Πρωί Μεγάλης
Παρασκευής, ξεκινάει η αύξηση της έντασης του Βοριά. Μπορώ να το νιώσω στο
πετσί μου και να το διαβάσω στη θάλασσα. Η αλλαγή έρχεται τελικά πιο νωρίς από
ότι υπολόγιζα. Καθώς κωπηλατώ προς Παλαιοχώρι και περνάω τον κάβο ο καιρός
έρχεται πλαγιομετωπικά και τον έχω πλέον κόντρα στην ρότα μου.
Το κομμάτι από
Παλαιοχώρι και μετά είναι ένα ακόμη ξεχωριστό όμορφο κομμάτι του νησιού.
Τελειώς διαφορετικό από το δυτικό κομμάτι. Συνέχεια υπάρχουν εντυπωσιακοί
γκρεμοί, πολύχρωμα βράχια και μικροί όρμοι που κρύβουν μικρές παραλίες. Δεν
σταμάτησα να φωτογραφίζω και σκεφτόμουν ότι αν ο Άρης κάποτε είχε ωκεανούς,
κάπως έτσι πρέπει να έμοιαζε. Εντωμεταξύ, πολλές πλαγιές είναι γεμάτες από
υπόσκαφες στοές, άγνωστο από ποια εποχή. Άλλες διαβάζεις ότι είναι δοκιμαστικές
τομές νεώτερων χρόνων, κι άλλες ορυχεία αρχαίων ή ρωμαϊκών χρόνων. Όλες αυτές
οι μικρές ή μεγάλες προσπάθειες, με προετοιμάζουν για την επόμενη έκπληξη.
Σε ένα μεγάλο
όρμο στην ανατολική πλευρά βρίσκονται τα εγκατελειμμένα θεορυχεία, ένα ζωντανό μνημείο
που φθείρεται με τον χρόνο. Αλλά κουβαλάει αυτόν τον αέρα μιας ξεχασμένης
εποχής, που όμως άφησε ανεξίτηλα σημάδια σε πολλά σημεία της Ελλάδας. Εδώ όμως
όλα βρίσκονται παρατημένα, σαν να πάγωσε ξαφνικά ο χρόνος. Φαίνεται σαν κάποιος
άγνωστος σε εμάς πολιτισμός που άκμασε, και ξαφνικά στο ζενίθ της ακμής του
εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Πέρα από τα βαγόνια, τις ηλεκτρογεννήτριες κι
άλλα περίπλοκα μηχανήματα, έβλεπες το μηχανουργείο σε πλήρη τάξη. Κάθε γρανάζι
ζυγισμένο στη θέση του και κάθε βίδα σε σειρά σύμφωνα με το μέγεθος της, όλα
έτοιμα κι έτοιμα ώστε να επισκευαστούν οι επικείμενες φθορές.
Εδώ η στάση μου
είναι μεγάλη, αν και ο καιρός κάνει σχετικά δύσκολη την έξοδο. Όμως, αξίζει μια
περιήγηση στα μισοκατεστραμμένα κτίρια, στις εντυπωσιακές στοές δίπλα στην
προβλήτα φόρτωσης, μια βόλτα στο ρέμα που έχει διευθετηθεί ώστε να κυλάει
απρόσκοπτα όταν αποφασίσει να βρέξει. Μόλις καθίσω λίγο κι αφουγκραστώ, έρχεται
μια εικόνα στο μυαλό από ανθρώπους που μοχθούσαν και αγωνιζόντουσαν σε ένα
αφιλόξενο περιβάλλον για να εξορύξουν ένα υλικό από τη γη σε ένα ξένο τοπίο.
Εικόνα από το παρελθόν ή εικόνα από το μέλλον; Κι αλήθεια που πήγαν όλοι αυτοί;
Πού χάθηκε τόσος κόπος και τόσος ιδρώτας; Άλλο ένα ορυχείο που έσβησε από το
χάρτη, στη λήθη των χαμένων εξορύξεων.
Με τέτοιες
σκέψεις βουτάω το καγιακ ξανά στην κόκκινη πλευρά της παραλίας λόγω των
πετρωμάτων που σκουριάζουν πλέον από τον άνεμο και την βροχή. Ο καιρός έχει
ανέβει κι άλλο καθώς κινούμαι βόρεια, αφήνοντας διάφορες ορμίσκους με
συμπαθητικές ή αδιάφορες παραλίες. Και πριν προλάβουν να σβήσουν οι σκέψεις,
φτάνω στα Βούδια, στον όρμο όπου οι εγκαταστάσεις είναι σύγχρονες, τα ορυχεία
δουλεύουν και τα πλοία φορτώνονται καθημερινά. Επιταχύνω το ρυθμό μου για να
προσπεράσω ένα καράβι που ετοιμάζεται να ανεβάσει άγκυρα και να κουβαλήσει τα
ορυκτά σε άλλα λιμάνια. Αφού καταφέρω να καβατζάρω τον κάβο κι αλλάζω ρότα, ο
αέρας γίνεται εκ νέου ούριος και με σπρώχνει προς την Κίμωλο. Αυτό το στενό
Κιμώλου-Μήλου το έχω διασχίσει και μερικά χρόνια πριν.
Διαλέγω πάλι μια
έρημη παραλία της Κιμώλου για να αποφύγω τον επιτάφιο και την περιφορά του στο
χωριό της Μήλου, σε μια παραλία απέναντι από τ’ Απολώνια, τον Άγιο Γεώργιο. Εδώ
ο καιρός απανεμίζει τόσο σε αέρα τόσο σε κύμα. Η πένθιμη καμπάνα ακούγεται στο
βάθος, ο καιρός έχει κλείσει και μερικές ψιχάλες πέφτουν για να δώσουν μια
σκοτεινή ατμόσφαιρα.
Μεγάλο Σάββατο
ξημερώνει και μέσα στο ύπνο μου άκουσα δυνατό αντιμάμαλο, ενώ είχα ξαπλώσει με
ήρεμη θάλασσα. Και λίγο πριν ξεκινήσω παρατηρώ το καράβι της γραμμής, το
Άρτεμις να περνάει μεν στην ώρα του, αλλά με μια περιέργη ρότα, που θα καταλάβω
μόνο αργότερα. Δηλαδή είχε χαράξει την πορεία του έτσι, ώστε να μην είναι ο
καιρός εντελώς στα πλάγια στο στενό και να έχει μεγάλο μπότζι.
Τα σημάδια
υπήρχαν, γνώριζα ότι ο καιρός χαλάει αλλά δεν είχα υπολογίσει ότι η ένταση και
ο κυματισμός θα ανέβει τόσο πολύ μέσα σε ένα 24ώρο. Ξεκινώ να κωπηλατώ και λίγο
πιο πέρα βλέπω μια χελώνα να ταξιδεύει αντίθετα από μένα. Αν μου μιλούσε, είμαι σίγουρος ότι θα μου έλεγε: «που πας βρε
κακομοίρη;». Όμως δεν θα της έδινα
σημασία, καθώς μόλις πέρασα τ’ Απολλώνια, και κινήθηκα προς τον Καλόγερο, ο
καιρός ήταν φορτωμένος, όμως ο κυματισμός δεν περνούσε τα 6 μποφόρ οπότε και
θεώρησα την κατάσταση διαχειρίσιμη μέχρι την επόμενη έξοδο.
Όμως, καθώς
έβγαινα από την σκιά της Κιμώλου, το πράγμα φαινόταν ότι αγρίευε ολόενα και
περισσότερο. Καθώς πλησιάζω τα γλαρονήσια, τα κύματα γίνονται τείχη και πολλές
φορές πλεον σκάνε αφρισμένα στο καγιάκ. Γενικά τον καιρό τον έχω πλάγια, και οι
κορυφές που σπάνε σαρώνουν την πλευρική μου πλεύση και στρίβουν ενίοτε το
καγιάκ. Ο αρχικός μου στόχος ήταν να βγω στο Σαρακήνικο, αλλά με αυτό τον καιρό
αλλάζω άποψη κι αναζητώ διαφορετική έξοδο. Το άσχημο είναι ότι δεν έχω
μελετήσει επαρκώς το χαρτή, αλλά ευτυχώς κάτι θυμάμαι από προηγούμενη τουριστική
επίσκεψη στο νησί. Εντωμεταξύ, τα νερά αυξάνονται, και μόνο στάζοντας συνέχεια
από τις ραφές. Ενίοτε, κάνω μικρές στάσεις μεσοπέλαγα για να αδειάσω βιαστικά
κάποια από αυτά.
Έχω βάλει στόχο
ένα ακρωτήριο με βραχονησίδα όπου σχεδιάζω να κάνω μια στάση, να αδειάσω
εντελώς τα νερά και να χαλαρώσω για λίγο. Δεν έχω ιδέα πόσο απέχω από Μαντράκια
ή Φυροπόταμο, όπου ξέρω ότι υπάρχουν αλιευτικά καταφύγια. Πλέον, έχω αλλάξει
και την τακτική μου και στα αφρισμένα κύματα που ανυπομονούν να με λούσουν,
αδιαφορώ για την πορεία μου και γυρίζω με πλώρη καταπάνω τους, κι έτσι αργώ μεν
αλλά δεν στριφογυρίζω λόγω καιρού δε. «Μύτη-μύτη-Κοκομύτη» γίνεται το σύνθημα
μου κάθε φορά που βλέπω τις τρεις σειρές των τειχών, γνωστή κι ως τρικυμία.
Καθώς πλησιάζω τη βραχονησίδα αντικρύζω και κάποια σπιτάκια, θεωρώ ότι πλησιάζω
κάποιο οικισμό. Αν και στο μικρό κανάλι που δημιουργείται, γίνεται χαμός από
ρεύματα κι αντιμάμαλο, η κατάσταση στην απάνεμη πλευρά του είναι αρκετά ασφαλής
για στάση κι άδειασμα υδάτων, οπότε αξίζει το ρίσκο να περάσεις από τις δίνες.
Ύστερα, από αρκετά «χαστούκια» και
«καπακώματα», διακρίνω και τα πρώτα σύρματα που κοιτάνε τον βοριά και είμαι
σίγουρος ότι έφτασα σε κάποιο είδους λιμάνι, κι όντως σε λίγο ξεπροβάλλουν τα
Μαντράκια. Με ένα ελιγμό βρίσκω την είσοδο και βγαίνω σε μια μικρή λωρίδα
άμμου. Οι τουρίστες με χαζεύουν περίεργοι, ενώ εγώ βγαίνω στον ήλιο για να
στεγνώσω. Απόφαση να μην ξαναβγώ στον καιρό και με ένα τηλέφωνο θα αναλάβει μια
φίλη μου τα υπόλοιπα.
Για το μικρό
υπόλοιπο για να κλείσει ο κύκλος της Μήλου, θα συνεχίσω την Δευτέρα, περνώντας
από Φυροπόταμο,κι έπειτα από τον άγριο κάβο Τράχηλα. Ο καιρός πλέον έχει πέσει
και μόνο η αγριάδα των βράχων προδίδει την άγρια μάχη της θάλασσας. Σε λίγο
προσπερνάω την Πλάθιενα, όπου χαιρετάω άλλους καγιάκερς και αφήνοντας πίσω τις
τρεις Αρκούδες, και χαζεύοντας το Κλίμα δια θαλάσσης ο κύκλος του νησιού
κλείνει ξανά, ένας κύκλος με πολλές εναλλαγές τοπίων και διακυμάνσεις του
καιριού. Έτσι επιστρέφω στο λιμάνι του Αδάμαντας, όπου θα πρέπει να ξεστήσω το
αξιόπλοο τσιπουράκι και να ετοιμαστώ για το ταξίδι επιστροφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου