Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Ανεμολόγιο Αναμνήσεων

Κάθισα κατάχαμα και ξεφύλλισα σκονισμένα τετράδια. Δίπλα σε πολύπλοκους τανυστές και ολοκληρώματα κανονικόποιησης, βρήκα γραμμένες ατελειώτες ιστορίες και σκόρπιες σκέψεις. Μαζί με τη σκόνη, κατακάθισαν και οι αναμνήσεις εκείνης της εποχής, σβήνοντας τα χρώματα του παρελθόντος. Πέρασε τόσο καιρός, μα αυτές δεν πήραν τη γεύση του παλιού καλού κρασιού, απλώς γεμίσαν σελίδες και άλμπουμ φωτογραφιών. Συναισθήματα, εικόνες, φωνές... κονιορτοποιήθηκαν και σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους.
Η θάλασσα φουσκώνει, και η όστρια μαζί με μια αποπνικτική υγρασία μεταφέρει μνήμες από ανέμελα χρόνια. Τότε που η θάλασσα στο νησί ήταν για μένα ωκεανός και ο αχός των κυμάτων έφτανε μέχρι το σπίτι και μου γέμιζε την καρδιά. Ποιος άνεμος θα μου φέρει τη νοσταλγία του μέλλοντος;


Με τις ώρες διαβάζω εκείνες τις ιστορίες δίχως τέλος, το φως της μέρας χαμηλώνει και ανάβω κεριά. Δεν θυμάμαι πια, πως ήθελα να τις κλείσω ή που ήθελα να καταλήξω. Θυμάμαι μονάχα ότι τα όνειρα μου ήταν φτιαγμένα από χώμα. Αρκούσε απλώς να δακρύσω για να φτιάξω τη λάσπη, με την οποία έπλαθα τους ήρωες και τα παραμύθια μου.
Ακούω να τρίζει το αξόνι, μάλλον το γύρισε σε πουνέντες. Ευκαιρία να βάλω το μύλο της θλίψης να αλέσει: απαγοητεύσεις με χαρές, απελπισίες με πόθους, πάγο με φωτιά. Με τούτο το αλεύρι γίνεται το πιο γλυκό ψωμί. Σε μια μπουκιά του χωράει η γεύση μιας ολόκληρης ζωής.
Πρέπει να ανοίξω τις πόρτες να γίνει ρεύμα. Θα αφήσω τα τετράδια ανοιχτά, να σηκώσει όλα τα γράμματα στον αέρα, να γίνουν ξανά ακατέργαστο υλικό: αλφάβητο και ακατανόητα σύμβολα, ώστε να μπορέσουν να ανακυκλωθούν σε καινούριες προτάσεις και άλλες παραγράφους. Μαζί με τη σκόνη διακρίνεις πλέον και γράμματα να γεμίζουν τα αέρα, οι σελίδες αδειάζουν η μία μετά την άλλη.


Ύστερα πιάνει ο λεβάντες, και όλα αλλάζουν ξαφνικά. Μου φέρνει μουσική και τραγούδια από τα παλιά. Μαγεμένος αφήνω τις μυθοπλασίες, τα κεριά σβήνουν με μια μυστηριακή ριπή και εγώ αρχίζω να χορεύω στα σκοτεινά. Θέλω να προλάβω τις μελωδίες πριν γίνουν σφύριγμα. Γνωρίζω όμως ότι δε γίνεται να μας γυρίσει στα παλιά.
Σε εκείνα τα ξεχασμένα τετράδια τόσες εξισώσεις έμειναν χωρίς λύση, και άλλες τόσες σκέψεις αφήσαν σπόρους για χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα, μα υπήρχαν και κάποιες ιστορίες που περιγράφουν το μέλλον σιωπηλά. Το κρύο άρχισε να με διαπερνά, μυρίζει γραιγοτραμουντάνα και έχω ξεχάσει όλες τις πόρτες ανοιχτές.
Πριν προλάβω να προστατευτώ , έρχεται η τραμουντάνα σπάζοντας τα παράθυρα και μου δίνει μια σπρωξιά και με βγάζει από το παρελθόν. Με παρασέρνει στα ανοιχτά, και με αφήνει να παλεύω στο άγνωστο με σκισμένα πανιά. Κουβαλάει το κρύο από μελλοντικές στιγμές και έρχεται με έναν χιονιά για τα μαλλιά μας.


Αυτά τα λόγια ας γίνουν ανεμολόγια, να ξεχωρίζω τους καιρούς όταν όλα τα σημάδια έχουν χαθεί. Και ο τελευταίος να μην ξεχάσει να κλείσει την πόρτα, ετούτο το κείμενο μπάζει πλέον από παντού. Δε βγάζω νόημα, και μου μπερδεύει τα μυαλά (και τα μαλλιά).

2 σχόλια:

  1. "Ευκαιρία να βάλω το μύλο της θλίψης να αλέσει: απαγοητεύσεις με χαρές, απελπισίες με πόθους, πάγο με φωτιά. Με τούτο το αλεύρι γίνεται το πιο γλυκό ψωμί. Σε μια μπουκιά του χωράει η γεύση μιας ολόκληρης ζωής."

    Παρακαλώ ο τελευταίος να μην κλεiδώσει την πόρτα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όντως δεν το σκέφτηκα αυτό. Κι αν κλειδώσει, τουλάχιστον να μας αφήσει το κλειδί, κάτω από το χαλάκι της πόρτας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή