Μέρες ξημερώνουν ανάβοντας το ένα κερί και νύχτες γεμίζουν αργά με το δεύτερο να μας καθηλώνει σε ένα χλωμό φως. Σε ακούω που έρχεσαι στον ύπνο μου με γυμνές πατούσες, μα ξέρω πως δεν μπορώ να πιάσω τα μαλλιά σου. Καλύτερα να μείνω κοιμισμένος, και να μαντεύω την μορφή σου να με κοιτά, να αισθάνομαι την ανησυχία σου να με τυλίγει σαν πάχνη χειμωνιάτικου βουνού. Όμως η μοναδική ζεστασια σου δεν χάνεται, αυτή που έκρυψες στις πρώτες μου ανάσες.
Βαραίνει τούτη η θύμηση το μυαλό μου, μα αυτή άθελα της επανέρχεται σαν βράχος που πέφτει από το διάστημα στο ίδιο σημείο, ξανά και ξανά. Ήρθε και προσγειώθηκε στα πόδια μας σαν ανοιχτή πρόκληση. Κι εσύ τον σήκωσες γεμάτος περιέργεια, βρήκες το σανδάλι του Ιάσονα, κι έτσι σήκωθηκες κι έφυγες για εκστρατεία σε ξένους τόπους κι έρημες καρδιές. Εμείς που φοράμε και τα δύο τα παπούτσια μας μένουμε πίσω, χωρίς να έχουμε μια σκιά να κρυφτούμε, ένα βωμό να κάψουμε τους πόνους μας. Μαζί με τον βράχο όμως, γύρισες απρόσεκτα και τον κόσμο όλο ανάποδα.
Ο εγκέφαλος κάνει πάλι διακοπές, παρεμβολές από τελείες και γραμμές, προσπαθώ να τον συνεφέρω, αλλά εκείνος κάνει τα δικά του άλματα. Με μια σπρωξιά μπορεί να πηδήξει πάνω από όρη και βουνά, με μια αγκαλιά μπορεί να μεταμορφωθεί σε αστέρι στον ουρανό, με ένα ποτήρι κρασί... Πρόσεχε όμως κακομοίρη μου, να μην σκοντάψει στους φόβους σου όταν τρέχεις σε ανέμελα λιβάδια, πρόσεξε μην σου μπουρδουκλώσει τα πόδια, όταν είσαι στην άκρη του γκρεμού.
Με την απορία ενός μικρού παιδιού εισάγεται η φωνή από την Κλωθώ, να σιγομουρμουρίζει από καιρό: "Κανείς δεν ρωτάει για την κλωστή που γνέθω, κι ας είναι η πιο σημαντική. Ανόητοι θνητοί, ανόητες ανησυχίες κουβαλάνε μαζί τους, πνιγμένοι μέσα σε ματαιοδοξίες χάνουν το νήμα της ζωής πριν καν το αντικρύσουν. Πιάνονται από τα ασήμαντα και δεν νοιάζονται διόλου για το κουβάρι που ξετυλίγεται μπροστά τους."
Μέσα από αυτές τις αγέλαστες εικόνες και τις μπαγιάτικες σοφίες, αναζητάω την σπασμένη συμμετρία των πραγμάτων. Επιτέλους, κάντε λίγη ησυχία. Ήθελε να ηρεμήσει, ήθελε να ξεχαστεί σαν το μέλι που ζαχαρώνει, ήθελε να αγαπήσει την ομίχλη, δεν χρειαζόταν τα γκρίζα πανηγύρια σας.
Φόρεσα τα θαλασσινά και ήρθα να σε βρω, να κολυμπήσω μαζί σου στα ανοιχτά. Αυτή την φορά όμως το αλάτι κόλλησε στα χείλια μου κι η αρμύρα βούρκωσε τα μάτια μου. Αυτή την φορά δεν θα τα καταφέρω να σε ακολουθήσω. Έκρυψα στα νύχια μου την θλίψη και προχώρησα μαζί με τον χορό αρχαίας τραγωδίας.
Χαζεύω γύρω μου και αναζητάω τρόπους να ξεγελάσω το μυαλό, καμώνομαι ότι με ρώτησαν να δώσω μια εξήγηση για τον σταυρό. Δεν το πολυσκέφτηκα, μόνο έξυσα το κεφάλι μου και φοβήθηκα μονάχα τον αφορεσμό. Κάγχασα, πήρα ύφος βαθυστόχαστο και διαπίστωσα, «σταυρός είναι το σημείο τομής δύο ευθειών. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τέμνονται κάθετα μεταξύ τους, γιατί αλλιώς μπερδεύεται με το κεφαλαίο γράμμα Χ, και τότε ποιος μας σώζει από το Χάος που μπαίνει στις φοβισμένες μας ζωές;»
Η Λάχεσις δεν θέλει να μιλήσει, μα το παιδί της δίνει μιλιά, χωρίς να τα σκέφτεται και πολύ. "Θα ήθελες να σου δώσω νόημα στην επιλογή. Μα μονάχα μέσα από τις διαδρομές που κινείσαι, ίσως να μπορέσεις να αντιληφθείς την χαμένη ουσία, που ενώνει τις αποφάσεις μου, κρυμμένες σε ήλιος και φεγγάρια, σε μελωδίες και κραυγές. Αν σου λάχει, ίσως και να καταλάβεις κάτι."
«Βεβαίως», αναφώνησα σε λάθος στιγμή: «κάθετες», κι όλοι γύρισαν προς τα εμένα αγανακτισμένοι που διέλυα μια δήθεν ιερή στιγμή. Συνέχισα σιωπηλός τις γεωμετρικές μου αναλύσεις, «και στο σημείο τομής βρίσκεται όλη η ουσία των πραγμάτων, σε αυτό το ορισμένο σημείο χωράει η ζωή μας. Φτιάχνουμε μια τελίτσα στην μέση του πουθενά. Μα πριν προλάβουμε να την αγγίξουμε, πριν προλάβουμε να ισόρροπησουμε τις ανησυχίες μας, έχουμε διαλέξει άθελα μας την μια κάθετη γραμμή, και αναχωρούμε. Από εκεί που ήρθαμε; Όχι πάντα, μπορεί να είναι η πορεία από εκεί που θα πηγαίναμε....»
Ο χορός διαλαλούσε την ζωή σου, σαν να ήθελε να την γιορτάσει και τα σιωπηλά βλέμματα χτυπούσαν τους μαυροφορεμένους ιεράρχες, που αγωνιούσαν μάταια να συμπυκνώσουν το ακατανόητο της ζωής σε κούφιες ψαλμωδίες. Τίποτα δεν θα λυτρώσει τους ζωντανούς, παρά μονάχα όταν οι στάχτες απλωθούν σαν αμέτρητες τελίτσες πάνω από το Αιγαίο, μέσα στην αυλή που γεννήθηκαν τα βασίλεια του αρχιπελάγους. Το πνεύμα μου αδύναμο και χαμένο, μοιράζεται σε απομονωμένες νησίδες.
Έπειτα από ώρα επιστρέφει σε κομμάτια έχοντας καλές προθέσεις, ανασηκώνει το κεφάλι μου για λίγο, μα εκείνο αρνείται να συμμορφωθεί. Τα χέρια προσπαθούν να το συγκρατήσουν στην θέση του, όμως καλύτερα να το αφήσω να πέσει σαν κολοκύθα στο πάτωμα. Έρχεται η ώρα της επίσκεψης από έναν ενδημικό πονοκέφαλο, και το μυαλό κιοτεύει. Κι εγώ, ήθελα να μην είχα τούτες τις σκέψεις, να μην χανόμουν σε αδιέξοδους παραλογισμούς. Ας ερχόντουσαν οι μνήμες και ας γίνονταν καπνός στο λεπτό, κι έπειτα οι νοσταλιγκές εικόνες να διαλύονταν με τα κύματα του νοτιά στα βράχια. Μα οι ευχές είναι για τους θεούς, και ο θάνατος των προσδοκιών για τους θνητούς. Ο κύκλος θα κλείσει μονάχος του, όταν θελήσει αυτός.
Καθώς διαισθάνθηκα τις ανώμαλες λειτουργίες του εγκεφάλου μου, τον τροφοδότησα λίγο παραπάνω με αιθέριο έλαιο τρέλας και έκανα την πραγματικότητα μια χαψιά. Την έκοψα σε κομματάκια, τόσο μικρά που έμοιαζαν με κουκίδες άμμου, και την σερβίρισα ως μεζέδες για μια μελλοντική διονυσιακή τελετή. Μια παραλία άμμου απλώνεται στο τραπέζι της μνήμης, αλλά νομίζω ότι ξέχασα να φέρω τις σταφίδες.
Η Άτροπος στέκει αγέρωχη σαν βασίλισσα και μασάει το στάρι με τα ρόδια. Με τα μάτια του παιδιού φωνάζει: "Νομίζουν ότι θα βρίσκουν πάντα τρόπους να ξεφεύγουν. Όμως, σαν βρεθούν μπροστά μου, τρομάζουν όλοι, ακόμη κι οι θεοί. Τότε με πιάνει νευρικό γέλιο με τα παρακάλια της τελευταίας στιγμής. Αφού το ξέρουν ότι έτσι θα γίνει, και παζάρια δεν γίνονται."
Όλες αυτές τις κουκκίδες τις μαζεύει ο ανεμόστρόβιλος που γεννιέται στην βάση του αδραχτιού. Με μια πνοή όλες τακτοποιούνται σε γραμμές και σειρές, και η απορία του παιδιού εμφανίζεται σφυρίζοντας κι ενώνει τις τελίτσες με παιδική αφέλεια. Μου ζητάει να γράψω το κεφαλαίο γράμμα από το όνομα μου, κι εγώ του γελάω. Θυμάμαι το απλό αυτό παιχνίδι, θυμάμαι τις τελίτσες και τις γραμμές που πρέπει να ενώνεις προσεκτικά. Βεβαίως, κάθετες μεταξύ τους πάω να πω, αλλά με προλαβαίνει το βλέμμα του: "εδώ υπάρχουν και παράλληλες..."
Ξεφεύγω όμως από το θέμα μου, όταν μου ζητάει και πάλι το κεφαλαίο γράμμα μου. Γελάω για άλλη μια φορά, γιατί έχω ξεχάσει το όνομα μου, και δεν χρειάζεται να το θυμηθώ. Τώρα έμαθα το παιχνίδι, τώρα βρήκα τις λέξεις να με περιμένουν κρυμμένες σε ένα πλέγμα με κεφαλαία γράμματα, ένας λαβύρινθος που φτιάχνουμε καθημερινά για να χανόμαστε. Όποιος θυμάται το όνομα του, ας κερδίσει...
Βαραίνει τούτη η θύμηση το μυαλό μου, μα αυτή άθελα της επανέρχεται σαν βράχος που πέφτει από το διάστημα στο ίδιο σημείο, ξανά και ξανά. Ήρθε και προσγειώθηκε στα πόδια μας σαν ανοιχτή πρόκληση. Κι εσύ τον σήκωσες γεμάτος περιέργεια, βρήκες το σανδάλι του Ιάσονα, κι έτσι σήκωθηκες κι έφυγες για εκστρατεία σε ξένους τόπους κι έρημες καρδιές. Εμείς που φοράμε και τα δύο τα παπούτσια μας μένουμε πίσω, χωρίς να έχουμε μια σκιά να κρυφτούμε, ένα βωμό να κάψουμε τους πόνους μας. Μαζί με τον βράχο όμως, γύρισες απρόσεκτα και τον κόσμο όλο ανάποδα.
Ο εγκέφαλος κάνει πάλι διακοπές, παρεμβολές από τελείες και γραμμές, προσπαθώ να τον συνεφέρω, αλλά εκείνος κάνει τα δικά του άλματα. Με μια σπρωξιά μπορεί να πηδήξει πάνω από όρη και βουνά, με μια αγκαλιά μπορεί να μεταμορφωθεί σε αστέρι στον ουρανό, με ένα ποτήρι κρασί... Πρόσεχε όμως κακομοίρη μου, να μην σκοντάψει στους φόβους σου όταν τρέχεις σε ανέμελα λιβάδια, πρόσεξε μην σου μπουρδουκλώσει τα πόδια, όταν είσαι στην άκρη του γκρεμού.
Με την απορία ενός μικρού παιδιού εισάγεται η φωνή από την Κλωθώ, να σιγομουρμουρίζει από καιρό: "Κανείς δεν ρωτάει για την κλωστή που γνέθω, κι ας είναι η πιο σημαντική. Ανόητοι θνητοί, ανόητες ανησυχίες κουβαλάνε μαζί τους, πνιγμένοι μέσα σε ματαιοδοξίες χάνουν το νήμα της ζωής πριν καν το αντικρύσουν. Πιάνονται από τα ασήμαντα και δεν νοιάζονται διόλου για το κουβάρι που ξετυλίγεται μπροστά τους."
Μέσα από αυτές τις αγέλαστες εικόνες και τις μπαγιάτικες σοφίες, αναζητάω την σπασμένη συμμετρία των πραγμάτων. Επιτέλους, κάντε λίγη ησυχία. Ήθελε να ηρεμήσει, ήθελε να ξεχαστεί σαν το μέλι που ζαχαρώνει, ήθελε να αγαπήσει την ομίχλη, δεν χρειαζόταν τα γκρίζα πανηγύρια σας.
Φόρεσα τα θαλασσινά και ήρθα να σε βρω, να κολυμπήσω μαζί σου στα ανοιχτά. Αυτή την φορά όμως το αλάτι κόλλησε στα χείλια μου κι η αρμύρα βούρκωσε τα μάτια μου. Αυτή την φορά δεν θα τα καταφέρω να σε ακολουθήσω. Έκρυψα στα νύχια μου την θλίψη και προχώρησα μαζί με τον χορό αρχαίας τραγωδίας.
Χαζεύω γύρω μου και αναζητάω τρόπους να ξεγελάσω το μυαλό, καμώνομαι ότι με ρώτησαν να δώσω μια εξήγηση για τον σταυρό. Δεν το πολυσκέφτηκα, μόνο έξυσα το κεφάλι μου και φοβήθηκα μονάχα τον αφορεσμό. Κάγχασα, πήρα ύφος βαθυστόχαστο και διαπίστωσα, «σταυρός είναι το σημείο τομής δύο ευθειών. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τέμνονται κάθετα μεταξύ τους, γιατί αλλιώς μπερδεύεται με το κεφαλαίο γράμμα Χ, και τότε ποιος μας σώζει από το Χάος που μπαίνει στις φοβισμένες μας ζωές;»
Η Λάχεσις δεν θέλει να μιλήσει, μα το παιδί της δίνει μιλιά, χωρίς να τα σκέφτεται και πολύ. "Θα ήθελες να σου δώσω νόημα στην επιλογή. Μα μονάχα μέσα από τις διαδρομές που κινείσαι, ίσως να μπορέσεις να αντιληφθείς την χαμένη ουσία, που ενώνει τις αποφάσεις μου, κρυμμένες σε ήλιος και φεγγάρια, σε μελωδίες και κραυγές. Αν σου λάχει, ίσως και να καταλάβεις κάτι."
«Βεβαίως», αναφώνησα σε λάθος στιγμή: «κάθετες», κι όλοι γύρισαν προς τα εμένα αγανακτισμένοι που διέλυα μια δήθεν ιερή στιγμή. Συνέχισα σιωπηλός τις γεωμετρικές μου αναλύσεις, «και στο σημείο τομής βρίσκεται όλη η ουσία των πραγμάτων, σε αυτό το ορισμένο σημείο χωράει η ζωή μας. Φτιάχνουμε μια τελίτσα στην μέση του πουθενά. Μα πριν προλάβουμε να την αγγίξουμε, πριν προλάβουμε να ισόρροπησουμε τις ανησυχίες μας, έχουμε διαλέξει άθελα μας την μια κάθετη γραμμή, και αναχωρούμε. Από εκεί που ήρθαμε; Όχι πάντα, μπορεί να είναι η πορεία από εκεί που θα πηγαίναμε....»
Ο χορός διαλαλούσε την ζωή σου, σαν να ήθελε να την γιορτάσει και τα σιωπηλά βλέμματα χτυπούσαν τους μαυροφορεμένους ιεράρχες, που αγωνιούσαν μάταια να συμπυκνώσουν το ακατανόητο της ζωής σε κούφιες ψαλμωδίες. Τίποτα δεν θα λυτρώσει τους ζωντανούς, παρά μονάχα όταν οι στάχτες απλωθούν σαν αμέτρητες τελίτσες πάνω από το Αιγαίο, μέσα στην αυλή που γεννήθηκαν τα βασίλεια του αρχιπελάγους. Το πνεύμα μου αδύναμο και χαμένο, μοιράζεται σε απομονωμένες νησίδες.
Έπειτα από ώρα επιστρέφει σε κομμάτια έχοντας καλές προθέσεις, ανασηκώνει το κεφάλι μου για λίγο, μα εκείνο αρνείται να συμμορφωθεί. Τα χέρια προσπαθούν να το συγκρατήσουν στην θέση του, όμως καλύτερα να το αφήσω να πέσει σαν κολοκύθα στο πάτωμα. Έρχεται η ώρα της επίσκεψης από έναν ενδημικό πονοκέφαλο, και το μυαλό κιοτεύει. Κι εγώ, ήθελα να μην είχα τούτες τις σκέψεις, να μην χανόμουν σε αδιέξοδους παραλογισμούς. Ας ερχόντουσαν οι μνήμες και ας γίνονταν καπνός στο λεπτό, κι έπειτα οι νοσταλιγκές εικόνες να διαλύονταν με τα κύματα του νοτιά στα βράχια. Μα οι ευχές είναι για τους θεούς, και ο θάνατος των προσδοκιών για τους θνητούς. Ο κύκλος θα κλείσει μονάχος του, όταν θελήσει αυτός.
Καθώς διαισθάνθηκα τις ανώμαλες λειτουργίες του εγκεφάλου μου, τον τροφοδότησα λίγο παραπάνω με αιθέριο έλαιο τρέλας και έκανα την πραγματικότητα μια χαψιά. Την έκοψα σε κομματάκια, τόσο μικρά που έμοιαζαν με κουκίδες άμμου, και την σερβίρισα ως μεζέδες για μια μελλοντική διονυσιακή τελετή. Μια παραλία άμμου απλώνεται στο τραπέζι της μνήμης, αλλά νομίζω ότι ξέχασα να φέρω τις σταφίδες.
Η Άτροπος στέκει αγέρωχη σαν βασίλισσα και μασάει το στάρι με τα ρόδια. Με τα μάτια του παιδιού φωνάζει: "Νομίζουν ότι θα βρίσκουν πάντα τρόπους να ξεφεύγουν. Όμως, σαν βρεθούν μπροστά μου, τρομάζουν όλοι, ακόμη κι οι θεοί. Τότε με πιάνει νευρικό γέλιο με τα παρακάλια της τελευταίας στιγμής. Αφού το ξέρουν ότι έτσι θα γίνει, και παζάρια δεν γίνονται."
Όλες αυτές τις κουκκίδες τις μαζεύει ο ανεμόστρόβιλος που γεννιέται στην βάση του αδραχτιού. Με μια πνοή όλες τακτοποιούνται σε γραμμές και σειρές, και η απορία του παιδιού εμφανίζεται σφυρίζοντας κι ενώνει τις τελίτσες με παιδική αφέλεια. Μου ζητάει να γράψω το κεφαλαίο γράμμα από το όνομα μου, κι εγώ του γελάω. Θυμάμαι το απλό αυτό παιχνίδι, θυμάμαι τις τελίτσες και τις γραμμές που πρέπει να ενώνεις προσεκτικά. Βεβαίως, κάθετες μεταξύ τους πάω να πω, αλλά με προλαβαίνει το βλέμμα του: "εδώ υπάρχουν και παράλληλες..."
Ξεφεύγω όμως από το θέμα μου, όταν μου ζητάει και πάλι το κεφαλαίο γράμμα μου. Γελάω για άλλη μια φορά, γιατί έχω ξεχάσει το όνομα μου, και δεν χρειάζεται να το θυμηθώ. Τώρα έμαθα το παιχνίδι, τώρα βρήκα τις λέξεις να με περιμένουν κρυμμένες σε ένα πλέγμα με κεφαλαία γράμματα, ένας λαβύρινθος που φτιάχνουμε καθημερινά για να χανόμαστε. Όποιος θυμάται το όνομα του, ας κερδίσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου