Με ένα τραγούδι κολλημένο στο μυαλό, ξύπνησα νοιώθοντας το κρύο του χειμώνα να τρυπώνει στη ραχοκοκαλιά μου. Καθώς έπλενα το πρόσωπο μου, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και προσπάθησα να θυμηθώ σε ποιο όνειρο χωρούσε. Ακόμα κι οι μουσικές από το ανοιχτό ραδιόφωνο, δεν μπορούσαν να καλύψουν αυτό που έπαιζε μέσα στο κεφάλι μου.
Ο σκοπός αυτός με κυνηγούσε όλο το πρωί στη δουλειά και δεν με άφηνε να λειτουργήσω. Ύστερα στο λεωφορείο, παραλίγο να αρχίσω να το τραγουδάω, μα δεν σκέφτηκα τουλάχιστον να έβγαζα το καπέλο, για να μαζέψω κανένα ψιλό. Όμως, ένα απότομο φρενάρισμα κατάφερε να με συγκρατήσει, (σε αντίθεση με το σώμα μου που πετάχτηκε καμπόσα μέτρα μπροστά).
Το φως της ημέρας λιγόστευε, κουβαλώντας την χειμωνιάτικη νύχτα . Ευκαιρία να κρυφτώ στο σκοτάδι από τον επίμονο τραγόυδι, αλλά μάταια. Κι ενώ προσπαθούσα να εξηγήσω το πυθαγόρειο θεώρημα, ο ρυθμός γλυστρούσε ανάμεσα στις τετραγωνισμένες πλευρές˙ τα τρίγωνα χόρευαν μαζί με τις εξισώσεις, χοροπηδούσαν τρελά σαν να θέλαν να αποκαλύψουν την κρυμμένη αρμονία των σφαιρών.
Με τέτοια αναστάτωση έφυγα κι επισκέφτηκα ένα σπίτι φίλου. Λίγο έλλειψε να σηκωθώ και ν’ αρχίσω να χορεύω στα καλά καθούμενα, αλλά ευτυχώς μια έντονη συζήτηση των άλλων με κράτησε κολλημένο στον καναπέ μου. Αν είχα λόξυγγα που επιμένει, θα έπινα μερικές γουλιές νερού για να τον κόψω.
Με μια παρόμοια ιδέα πείστηκα εύκολα. Για την ακρίβεια, ν’ αρχίσω να κατεβάζω τσίπουρα για να ζεστάνω το κεφάλι, μήπως το ζαλίσω και το επαναφέρω στο θόρυβο της πόλης, μήπως και το ξεκολλήσω.
Αντ’ αυτού, εκείνη ήταν η στιγμή που χάθηκα ανάμεσα στις νότες του κι εξατμίστηκα σαν την πρωινή πάχνη του καλοκαιριού˙ ξέχασα τι ήθελα να ξεχάσω. Ακολουθώντας την μουσική, στριφογύρισα μέσα στη θάλασσα κυνηγώντας φυσαλίδες στο βυθό.
Μαύρα μεσάνυχτα ξύπνησα βρεγμένος στην ακροθαλασσιά κι αναρωτιόμουν τι είχε συμβεί ετούτη την μέρα. Κάπου πιο πέρα, άκουγα μια μουσική να σπάει μαζί με τα κύματα, ενώ αχνοφαινόταν μια φλόγα. Περπάτησα προς το τραγούδι, που πλέον δεν ήταν μονάχα στο μυαλό μου, κι έφτασα δίπλα στα παιδιά. Κι ήταν όλοι εκεί, όλη η παλιοπαρέα γύρω από μια φωτιά, έπαιζαν και τραγουδούσαν τα δικά μας.
-Συγγνώμη, αλλά δεν θα πιστέψετε τι μου έτυχε σήμερα. Ελπίζω μονάχα να μην άργησα.
Το φως της ημέρας λιγόστευε, κουβαλώντας την χειμωνιάτικη νύχτα . Ευκαιρία να κρυφτώ στο σκοτάδι από τον επίμονο τραγόυδι, αλλά μάταια. Κι ενώ προσπαθούσα να εξηγήσω το πυθαγόρειο θεώρημα, ο ρυθμός γλυστρούσε ανάμεσα στις τετραγωνισμένες πλευρές˙ τα τρίγωνα χόρευαν μαζί με τις εξισώσεις, χοροπηδούσαν τρελά σαν να θέλαν να αποκαλύψουν την κρυμμένη αρμονία των σφαιρών.
Με τέτοια αναστάτωση έφυγα κι επισκέφτηκα ένα σπίτι φίλου. Λίγο έλλειψε να σηκωθώ και ν’ αρχίσω να χορεύω στα καλά καθούμενα, αλλά ευτυχώς μια έντονη συζήτηση των άλλων με κράτησε κολλημένο στον καναπέ μου. Αν είχα λόξυγγα που επιμένει, θα έπινα μερικές γουλιές νερού για να τον κόψω.
Με μια παρόμοια ιδέα πείστηκα εύκολα. Για την ακρίβεια, ν’ αρχίσω να κατεβάζω τσίπουρα για να ζεστάνω το κεφάλι, μήπως το ζαλίσω και το επαναφέρω στο θόρυβο της πόλης, μήπως και το ξεκολλήσω.
Αντ’ αυτού, εκείνη ήταν η στιγμή που χάθηκα ανάμεσα στις νότες του κι εξατμίστηκα σαν την πρωινή πάχνη του καλοκαιριού˙ ξέχασα τι ήθελα να ξεχάσω. Ακολουθώντας την μουσική, στριφογύρισα μέσα στη θάλασσα κυνηγώντας φυσαλίδες στο βυθό.
Μαύρα μεσάνυχτα ξύπνησα βρεγμένος στην ακροθαλασσιά κι αναρωτιόμουν τι είχε συμβεί ετούτη την μέρα. Κάπου πιο πέρα, άκουγα μια μουσική να σπάει μαζί με τα κύματα, ενώ αχνοφαινόταν μια φλόγα. Περπάτησα προς το τραγούδι, που πλέον δεν ήταν μονάχα στο μυαλό μου, κι έφτασα δίπλα στα παιδιά. Κι ήταν όλοι εκεί, όλη η παλιοπαρέα γύρω από μια φωτιά, έπαιζαν και τραγουδούσαν τα δικά μας.
-Συγγνώμη, αλλά δεν θα πιστέψετε τι μου έτυχε σήμερα. Ελπίζω μονάχα να μην άργησα.
Έλα ρεεεεεε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί έκλεισες απότομα;
Τραγούδισέ μου κι άλλο, εγώ θα σε πiστέψω!
@Ανώνυμε (με το γνωστό όνομα)
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί αυτή η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ. Εδώ θα τραγουδάμε μαζί...