Με μια βαλίτσα στο χέρι και πάλι, στέκεται στο κατώφλι του χειμώνα, άραγε να ξέρει τι ζητάει; Είναι ένα ταξίδι στο οποίο δεν γνωρίζει προς τα που πάει, με πόσα δανεικά θα ξυπνήσει στην τσέπη του, πόσα και σε ποιον τα χρωστάει... Κλείνει τα μάτια ως συνήθως, και προχωράει. Ίσως και να πηγαίνει απλώς από τον πάνω μαχαλά, στον κάτω.
Δεν ξέρει τι να ξεδιαλέξει, τι να πάρει μαζί του, και τι να αφήσει. Μέχρι που στύβει το μυαλό του σαν πορτοκάλι, όχι όμως για να θυμηθεί, ούτε και για να επιλέξει. Αλλά το στύβει, απλώς για να αδειάσει από το χυμό των αναμνήσεων, να αφήσει χώρο στο δέντρο να ανθίσει ξανά, να φτιάξει νέα φρούτα και νέες γεύσεις, να αφήσει τα χρώματα να πιτσιλίσουν τις γκρίζες σκιές της μελαγχολίας. Και έτσι μέσα στο χειμώνα, βιαστική η αμυγδαλιά ανθίζει.
Με ένα περίεργο γέλιο καταφέρνει κι ανακατεύει τα δέντρα με τα φύκια. Ξαπλώνει στην άμμο και συνεχίζει να γελάει δυνατά. Καταχείμωνο στην παραλία; Γιατί όχι; Γιατί ναι; Από τα σαράντα κύματα αναζητάει το ένα και μοναδικό, που θα τον πάει στα ανοιχτά και θα τον ξαποστείλει χωρίς τύψεις στην άκρη του ορίζοντα, εκεί που δεν υπάρχει όριο μεταξύ θάλασσας και ουρανού, παρα μονάχα μια γαλάζια αγκαλιά.
Μα όσο περνάει η ώρα και τα χνάρια σβήνονται με τον αέρα, αυτός χάνεται στην απέραντη παραλία. Πέφτει αργά η σκιά της πόλης, και του φωνάζει ότι θα τον πάρει από το χέρι, για να του δείξει άλλα μέρη. Όμως αυτός μένει πίσω και αφήνει το βλέμμα του να πλανηθεί ψηλά, θέλει να χαζέψει τα σύννεφα, καθώς ο καιρός κάνει παιχνίδια και τα altocumulus χαώδους όψεως δημιουργούν νησιά από υδρατμούς. Εκεί ψηλά θέλει να ανέβει, να περνάει από νησί σε νησί.
Μα πριν μάθει να ακροβατεί στις άκρες των νεφών, πρέπει να αρχίσει από τα χαμηλά. Φορτώνει όλες τις θύελες στο καπέλο του, καταπίνει όλα τα σκουριασμένα καρφιά με μια μπουκιά, γεμίζει με φωτιές τις άκρες των δαχτύλων του. Όμως στέκεται με φόβο μπροστά από την κρυφή αυλή του μυστηρίου, και αναρωτιέται αν πρέπει να ανοίξει την πόρτα, να ξετυλιξεί το κουβάρι.
Αφήνει την βαλίτσα κάτω... ακουμπάει την πόρτα... οι μεντεσέδες τρίζουν απειλητικά... ήρθε η ώρα να μπει...
Δεν ξέρει τι να ξεδιαλέξει, τι να πάρει μαζί του, και τι να αφήσει. Μέχρι που στύβει το μυαλό του σαν πορτοκάλι, όχι όμως για να θυμηθεί, ούτε και για να επιλέξει. Αλλά το στύβει, απλώς για να αδειάσει από το χυμό των αναμνήσεων, να αφήσει χώρο στο δέντρο να ανθίσει ξανά, να φτιάξει νέα φρούτα και νέες γεύσεις, να αφήσει τα χρώματα να πιτσιλίσουν τις γκρίζες σκιές της μελαγχολίας. Και έτσι μέσα στο χειμώνα, βιαστική η αμυγδαλιά ανθίζει.
Με ένα περίεργο γέλιο καταφέρνει κι ανακατεύει τα δέντρα με τα φύκια. Ξαπλώνει στην άμμο και συνεχίζει να γελάει δυνατά. Καταχείμωνο στην παραλία; Γιατί όχι; Γιατί ναι; Από τα σαράντα κύματα αναζητάει το ένα και μοναδικό, που θα τον πάει στα ανοιχτά και θα τον ξαποστείλει χωρίς τύψεις στην άκρη του ορίζοντα, εκεί που δεν υπάρχει όριο μεταξύ θάλασσας και ουρανού, παρα μονάχα μια γαλάζια αγκαλιά.
Μα όσο περνάει η ώρα και τα χνάρια σβήνονται με τον αέρα, αυτός χάνεται στην απέραντη παραλία. Πέφτει αργά η σκιά της πόλης, και του φωνάζει ότι θα τον πάρει από το χέρι, για να του δείξει άλλα μέρη. Όμως αυτός μένει πίσω και αφήνει το βλέμμα του να πλανηθεί ψηλά, θέλει να χαζέψει τα σύννεφα, καθώς ο καιρός κάνει παιχνίδια και τα altocumulus χαώδους όψεως δημιουργούν νησιά από υδρατμούς. Εκεί ψηλά θέλει να ανέβει, να περνάει από νησί σε νησί.
Μα πριν μάθει να ακροβατεί στις άκρες των νεφών, πρέπει να αρχίσει από τα χαμηλά. Φορτώνει όλες τις θύελες στο καπέλο του, καταπίνει όλα τα σκουριασμένα καρφιά με μια μπουκιά, γεμίζει με φωτιές τις άκρες των δαχτύλων του. Όμως στέκεται με φόβο μπροστά από την κρυφή αυλή του μυστηρίου, και αναρωτιέται αν πρέπει να ανοίξει την πόρτα, να ξετυλιξεί το κουβάρι.
Αφήνει την βαλίτσα κάτω... ακουμπάει την πόρτα... οι μεντεσέδες τρίζουν απειλητικά... ήρθε η ώρα να μπει...
θα ανοίξει την πόρτα, θα μαζέψει όλο το θάρρος που του έχει απομείνει και θα μπει. θα διαπιστώσει ότι δεν ήταν όσο δύσκολο το περίμενε. μέσα στο δωμάτιο, το φως θα μπαίνει μέσα από το μοναδικό παράθυρο που είχε αποφασίσει να αφήσει ανοιχτό όταν έφευγε. Ο καιρός θα είναι βροχερός, τα πράγματά και τα βιβλία του, θα τον καλοσωρίσουν. Θα είναι όλα όπως όταν τα άφησε εκείνο το πρωινό που ξεκίνησε για το ταξίδι. Τώρα, η χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα, γκρίζα σαν τη θάλασσα στις σκέψεις του, θα τον τυλίξει. Μια μουσική θα αγγίζει το σώμα του και θα τον ζεστάνει. Ότι άφησε στο μικρό σπίτι του, πριν τόσους αιώνες, θα περιφέρεται σιωπηλά γύρω του καθώς αυτός θα μένει ακίνητος με τη σκέψη του να περπατάει ξυπόλυτη στη άδεια παραλία. Σκέφτεται ότι με τόσες εικόνες που μάζεψε μέσα στο σακίδιό του, με τόσο φως και τόση θάλασσα, δεν μπορεί παρά να δώσει άλλο χρώμα στο μικρό βασίλειὸ του. Θα κατευθυνθεί προς το τραπεζάκι και θα μαζέψει τα σκόρπια χαρτιά. Θα πιάσει την πένα του και θα ξεκινήσει για το καινούργιο ταξίδι, ντυμένο με σταγόνες βροχής αυτή το φορά. Θα είναι όμορφο και πολλά υποσχόμενο αυτό το ταξίδι. Θα γράφει, θα γράφει με ενθουσιασμό στο άσπρο χαρτί, και το μελάνι θα κυλάει κόκκινο, σαν το φεγγάρι, μέσα στις λέξεις. Και αυτός ήδη θα έχει ξεκινήσει.
ΑπάντησηΔιαγραφή