Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Ο καφές της Παρ-αγοράς

Δουλικά διέβηκε το κατώφλι της τράπεζας και προχώρησε διστακτικά στον απέραντο λαβύρινθο διαδρόμων και εισόδων. Λίγο αργότερα καθόταν απέναντι από τον διευθυντή της, τον οποίο κοιτούσε με ένα απελπισμένο βλέμμα. Δεν ήξερε πως να αρχίσει, δεν ήξερε τι ακριβώς να ζητήσει, δεν ήξερε πως να δικαιολογηθεί. Του ήταν αδύνατο να αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη. Μετά από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς, μετά από τόσο αγωνία και ιδρώτα, δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να πιστέψει πως έφτασε ως εδώ. Αλλά δεν αρκούσε ούτε ο ιδρώτας, ούτε τα χρόνια δουλειάς, για να πληρωθούν τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί όλο αυτόν τον καιρό.
«Εκείνος», καθόταν ατάραχος πίσω από το βαρύ και εβένινο γραφείο του. Το θαύμαζε αυτό το έπιπλο σαν πολύτιμο λίθο, με αυτό το υπέροχο χρώμα και αυτή την τέλεια φινέτσα. Και πως να μην ήταν υπερήφανος, αφού ένοιωθε ότι το άξιζε όσο κανείς άλλος, μετά από συνεχή χρόνια μεθοδευμένης και συνεπής δουλειάς. Τώρα για άλλη μια φορά ήταν ο κυριάρχος του παιχνιδιού, έχοντας απέναντι του έναν αποτυχημένο και κακομοίρη, ένα επιχειρηματία της πλάκας, έναν ανθρωπάκο. «Ποιος άλλος ήταν δυνατόν να χάσει μέσα από τα χέρια του όλα αυτά τα χρήματα, ποιος άλλος αν όχι τουλάχιστον άσχετος θα έχανε τον λογαριασμό, ποιος θα υπερεκτιμούσε τις καταστάσεις και θα έβαζε θηλιά στο λαιμό του;» Τέτοια σκεφτόταν, ενώ προετοιμαζόταν ψυχολογικά για να υπομείνει τις δικαιολογίες του και τις εκκλήσεις του για βοήθεια. Αλλά «εκείνος» υπομονετικά μεν θα τον άκουγε, αλλά σαν κουφός και θα τον κοιτούσε με το πιο απαθές βλέμμα.
Όταν ο ανθρωπάκος τελείωνε την ιστορία του, «εκείνος» θα συμμεριζόταν την αγωνία του και θα τον συμπονούσε. Κι ύστερα θα συνέχιζε με την δικιά του γλώσσα: «Όμως ξέρετε υπάρχουν κανόνες, τους οποίους δεν μπορούμε να παραβούμε... Ξέρετε δεν υπάρχει άλλος χρόνος, οι προθεσμίες λήξαν, και τώρα η τράπεζα, και όχι προσωπικά εγώ, πρέπει να προχωρήσει στις ενδεδειγμένες διαδικασίες... Λυπάμαι πραγματικά για την κατάσταση σας και πιστέψτε με δεν είστε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος. Κατανοείστε όμως κι εσείς, ότι δεν είναι πια στο χέρι μου να σας βοηθήσω». Ο ανθρωπάκος θα τον κοιτούσε απελπισμένος, ίσως και να έκλαιγε, ίσως να επικαλούταν την οικογένεια του, τα παιδιά του, την κοινωνία ή ακόμα και τον ίδιο τον θεό. Στο τέλος όμως θα αποδεχόταν τα τετελεσμένα και θα αποχωρούσε ηττημένος, γνωρίζοντας ότι η ζωη του από εδώ και στο εξής θα ήταν ένα βασανιστηρίο. Η τράπεζα σαν αδηφάγο ον, θα του κατάπινε την περιούσια του, τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής. Και σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, θα του στερούσε την αξιοπρέπεια του, την δυνατότητα να επιβιώσει. Δεν θα του δίναν πια, ούτε πίστωση χρόνου.
«Εκείνος», ακούγοντας την πόρτα να κλείνει πίσω του, θα ένοιωθε ως αμερόληπτος δικαστής, που απένεμε δικαιοσύνη στον κόσμο της οικονομίας. Άλλος ένας, που δεν έκανε σωστές κινήσεις, δεν διαχειρίστηκε σωστά τα χρήματα, έκανε λάθος υπολογισμούς, έχασε τις ευκαιρίες του... Αδιάφορος ο λόγος για τον οποίο οδηγήθηκε στο αδιέξοδο, τώρα όμως είχε έρθει η ώρα να πληρώσει για τα λάθη του. Πόσο θα του κοστίζαν στην προσωπική και κοινωνική του ζωή, του ήταν εκείνου παντελώς αδιάφορο. Εδώ δεν μετράει το συναίσθημα, δεν μετράει το κοινωνικό αντίκτυπο, μόνο η ψυχρή λογική. Ένα και ένα κάνουν δύο, τελεία και πάυλα. Με ήσυχη συνείδηση δίκαζε και καταδίκαζε τους αποτυχημένους στην πυρά.

Αυτή η εικόνα του πέρασε από το μυαλό, όταν «εκείνος» ακόμα πιο μεγάλος και τρανός με το πέρασμα του χρόνου, βρισκόταν απέναντι από ένα παρόμοιο γραφείο σαν το δικό του. Και τώρα αυτός είχε σκυμμένο το κεφάλι, και αισθανόταν την ατμόσφαιρα να τον πνίγει. Αραδιάζοντας νούμερα, στατιστικές και διαγράμματα, ιδρώνοντας και τρέμοντας, προσπαθούσε να πείσει τους πολιτικούς που είχε απέναντι του για την ανάγκη να μην αφήσουν να μείνει μετέωρη η τράπεζα του μέσα σε τούτη την κρίση που είχε δημιουργήσει το σύστημα του. Συγκεντρώθηκε και προσπάθησε να την αποβάλλει από το μυαλό του, συνεχίζοντας το δικό του ποίημα.« Κανόνες είναι, όχι νομοι της φύσης. Στην ανάγκη όλα αλλάζουν... Ανθρώποι είμαστε, λάθη κάνουμε. Δεν κάναμε σωστές κινήσεις, δεν διαχειρίστηκαμε σωστά τα κεφάλαια, κάναμε λάθος υπολογισμούς. Δεν έχει και τόσο σημασία, τώρα πρέπει να βοηθήσετε. Δεν είναι δυνατόν να τα σκεφτόμαστε όλα με τη ψυχρή λογική... Ξέρετε τι κοινωνικό αντίκτυπο θα έχει;»
Πίσω από τα προβληματισμένα πρόσωπα των πολιτικών, εμφανίστηκαν εικόνες τρόμου και καταστροφής. Επιτέλους, η ιστορία του είχε αρχίσει να γίνεται πιστευτή και να δημιουργεί ένα οδυνηρό μέλλον για όλους όσους βρίσκονταν σε εκείνη την αίθουσα. Κατάφερε να μεταμορφώσει τον δικό του τρόμο για τον πάταγο από την πτώση της τράπεζας, σε τρόμο για το κοινωνικό αντίκτυπο και την σχέση των πολιτικών με μια οργισμένη κοινωνία, έτοιμη να εκραγεί.
Θα συνέχιζε να μιλάει για πολλές ώρες, όταν από την πίσω πόρτα εμφανίστηκε ξαφνικά ο καφετζής, κρατώντας τον δίσκο με τον καφέ που είχε παραγγείλει. Το γέλιο και η εύθυμη διάθεση του, τον χαλάρωσαν για λίγο. «Πάντως έναν καφέ μπορείτε να τον πληρώσετε;» αποκρίθηκε σκωπτικά ο καφετζής. «Εξάλλου κι αν δεν έχετε, δεν πειράζει, θα σας τον κεράσω εγώ. Πελάτες σαν κι εσάς, δεν είναι για να τους χάνουμε. Μεθαύριο, θα μου τα δώσετε διπλά».
Αυτή ήταν η καλύτερη ιδέα που μπορούσε να έχει. Σταμάτησε τις κλάψες και ξεκίνησε να αναλύει το σενάριο σωτηρίας. Άρχισε πάλι να αισθάνεται σίγουρος και κυρίαρχος του παιχνιδιού που έφτιαχνε ξανά μόνος του. Όταν είδε και το συγκαταβατικό ύφος απέναντι του, κατάλαβε πλέον ότι δεν θα την πλήρωνε αυτός για όσα λάθη είχε διαπράξει αυτός και οι όμοιοι του. Κι όχι μόνο δεν θα χρειαζόταν να βάλει το χέρι στην τσέπη του, αλλά στην ουσία θα τον χρηματοδοτούσαν για να ξεπληρώσει τα δικά του χρέη.

«Αν είναι αυτό το κόστος των λαθών, ας επαναλαμβάνονται», σκέφτηκε ανακουφισμένος. Θα έπρεπε όμως να θυμηθεί την επόμενη φορά που θα του τύχαινε κάποιος ανθρωπάκος, να τον κερνούσε έναν καφέ. Δεν ήταν και τελείως αχάριστος, έπρεπε με κάποιο τρόπο να ανταμοίψει τον καφετζή.

2 σχόλια:

  1. Καλησπέρα Αρχηγέ...
    Τέλειο το κειμενάκι, μηπως έχεις επαφές με Παιανία??

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
    Διάνα έπεσες για τις "επαφές".

    ΑπάντησηΔιαγραφή