Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Απαγορευτικό Απόπλου - 3

Ακούς τον αέρα να φουσκώνει κι ύστερα να ξεσπάει ορμητικός στο κατώφλι σου. Δεν θέλει να διαλύσει τίποτα, απλώς θέλει να σε προειδοποιήσει. Αλλά εσύ έχεις άλλες έγνοιες, άλλους καημούς, και τούτος ο ήχος δεν φαίνεται να μπορεί να ξυπνήσει την ωραία κοιμωμένη των παραμυθιών σου. Δεν χρειάζεται φασαρία, ούτε να αγριευτεί πρέπει. Χρειάζεται μονάχα ένα αέρινο φιλί.


Ακούς τον αέρα και θέλεις να μάθεις από πούθε έρχεται και πούθε πάει. Θέλεις να γνωρίσεις όλα όσα έχει αντικρίσει στο διάβα του, πως ξεπέρασε το κάθε εμπόδιο που ορθώθηκε στο δρόμο του, πως τα κατάφερε να φτάσει ως εδώ με τέτοια φόρα. Εκείνος απαντάει με μια απαλή αύρα, μα εσύ δεν μπορείς να τον ακούσεις, δεν τον αφήνεις να μπει στην ψυχή σου, δεν θέλεις να ακολουθήσεις την διαδρομή του. Προσπαθείς να τον συγκινήσεις, μα μ' ένα δάκρυ δεν κερδίζεις την συμπόνια του. Ίσως και να ήταν απλώς σκόνες, που σου φύσηξε στα μάτια. Δεν μπορείς να ζητάς την αλήθεια του, κι ύστερα να στέκεις κόντρα του. Φανερώσου γυμνός στις διαολεμένες ριπές του, κι αγκάλιασε την αέρινη φιγούρα που πλανιέται στον αέρα. Μην προσπαθείς να αντισταθείς στο παράλογο ρεύμα του.


Ακούς τον αέρα και αισθάνεσαι παγιδευμένος σε αιθέρια δίχτυα. Δεν βάζεις μυαλό, κι επιμένεις. Υψώνεις πανιά και πηγαίνεις κόντρα στον καιρό, μα εκείνα γίνονται κουρέλια στο λεπτό. Γυρνάς πρίμα, κι όλα τα ξάρτια ξεσκίζονται πριν πάρεις δεύτερη ανάσα. Λυσσάς να φύγεις, λυσσομανάει κι ο αγέρας. Πέρασε τόσο καιρός, κι ακόμα να μάθεις, πως εσύ ο ίδιος ελέγχεις την διεύθυνση και την ένταση του. Κυλάει στο αίμα σου και δυναμώνει με την διάθεση σου, αλλάζει πλευρό με κάθε γέλιο σου. Μα δεν ακούς τίποτα, αφήνεις τα πανιά, και πιάνεις τα κουπιά. Καλό κουράγιο, λοιπόν.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Απόσταγμα Φωτός

Καθισμένος βράδυ κατάχαμα πάνω σ’ έναν έρημο δρόμο, χαζεύω τον ουρανό της πόλης. Τέτοιες μέρες η πόλη έχει αδειάσει, συνεχίζει όμως να εκπέμπει άχρηστο φως και να τυφλώνει τον κενό χώρο. Ξαπλωμένος ανάσκελα, προσπαθώ να φανταστώ τ’ αστέρια που θα στέκαν από πάνω μου, παίζω κρυφτό με τις αναμνήσεις, στριμώχνω λύπες και χαρές σε γνώριμες μουσικές και πλάθω με την ζύμη της ανησυχίας μου καλοκαιρινές διαδρομές.
Με ανοιχτά μάτια ταξιδεύω σε άλλο χρόνο, σε άλλο τόπο. Φεγγάρι που δύει οριοθετώντας το σύνορο των παράλληλων κόσμων, αισθάνομαι να βρίσκομαι στο καΐκι, το ημερολόγιο να δείχνει δεκαπέντε του μήνα, κι η νύχτα να γεμίζει πυροτεχνήματα. Πισσαρισμένες πυγολαμπίδες φωτίζουν την απέναντι ακτογραμμή και όλη η χώρα του νησιού να χάνεται μέσα σε μια ομίχλη καπνογόνων. Πόσο περίεργο φαίνεται από μακρυά, ένα πανηγύρι σφηνωμένο σε μια πένθιμη γιορτή. Δυνάμωσε την μουσική, κι άσε μας να χορέψουμε ως το πρωί.

Ανοίγω τα μάτια, μα εκείνα ξεφυλλίζουν φωτογραφίες αποτυπωμένες στο δέρμα μου, στις μυρωδιές του ψακομένου πεπονιού, σε παστέλια αραδιασμένα σε μια χούφτα υποσχέσεων, σε κουπιά που πλήγιασαν τα χέρια μου τραβώντας κουπί κόντρα στο βοριά. Η εικόνα σου με στοιχειώνει... Όχι η δικιά σου, την αφήνω να φύγει μακρυά, να με αφήσει ήσυχο για τα καλά (και για τα κακά). Μα εγώ μιλάω για την δικιά σου εικόνα, την μαγική που έρχεται και με κομματιάζει, για να μου δώσει έπειτα μορφές, να μου δώσει χίλια ονόματα, να μεταμορφώσει τα ψέματα σε αλήθειες. Μιλάω για την εικόνα σου που με κάνει να αισθάνομαι φωτιές, μου ανατρέπει την λογική, και με κάνει να κλαίω σαν μωρό παιδί.
Το φως γίνεται πιο έντονο, αλλά κρατάω ακόμα κλειστά τα μάτια και προσπαθώ να διακρίνω μέσα από τις αναλαμπές και τις σκιές. Με ξέβρασε μια ακτίνα του ήλιου σε μια άγνωστη παραλία. Πόσο απλά γέμιζε η μέρα με θάλασσα ατελείωτη, με ήλιο να καίει μέχρι το κόκαλο, φτηνό ποτό και μυρωδιά ηφαιστείου. Κάπου εκεί ανάμεσα, στην σκουρόχρωμη παραλία έχασα το μαύρο πετράδι, που κουβαλούσα όλο αυτόν τον καιρό. Μπορεί και να μου έπεσε στα μονοπάτια που φιδοσέρνονται μεταξύ βάτων κι απέραντου γαλάζιου. Τι σημασία έχει;

Μια εσωτερική αντάκλαση με χτυπάει σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Στην καρδιά του καλοκαιριού, βρήκα μια αγκαλιά, βούτηξα στο άπειρο και τώρα προσπαθώ να βγάλω μια ιστορία, που όμως δεν θέλει να γραφτεί. Και η συνάντηση με τον σκορπιό, όλο κι αναβάλλεται, αλλά εγώ τον περιμένω. Στις βραδινές διαδρομές παραφυλάνε κουκουβάγιες, μπαίνουν στο δρόμο μου και τον κλείνουν. Φέρε καρπούζι, φέρε και μαχαίρι, δεν πρόκειται να φύγω αν δεν το φάω όλο. Απόψε είμαι δικός σου, μα μονάχα για απόψε...Αύριο θα τρέξω και πάλι μακρυά, θα συναγωνιστώ με τα βράχια και θα μετρηθώ με τα κύματα της θάλασσας. Μην προσπαθείς να με πιάσεις, θα καταφέρεις μονάχα να με χάσεις.
Αντί όμως να αρχίσω και βλέπω καθαρά, ξαφνικά όλα θολώνουν. Στάσου, θέλω να χαζέψω την ανατολή πάνω από τα αρχαία τείχη. Κοιτάζω επίμονα, μα ο ήλιος δεν προβάλει. Η πρωινή άχλη μας αγκαλιάζει με μια αφύσικη μελαγχολία και τα χρώματα ξεθωριάζουν πριν προλάβω να αναλογιστώ. Τελικά τι μάζεψα από τα μέρη που πήγα; Κι ενώ νόμιζα ότι συλλέγω ανάσες και αρώματα, βρέθηκα να κουβαλάω μονάχα βότσαλα κι αρμύρα. Κι όσους αχινούς έπιασα, γέμισαν τα χέρια μου αγκάθια. Ο ύπνος που ονειρεύτηκα τυλίχτηκε σε κοφτερά βράχια και ξύπνησα γεμάτος πληγές... Δεν έχουν νόημα ετούτες οι σκέψεις, απλώς θα ρίξω άλλη μια βουτιά, γιατί σίγουρα όπου κολύμπησα γέμισα τουλάχιστον δροσιά και χαρά. Άραγε το νερό να έχει μνήμες; Άραγε η θάλασσα να μπορεί να κρατήσει μυστικά; Μπορεί να θυμηθεί τις αυλακιές που της χαράζω, καθώς γλυστράω μέσα της;

Μέσα στην αναμπουμπούλα ετούτη, νοιώθω την αναπνοή μου να χάνεται. Καθώς θειάφι διαπερνάει τα ρουθούνια μου, όλες οι εικόνες διαλύονται στις αναθυμιάσεις. Ακούω την βαθιά ανάσα του καλοκαιριού μέσα από τα έγκατα της γης, και οι δαιμόνοι στήνουν τρελό χορό στην άκρη του γκρεμού. Πίνω στην υγειά τους, και μαθαίνω τα βήματα τους παραπατώντας στο κενό.
Μάταια προσπαθώ να πάρω μεγάλες ανάσες, ο λαιμός καίγεται και τα μάτια δακρύζουν. Γιατί νοιώθω να ζαλίζομαι; Ποιος γεμίζει τα ποτήρια; Αρχίζω να τρέχω πάλι προς τα αμπέλια που τ’ αφήσαν χέρσα, να τρυγήσω ανεμελιά. Και τσαμπί το τσαμπί, γέμισε η καλάθα και έτσι έφτιαξα νέο κρασί. Κάθε ρόγα που λιώνει, ψιθυρίζει τις δικές της αμαρτίες, κάθε σαρδελιό μούστου βράζει γεμάτο από νέες υποσχέσεις για μελλοντικά μεθύσια. Δεν χρειάζομαι βαρέλι ετούτη την φορά. Μέσα σε μια μποτίλια κρασί, χώρεσε όλη η καλοκαιρινή μου αγωνία. Δειλά δειλά, πλησιάζουν κι οι αγγέλοι, θέλουν να πιουν και να χορέψουν μαζί μας κι αυτοί. Γαλήνη και τρέλα μπλέκονται εδώ μέσα στα μαλλιά μας και άμμος παχιά τρυπώνει στα μυαλά μας.

Πλησιάζω στο τέλος πλέον, και δεν έχω βρει ακόμη την αρχή. Οι διαδρομές ανακυκλώνονται και συναντιούνται πάνω στα χαμόγελα μας. Το σκοτάδι της μνήμης σπάζει από τα φωτεινά νήματα που στέλνουν οι παροπλισμένοι φάροι ανεκπλήρωτων ευχών. Αθόρυβα με οδηγούν σε παράξενα βουνά, όπου ο χρόνος κυλάει προς τα πίσω. Τότε καταλαβαίνω ότι όλη μου η πορεία διαγράφει μια ασυνεχής γραμμή, μια α-πορεία, μια ακόμη από τις πολλές τρύπες στο νερό της ανθρώπινης προσμονής. Και όλες οι απαντήσεις που στίβαζα σε σωρούς ελαφρόπετρας, σκορπίσαν με το πρώτο μελτέμι. Τόσες αναζητήσεις για να καταλήξω σε μια μεγάλη απορία, ίσα ίσα για να γεμίζω τις λευκές σελίδες μου, κάτι να μένει καρφωμένο στο χρόνο μου.
Ξυπνάω ιδρωμένος, ένα παραλήρημα που αφήνει γύρω μου σπασμένα καλοκαιρινά κανάτια. Ξυπνάω αγχωμένος, με μια παράλογη ιστορία στο μυαλό αρνούμενος να την καταγράψω. Τα αφήνω όλα χάμω, πάνω στον έρημο δρόμο, και φτιάχνω καινούρια σχέδια πάνω στην άσφαλτο για την επόμενη διαφυγή.
Ακόμα να σταματήσω να τρέχω... μέχρι να τελειώσει το νερό.
Ακόμα να σταματήσω να πηγαίνω όλο και πιο βαθιά... μέχρι να μου τελειώσει η αναπνοή.
Ακόμα να σταματήσω να δοκιμάζω τον φόβο του ιλλίγου... μέχρι να πέσω στραβά.