Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

Μια κρύα σκέψη

Έμοιαζε με εκείνα τα πρωϊνά που δεν θέλει να ξημερώσει. Όλη αυτή η πνιγηρή ατμόσφαιρά, με τα μουντά χρώματα να επικρατούν και τα σύννεφα να απειλούν να αφήσουν το βαρύ φορτίο τους από στιγμή σε στιγμή. Πως να ξεκινήσει καλά ετούτη η μέρα αναρωτιόταν, και μάταια προσπαθούσε να ζεσταθεί.
Τυλιγμένος σε μια κουβέρτα προσπαθεί να καταλάβει από ποια χαραμάδα εισχωρεί το κρύο, είναι σίγουρος ότι από κάπου μπάζει. Ίσως να έχει ξεχάσει κάποιο παράθυρο ανοιχτό, ίσως δεν έχει κλείσει καλά κάποια μπαλκονόπορτα. Αισθάνεται το ρίγος να τον διαπερνάει, κρύο που έρχεται από παντού, σαν να χάνεται η ζεστασιά σε μαύρες τρύπες.
Πρέπει να σηκωθεί, αλλά δεν μπορεί, τον έχει καταλάβει η ακινησία. Τότε, ανοίγει το ξυπνητήρι-ραδιόφωνο, παίζοντας μουσική που δεν ταιριάζει στο μουντό πρωϊνό. Και δεν προλαβαίνει καλά καλά το αυτί να συντονιστεί στους σκόρπιους ήχους, και ακούγεται η φωνή του δημοσιογράφου να φλυαρεί. Όχι, δεν θέλει να ακούσει την επικαιρότητα, όπου απαγγελούν αριθμούς για νεκρούς και τραυματίες, λες και μετράνε κουκιά.
Ακολουθούν κι άλλες σκέψεις: "Άνθρωποι είναι ρε γαμώτο, σαν εσένα κι εμένα. Οι άλλοι να ξέρουν γιατί πολεμάνε άραγε, και γιατί σκοτώνουν;" Κι αυτές οι παιδικές ερωρήσεις, που αδυνατεί να βρεί μια σωστή κουβέντα για να απαντήσει: "Γιατί σκοτώνουν παιδάκια σαν κι εμένα; Γιατί δεν κάνετε κάτι οι μεγάλοι να σταματήσετε αυτόν τον πόλεμο;"
Τραβάει την πρίζα κι απλώνεται η σιωπή, μια σιωπή γεμάτη κραυγές και θρήνους, μια σιωπή που νανουρίζει την συνείδηση. Άραγε πως κοιμάται ο κόσμος ήσυχα τα βράδυα; Δεν αντέχει το μυαλό του που κοντεύει να σπάσει, αρχίζει και θυμάται το όνειρο. Λέει ήταν εκεί, μέσα σ’ ένα νοσοκομείο και...
Δεν αντέχει ούτε να θύμαται. Καλύτερα να συγκεντρωθεί στο κρύο, που είναι τόσο δυνατό. Ότι κι αν κάνει δεν μπορεί να τον συνεφέρει. Ενώ τρέμει σύγκορμος, σηκώνεται από την υποτυπώδη ζεστασιά του. Ούτε αυτήν την αντέχει πλέον, του μυρίζει θάνατο κι αγριεύει, λες και ο αέρας είναι δηλητηριασμένος.


Οργισμένος ανοίγει όλα τα παραθύρα, όλες τις πόρτες, δεν θέλει να ζει αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Ένας παγωμένος αέρας εισβάλλει και αισθάνεται το κρύο ρεύμα να τον ξυπνάει μονομιάς. Δεν σταματάει να τρέμει, αλλά τώρα είναι έτοιμος να εκραγεί.
"Θα έρθει άραγε η πολύποθητη άνοιξη; Πολυπόθητη;", σκέφτηκε ξανά. Κι όμως ήταν η πρώτη φορά που φοβόταν την εποχή των χρωμάτων. Μετά από ένα τέτοιο χειμώνα, δεν θελει να λιώσουν τα χιόνια, τα βαμμένα στο αίμα. Ξέρει ότι τα ποτάμια δεν θα γεμίσουν από ελπίδα και δροσιά, αλλά από μίσος κι όργή. Τα ποτάμια θα φέρουν το αίμα στην πόρτα, αυτό που κανείς δεν θέλει να δει όλες αυτές τις μέρες θα έρθει μόνο του.


Βγαίνει στο παράθυρο, και κοιτάει τον γκρίζο ουρανό. Αδύνατο να διακρίνει τον ήλιο, κι όμως ελπίζει ότι θα βγεί σύντομα. Παρατηρεί τα πιτσιρίκια που παίζουν αμέριμνα μπάλα. Αν και έχουν αρχίσει οι πρώτες σταγόνες να πέφτουν, συνεχίζουν να παλεύον γύρω από το τόπι. Κι ενώ έχει ξεκινήσει πια κανονική βροχή, αυτά συνεχίζουν να αγωνίζονται μέσα στο μπουρίνι, χωρίς να καταλαβαίνουν ούτε από βροχή, ούτε από κρύο. Τέρμα στα λόγια και στις σκέψεις, μηπως για αρχή πρέπει να κατέβει να τρέξει μαζί τους;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου