Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Νυχτερινή Απόσταξη

"Πες μας ακόμα μια ιστορία, γράψε κάτι για σένα, πες μας τι νοιώθεις"... Εδώ τελειώνουνε τα ψέματα και αρχίζουν οι αλήθειες. Δηλαδή φοβάμαι να γράψω για όλα αυτά που με ακολουθούν, για όλες τις φωνές που αντιλαλούν μέσα στο σώμα μου. Προτιμώ να διηγούμαι παραμύθια, να κατασκευάζω δράκους και πρίγκηπες, βατράχους και μάγισσες. Ξάφνου, παίρνω το μελανοδοχείο το γεμίζω με μπρούσκο κρασί, το ανακατεύω με καυτά δάκρυα, και συνεχίζω το γράψιμο με άδειο μπουκάλι. 
Οι ιστορίες που θα θέλατε να αφηγηθω είναι βαρετές και χωρίς ενδιαφέρον. Μιλάνε για τη ζωή μου, τους πόνους και τις χαρές μου, όπως αυτές που νοιώθει κάθε άνθρωπος, ίσως με ένα γέλιο παραπάνω ή ένα δάκρυ λιγότερο. Αποκτούν δική τους ζωή όταν μπορέσω να τις αποστάξω, να τις κάνω μούστο, να τις αφήσω να βράσουν, να ωριμάσουν σε αδιόρατες εικόνες και σε ένα κελάηδημα λέξεων. Τέτοιες έχω πολλές, χωρίς αρχή, μέση και τέλος...


Αλλά δεν φαίνεται πιθανό να αφεθούν να ταξιδέψουν ελεύθερες. Αφού τα πιο βαριά κομμάτια τους τα κρατω κρυφά, μακρυά από τα διαπεραστικά βλέματα και τις αδιάκριτες ματιές. Κι όταν αποφασίσω να μιλήσω, μιλάω αινιγματικά, χρησιμοποιώ κώδικες και άγνωστες λέξεις, ώστε να είμαι σίγουρος ότι θα παραμείνω ακατανόητος, ότι θα κρατήσω το μυστικό συστατικό της συνταγής μόνο για μένα. Μπορώ να χορεύω ξυπόλυτος, αλλά τα πόδια θα συνεχίσουν να ματώνουν και να αφήνουν στάμπες στα σεντόνια.
Γι αυτό συνεχίζω να μαζεύω και να ζυγίζω τις ελαφρόπετρες, γι αυτό συνομιλώ μονάχα με την σιωπή του δάσους, γι αυτό ερωτεύομαι μονάχα το πελώριο κύμα που θέλει να με πνίξει. Αφήνω την στάχτη να μεταφέρει τα λόγια μου, καθώς καίω τα ημερολόγια μου στο τελευταίο ανοιξιάτικο κρύο.


Πόσο μακρυά νομίζω ότι μπορώ να φτάσω με τούτη την σχεδία από ελαφρόπετρες; Ίσως καταφέρουν οι αναμνήσεις μου να μην βουλιάξουν και να ταξιδέψουν λίγο πιο πέρα, ίσως  βρουν μια θέση στο χαμένο νησί των θησαυρών, ίσως παρασυρθούν οι σκέψεις μου μονάχα σε μια θάλασσα εγνοιών και ατελειώτων αναζητήσεων, ίσως με πάρει το ρεύμα στο κόλπο με τους καρχαρίες, ίσως ακολουθήσω τις σειρήνες...
Ένα παραμύθι θα σας πω για μια σχεδία από ελαφρόπετρες...

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

'Αναρθρες Φουρτούνες

Ξυπνάω μεθυσμένος, λες και στον ύπνο, σε κάθε όνειρο με κερνούσαν κρασί. Κοιτάζω τις ιδρωμένες ανάσες μου στο τζάμι και παραπατάω σε άσπρα σύννεφα. Ο αέρας μυρίζει καλοκαίρι κι όμως δεν είναι. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και σίγουρα όνειρο δεν είναι.

Μια λευκή γεύση αφήνεται πάνω από την μαυρίλα που με περιβάλλει. Αφήνω την πόρτα και γεμίζει όλο το δωμάτιο φτερά, ένα μικρό πουλί εισβάλλει και τσιμπάει τα μαλλιά μου. Δεν χωράει στην χούφτα μου, αναζητάει την μοναδική ελευθερία. Σκέφτομαι να αποδράσω μαζί του από το δικό μου κλουβί. Ύστερα αποτραβιέμαι φοβισμένος. Πότε θα μάθω να πετώ ανέμελος;



Κάποια φωτιά σιγοκαίει μέσα μου, ζητάω νερό και ξεχνάω τα δάκρυα, ξεχνάω τις άναρθρες κραυγές. Ζητάω καφέ, ζητάω μια χαραμάδα φωτός, και ακούγεται φασαρία. Δεν είμαι μόνος... Τι σημαίνει αυτό; Αφήνω το αίμα να στάξει και βλέπω τον ήλιο να στέκει τρελός σε ένα ανοιξιάτικο τοπίο. Θέλω να τον κοιτάξω με τα μάτια μου, να τυφλωθώ στο λεπτό, να νοιώσω την ζέστη του. Πιάνω την μελωδία του πόνου και πλέκω πολύχρωμα καπέλα.

Αναχώρησα δίχως ίχνος ενοχής και ξεπλύθηκα με ένα κουβά χιόνι. Πελέκησα στη σκιά μου το σχήμα μιας κουκουβάγιας και θυμήθηκα τις προηγούμενες αυτοκτονίες μου. Κανείς δεν καταλαβαίνει πια τι εννοώ. Βλέπω το κύμα να έρχεται κατά πάνω μου και ορμάω να το αγκαλιάσω. Τυλιχτό κουλούρι πέφτει από τα βράχια και σκίζονται οι σελίδες των απαγορευμένων λέξεων μου. Κίνησα για το επόμενο νησί, και θα φτάσω την τέταρτη άνοιξη με τρύπια πανιά και αμπάρια γεμάτα ελαφρόπετρες. Δεν δίνω όνομα, δεν δίνω δεκάρα, παρά μονάχα το αίμα μου...