Ξυπνάω μεθυσμένος, λες και στον ύπνο, σε κάθε όνειρο με κερνούσαν κρασί. Κοιτάζω τις ιδρωμένες ανάσες μου στο τζάμι και παραπατάω σε άσπρα σύννεφα. Ο αέρας μυρίζει καλοκαίρι κι όμως δεν είναι. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και σίγουρα όνειρο δεν είναι.
Μια λευκή γεύση αφήνεται πάνω από την μαυρίλα που με περιβάλλει. Αφήνω την πόρτα και γεμίζει όλο το δωμάτιο φτερά, ένα μικρό πουλί εισβάλλει και τσιμπάει τα μαλλιά μου. Δεν χωράει στην χούφτα μου, αναζητάει την μοναδική ελευθερία. Σκέφτομαι να αποδράσω μαζί του από το δικό μου κλουβί. Ύστερα αποτραβιέμαι φοβισμένος. Πότε θα μάθω να πετώ ανέμελος;
Κάποια φωτιά σιγοκαίει μέσα μου, ζητάω νερό και ξεχνάω τα δάκρυα, ξεχνάω τις άναρθρες κραυγές. Ζητάω καφέ, ζητάω μια χαραμάδα φωτός, και ακούγεται φασαρία. Δεν είμαι μόνος... Τι σημαίνει αυτό; Αφήνω το αίμα να στάξει και βλέπω τον ήλιο να στέκει τρελός σε ένα ανοιξιάτικο τοπίο. Θέλω να τον κοιτάξω με τα μάτια μου, να τυφλωθώ στο λεπτό, να νοιώσω την ζέστη του. Πιάνω την μελωδία του πόνου και πλέκω πολύχρωμα καπέλα.
Αναχώρησα δίχως ίχνος ενοχής και ξεπλύθηκα με ένα κουβά χιόνι. Πελέκησα στη σκιά μου το σχήμα μιας κουκουβάγιας και θυμήθηκα τις προηγούμενες αυτοκτονίες μου. Κανείς δεν καταλαβαίνει πια τι εννοώ. Βλέπω το κύμα να έρχεται κατά πάνω μου και ορμάω να το αγκαλιάσω. Τυλιχτό κουλούρι πέφτει από τα βράχια και σκίζονται οι σελίδες των απαγορευμένων λέξεων μου. Κίνησα για το επόμενο νησί, και θα φτάσω την τέταρτη άνοιξη με τρύπια πανιά και αμπάρια γεμάτα ελαφρόπετρες. Δεν δίνω όνομα, δεν δίνω δεκάρα, παρά μονάχα το αίμα μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου