Μου αρέσει το κρύο στην πόλη, κάνω νοητά ταξίδια περπατώντας σε έρημα στενά και δρόμους... Δρόμους, όπου μέχρι πριν λίγο καιρό σφύζαν από ζωή και τώρα στέκουν άδειοι χωρίς φωνή. Εχεί παγώσει κάθε κίνηση, κάθε περιττή διαδρομή. Ίσως είναι η δική τους ευκαιρία, να ξεκουραστούν κι αυτοί για λίγο από το βάρος τόσων ποδιών και τόσων τροχών.
Σφίγγω τα χέρια να ζεσταθούν, κοιτάζω τα καφέ με συνομωτικό ύφος μέχρι να βρω κάποιο που να με τραβήξει το άρωμα του χαρμανιού, που έχω φανταστεί εδώ και ώρα. Στη γωνία τσιμεντάδων κι αρχαιολαγνείας αγοράζω λίγη ζεστασιά, χαρίζοντας ταυτόχρονα χαμόγελα στα απέναντι παιδιά. Ακούω τις τυχαίες κουβέντες αγνώστων, που περιστρέφονται γύρω από τον καιρό, λες και δεν έχουν ξανανοιώσει κρύο, λες και έχουν ζήσει μονάχα την αιώνια ζέστη.
Δεν έχουν μαζευτεί όμως όλοι στα ζεστά καταφύγια, ούτε παραμιλάνε στο κρύο. Λίγο πιο κάτω βλέπω μικροπωλητές στις γωνιές να ανάβουν φωτιές σε τενεκεδένια κουτιά, για να μείνουν πιστοί στο πόστο τους. Θα τους βρεις εκεί βρέξει-χιονίσει, να πουλάνε χαϊμαλιά, κοσμήματα, κι άλλα αξεσουάρ. Στο ίδιο σημείο, σε διαρκή αναμονή, παραμένουν συντροφιά της πόλης, ακούνητοι μέχρι το τέλος του κόσμου. Ανθρώποι ακούνητοι, κρύο ή ζέστη;
Βάλε τα κάστανα στην φωτιά, να έρθω πιο κοντά και να φτιάξουμε μια χειμωνιάτικη ιστορία να περάσει η ώρα. Σου γελάω με χείλια που τρέμουν, καθώς τα χέρια παίρνουν μωβ απόχρωση, και η μύτη τρέχει, μα θα κάτσω δίπλα σου να μου πεις το τέλος, να μου πεις την αρχή. Τούτο το κρύο δεν με φοβίζει.
Σφίγγω τα χέρια να ζεσταθούν, κοιτάζω τα καφέ με συνομωτικό ύφος μέχρι να βρω κάποιο που να με τραβήξει το άρωμα του χαρμανιού, που έχω φανταστεί εδώ και ώρα. Στη γωνία τσιμεντάδων κι αρχαιολαγνείας αγοράζω λίγη ζεστασιά, χαρίζοντας ταυτόχρονα χαμόγελα στα απέναντι παιδιά. Ακούω τις τυχαίες κουβέντες αγνώστων, που περιστρέφονται γύρω από τον καιρό, λες και δεν έχουν ξανανοιώσει κρύο, λες και έχουν ζήσει μονάχα την αιώνια ζέστη.
Δεν έχουν μαζευτεί όμως όλοι στα ζεστά καταφύγια, ούτε παραμιλάνε στο κρύο. Λίγο πιο κάτω βλέπω μικροπωλητές στις γωνιές να ανάβουν φωτιές σε τενεκεδένια κουτιά, για να μείνουν πιστοί στο πόστο τους. Θα τους βρεις εκεί βρέξει-χιονίσει, να πουλάνε χαϊμαλιά, κοσμήματα, κι άλλα αξεσουάρ. Στο ίδιο σημείο, σε διαρκή αναμονή, παραμένουν συντροφιά της πόλης, ακούνητοι μέχρι το τέλος του κόσμου. Ανθρώποι ακούνητοι, κρύο ή ζέστη;
Βάλε τα κάστανα στην φωτιά, να έρθω πιο κοντά και να φτιάξουμε μια χειμωνιάτικη ιστορία να περάσει η ώρα. Σου γελάω με χείλια που τρέμουν, καθώς τα χέρια παίρνουν μωβ απόχρωση, και η μύτη τρέχει, μα θα κάτσω δίπλα σου να μου πεις το τέλος, να μου πεις την αρχή. Τούτο το κρύο δεν με φοβίζει.