Σέσι Κορωπίου.
1995 Φωτιά, καίει κομμάτι φυσικά αναδασωμένου δάσους περιοχή (Ηλιούπολης- Αργυρούπολης), καθώς και ώριμου.
1998 Καίγεται το ίδιο κομμάτι, και οι φλόγες ξεφεύγουν προς Αργυρούπολη και φτάνουν ως την Τερψιθέα.
2001 Καίγεται κομμάτι δάσους στον Καρέα-Ηλιούπολης. (Ένα μικρό κομμάτι είναι το ίδιο με το 1998).
2005 Μικρή πυρκαγιά καίει εκ νέου κομμάτι, πάνω από την Ηλιούπολη.
2006 Μικρή πυρκαγιά στις παρυφές του όρους, θέση Παλάτι-Κορωπίου.
2007 Φωτιά καίει ώριμο δάσος στην περιοχή του Βύρωνα, κοντά στο στρατόπεδο Σακέτα.
2007. Φωτιά καίει μεγάλο κομμάτι πάνω από τις περιοχές του Παπάγου-Χολαργού, κομμάτι κάτω από την Αττική Οδό.
2008 Φωτιά ξεκινάει από τα Γλυκά Νερά, και καίει πυκνό πευκοδάσος, ενώ φτάνει στην κορυφογραμμή, κοντά στο νεκροταφείο του Χολαργού.
2008 Φωτιά στην περιοχή της Άνω Γλυφάδας, (κομμάτια που έχουν ξανακαεί στο πρόσφατο παρελθόν, ουκ ολίγες φορές).
2009 ??? Φέτος ποιο κομμάτι του έχει σειρά;;; Μπρρρρρρρρρ.

Ενδιαφέροντες συνδέσεις (απ΄όπου αντλήθηκαν πληροφορίες και κάποιες εικόνες):