Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Αϋπνίες της έρημης νύχτας

Ήρθε η ώρα να μαζέψουμε τα θρυματισμένα γυαλιά, και να βάλουμε τους τροχούς και πάλι στον δρόμο. Πρέπει να προσποιηθούμε λίγο παραπάνω, να πιστέψουμε στα σχέδια που φτιάχνουμε, να χρωματίσουμε τις γκρίζες μας εικόνες. Ακούς το νανούρισμα, μα δεν μπορείς να κοιμηθείς.
Μαζεύουμε τις ανάσες μας, και τις πουλάμε σε μακρινούς ουρανούς, εκεί που γεννιούνται και πεθαίνουν αστέρια. Ευκαιρία κι εσύ ζητάς, για να μπλέξεις το μυαλό σε μυστήριες αναζητήσεις. Και κάτω από το φως του φεγγαριού ανοίγει ο κύκλος της μοναξιάς. Μέτρας βράχους μυτερούς και σύννεφα κατσαρά, εξαφανίζεσαι σε μελαγχολικά τοπία, μα τα μάτια αρνούνται να κλείσουν, αισθάνεσαι να είναι νωρίς ακόμα...
Κοίταξες στον καθρέφτη, κι είδες την σκιά σου να χορεύει σε ρυθμούς, ξεχασμένους από καιρό, μα δεν χρειάζεται να θυμηθείς. Κοίταξες στο βουνό, κι άκουσες τις κραυγές από την πτώση. Στράφηκες στην θάλασσα και την είδες σε μια ήρεμη ανησυχία. Εικόνες παράλογες που ακονίζουν τις αισθήσεις, λόγια μετρημένα για να κρύβουν την αλήθεια, και αυτή η πολυπόθητη νύστα, που δεν έρχεται να σε ρίξει ξερό κι ανάλαφρο.

Κι οι στιγμές σκηνοθετημένες από το θέατρο του παραλογου, βγαλμένες από το βράδυ που στριφογυρνάει σαν ανήμερο θεριό. Τώρα δεν είναι ώρα πια για ύπνο, είναι ώρα για να στέκεις σε εγρήγορση κι αναμονή.
"Μηνύματα της έρημης νύχτας που χάνονται σε ακοίμητους δρόμους, σε διαδρόμους αντισηπτικού και σε παράφρονες νυχτερινούς φρουρούς. Κάπου ξεφεύγει τούτο το γράμμα, και βρίσκεται να καίγεται στους πυρήνες μελλοθάνατων άστρων. Μηνύματα της έρημης νύχτας, που φεύγουν στο πουθενα για να γεμίσουν τον κενό χρόνο. Διαθλώνται σε άδεια μάτια κι ασυνάρτητες κουβέντες..."
Σου έρχονται εμβόλιμα στο νου, λόγια που γράφτηκαν για να μεταφέρουν στα χαρτιά τις αγωνίες, καθώς η νύχτα κυλούσε χωρίς γαλήνη κι όνειρα, όπως και τώρα...
Μα τώρα που έφτασες ως εδώ, γιατί δεν βουτάς γυμνός από αναμνήσεις; Τώρα που άναψε η φωτιά, γιατί συνεχίζεις να κρυώνεις; Γιατί δεν πέφτεις να κοιμηθείς επιτέλους; Μάταιος κόπος, κι έτσι θυμήθηκες μια ακόμη ιστορία, που την έλεγες με παραμιλητά, για να κρατήσεις το φεγγάρι απασχολημένο.
......
"Χωρίς πολύ σκέψη, έβγαλε το κρεμμύδι από την τσέπη, το ξεφλούδισε απαλά, κι έτριψε αργά μικρά κομμάτια στο πρόσωπο. Ήρθε η ώρα να κλάψει, χωρίς πολλές δικαιολογίες, χωρίς ανάγκη παρηγοριάς. Ένα κρεμμύδι που έπεσε στα μάτια του, δεν χρειάζονται εξηγήσεις για μια θλίψη που δεν περιγράφεται. Κι ο πόνος λυτρωτικός, σαν βελόνα που διαπερνάει το δέρμα και ξυπνάει τις αισθήσεις.
Κι ύστερα, έγειρε αθόρυβα μέσα στο κρύο και βυθίστηκε σε ένα ακατάληπτο ύπνο, αναζητώντας το κατάλληλο όνειρο. Προσπαθούσε να διάλεξει ένα μαγικό τοπίο, να τοποθετήσει την πιο ερωτική συντροφιά δίπλα του, να βρει το κατάλληλο επίπεδο μεθυσιού, να φυτέψει πολύχρωμα λουλούδια στο προσκεφάλι του...

Μα το όνειρο πάντα έσκαγε σαν πυροτέχνημα, πριν προλάβει να μπει μέσα σε αυτό, και κατέστρεφε κάθε ιστορία του. Θυμήθηκε ξανά το κρεμμύδι, το πήρε αγκαλιά, και ακολούθησε τις αυλακιές από τα δάκρυα του, και ταξίδεψε σε κόσμους που ο ιδιος, δεν μπορούσε καν να φανταστεί. Και όταν ξύπνησε, το κρεμμύδι είχε ριζώσει δίπλα του, και τον είχε αγκαλιάσει με τον καινούριο του βλαστό."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου