Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

ΠΡΟΣΕΧΩΣ PLAY

Θυμάμαι να τον κοιτάζω στα μάτια, κι αυτός να μου χαμογελάει ανεπαίσθητα και χωρίς να βάλει καθόλου συναίσθημα στα λόγια του να παραμιλάει σχεδόν: «Όποιος έχει κάνει φυλακή, δεν φοβάται έπειτα να ζήσει. Όμως, όποιος δεν έχει ζήσει αληθινά, φοβάται συνεχώς μην βρεθεί φυλακισμένος. Φοβάται μην κλειστεί σε ένα σημείο, όπου θα πρέπει να συναντήσει τον εαυτό του».  Ύστερα σιωπηλά άλλαξε την κουβέντα κι ανέφερε πως φέτος δεν έχει βρέξει αρκετά. Ετούτη την ώρα, θυμήθηκα αυτά τα λόγια από τον Χ. που είχε περάσει κάποιο καιρό στη στενή.




 Κοιτάζει στα μάτια η ανθρωπότητα τον εαυτό της σε ένα παραμορφωμένο καθρέφτη. Και τι αντικρύζει; Είχε πιστέψει η πλειοψηφία των ανθρώπων ότι πρέπει να είναι σε μια διαρκή κίνηση, (ταξίδια, δουλειά, γυμναστήριο, δραστηριότητες) για να γεμίζει η ζωή. Αδυνατούσε ο κάθε άνθρωπος να σταθεί ακίνητος και να αντικρίσει τη σκιά του και να νιώσει το βάρος της. Μήπως αυτό σημαίνει ότι τώρα που η κίνηση στον κόσμο θα σταματήσει –για ένα δευτερόλεπτο μέσα στην μέρα της ανθρώπινης ιστορίας– , ο καθένας θα βρει το χρόνο να αναστοχαστεί την καθημερινότητα του κι ότι θα φιλοσοφήσει εκ νέου τις προτεραιότητες του;
Προσωπικά, δεν τρέφω τέτοιες ψευδαισθήσεις. Μόλις πατηθεί εκ νέου το PLAY, κι αρχίζουν όλοι να μπαίνουν σε μια νέα ροή, ο καθένας θα αρχίσει να τρέχει και να χορεύει στους νέους ρυθμούς. Και μάλιστα θα έχει μπροστά του ένα νέο περιβάλλον με καινούρια εμπόδια για να υπερπηδήσει και νεοδημιούργητα τέρατα να πολεμήσει. Η περίοδος του PAUSE θα φαντάζει σαν ένα μακρινό όνειρο, σαν μια μαύρη τρύπα, όπου γλίστρησε κατά λάθος. Κι αν απρόσμενα αντίκρυσε για λίγο το χάος της δημιουργίας και της καταστροφής, θα είναι βέβαιος ότι ήταν ένα μεθύσι της στιγμής. Ύστερα καθώς θα φεύγει τούτη η ζάλη, τούτη η θολή εικόνα, τρομαγμένος θα φορτωθεί νέους φόβους, θα πιστέψει σε νέα είδωλα. Φυσικά, δεν βγάζω ούτε την αφεντιά μου απέξω από αυτή τη νεα τρέλα που θα ξημερώσει. Δεν είμαι καμία εξαίρεση, ούτε κανένας ερημίτης που θα ζήσει μακριά από όλα αυτά.  Απλά, σημειώνω και καταγράφω ως φυσικός παρατηρητής όσα συμβαίνουν γύρω μου και...

Βγήκα στο μπαλκόνι για να διακόψω τις σκέψεις μου, προσπάθησα να πιάσω κουβέντα με το γείτονα μου, κι ένα ιπτάμενο drone μας πλησίασε απειλητικά και μας εμπόδισε να επικοινωνήσουμε. Πρέπει να κρατάμε αποστάσεις από όλους κι από όλα... Κι όμως θα συνεχίζω να κινούμαι στο χώρο, θα προσπαθώ να τετραγωνίσω τον κύκλο μου με τον δικό τρόπο, να φλερτάρω μέσω βλεμμάτων και κρυφών μηνυμάτων... Σίγουρα δεν θα ακολουθήσω την τάση της αναγκαστικής δημιουργίας και της κρυμμένης ευφυΐας. Λες κι έχω καμιά υποχρέωση να αποδείξω ότι είμαι ένας μοναχικός καλλιτέχνης που περίμενε την ευκαιρία να απομονωθεί για να μεγαλουργήσει. Ας το είχα κάνει τόσα χρόνια... Θα συνεχίσω να ζω με τους δικούς μου ρυθμούς και τις δικές μου ανάγκες, προσαρμοζόμενος στα νέα δεδομένα.




Ενώ κάθομαι λίγο ακόμη στο μπαλκόνι, νιώθω την ζεστασιά του ήλιου. Και καθώς χάζευω τον γαλάζιο ουρανό, νεες αλλόκοτες σκέψεις γεννιώνται:  «Μας έχουν περικυκλώσει. Πρέπει να οχυρωθούμε στα σπίτια μας και να πυροβολούμε τον εαυτό μας. Έτσι μόνο λέει ότι μπορούμε να νικήσουμε τον αόρατο εχθρό μας. Μα είμαστε σίγουροι, ποιος είναι ο εχθρός μας;»
Η γη συνεχίζει να γυρίζει και η ιστορία συνεχίζει να γράφεται. Και καθώς ένας μελλοντικός μου εαυτός θα διαβάζει την ιστορία της εποχής μας με άλλο μάτι, θα κλαίει και θα γελάει ταυτόχρονα... Θυμάμαι τον Χ. κι αυτό που είχα διαβάσει κάποτε σε ένα βιβλίο:  «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» .

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Αναμνήσεις στα Κάρβουνα

Κι έτσι ξεκίνησε να ανάψει τη φωτιά και να βάλει όλες τις αναμνήσεις στα κάρβουνα. Τι νόημα είχε να τις κρατάει πια παγωμένες σε μια κατάψυξη ατελείωτων στιγμών. Θα έβγαζε έξω τις καλύτερες, θα τις τις έβαζε στον ήλιο, έπειτα θα τις πασπάλιζε με λάδι. Μετά θα καλούσε τους καλύτερους φίλους και… Κι αυτοί είχαν ήδη φτάσει εδώ και τώρα ήταν η στιμγή που θα τις απίθωνε στη θράκα.
Όμως ένας φίλος ήθελε να προσθέσει και λίγο αλάτι, μια φίλη ήθελε να στριμώξει μια πιπεριά ακόμη σε εκείνη την περίεργη ανάμνηση. Έτσι σε λίγο άρχισε να μεγαλώνει και να μην χωράει στη ψησταριά. "Ρε παιδιά, σας πειράζει να μην ψηθεί εντελώς και να την σερβίρω έτσι όπως βγει;".



Έτσι ξεκίνησε το γλέντι των αναμνήσεων, καθίσαν με καλό κρασί παλαιωμένο από τον ιδρώτα προηγούμενων καλοκαιριών, άλλοι ήπιαν μπύρα από τον πάγο προηγούμενω ν χειμώνων και το φθινόπωρο τούτο κάθισε σαν σύννεφο πάνω από το κεφάλι τους κι έδωσε μια ανέμελη σπρωξιά στο παρελθόν για να κάνει τόπο να έρθει το μέλλον.
Κάποιος λίγο πιο μεθυσμένος κοιτάζοντας τα φύλλα που χρησιμοποίηθηκαν για προσάναμμα ανέκραξε ευτυχισμένος. "Η ζωή δεν είναι ΙΚΕΑ μωρό μου". Ο άλλος ξεφυλίζοντας μηνύματα από μία φιλενάδα που προσπαθούσε να φλερτάρει συμφώνησε και κοιτάζοντας την παρέα προσέθεσε:  "λίγο ακόμα και θα ψωνίζεις ευτυχισμένα συζύγους και παιδιά". Σε λίγο οι σκόρπιες σκέψεις γίναν κουβέντα, μερικές από αυτές έφτασαν ως εδώ έτοιμες για την επόμενη ψησταριά:



"σε βαλσαμωμένη έκδοση παρακαλώ για να μην σε ενοχλούν", 
"γιατί όχι πασπαλισμένα κι αυτά με λίγο λάδι όπως αυτές οι αναμνήσεις για να ψήνονται πιο εύκολα και να είναι πιο ευκολοχώνευτες;", 
"εαν βάλεις πολλά φίλτρα, σου ανήκει μετά η εικόνα σου;", 
"γιατί σου ανήκει η εικόνα στον καθρέφτη;", 
"έχεις δίκιο, ο καθρέφτης είναι η πρώτη καταστροφή..." 
"Θυμίσου το Νάρκισσο, και βάλε λίγο νερό στη σούπα σου",
"Βρε δεν πάτε να πνιγείτε όλοι σας παρέα με τον Νάρκισσο;",
"Έ, όχι και να πνιγούμε σε μια κουταλιά νερού..."
"Παιδιά το χάσατε, εδώ στη σελίδα αυτή μπροστά μου, έχει 5 καταπληκτικές συνταγές που μπορείτε φτιάξετε με λιαστή μπούρδα"... 



Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Στο Σπίτι του Φυσικού ΔΕΝ μιλάνε για Κοινή Λογική



Απόσπασμα από μια κουβέντα, και δυο σκέψεις...


Μα τι να τα κάνεις τα λόγια, όταν δεν μιλάνε τα σώματα;  Όπως ένας όμορφος και συμμετρικός φυσικός νόμος, που δεν μπορεί να εξηγήσει τον κόσμο. Τον χαζεύεις και τον θαυμάζεις, μα ύστερα από λίγο τον καταπίνει η λήθη, όπως τα ωραία τα λόγια τα μεγάλα που γίνονται σκόνη και τα παίρνει ο αέρας. Φυσικά από αλλού είχε ξεκινήσει η παρακάτω κουβέντα...


«Αν ακούς την καρδιά κάνεις καλά, αν ακούς τη λογική λύνεις μαθηματική εξίσωση», μου είχε πει κάποτε μια πρωην μου, όταν είχαν ζορίσει οι καταστάσεις. Κι όταν δεν μίλησα, γύρισε και με κοίταξε αινιγματικά περιμένοντας κάποια απόκριση. Της χαμογέλασα λίγο και της είπα:
«Υπάρχει και η κβαντική εκδοχή, δηλαδή ένα φάσμα μη μετρήσιμων ιδιοτιμών ή καταστάσεων. Τις ζούμε αυτές τις στιγμές, τις αναπνέουμε, τις βιώνουμε συνεχώς χωρίς να το καταλάβουμε... Μέχρι εμείς να αλληλεπιδράσουμε με το σύστημα αυτό, μέχρι να προσπαθήσουμε να αγγίξουμε την πραγματικότητα όπως την ορίζουμε εμείς και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την κατάσταση, να την φέρουμε στα μέτρα μας», με κοιτούσε με μια ενοχλητική ματιά, αλλά συνέχισα, «Κι όμως υπάρχουν! Μα δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε, ούτε να τις αγγίξουμε τελικά. Από αυτό το φάσμα παραμένει μια ελάχιστη επιλογή σε εμάς, μόλις προσπαθούμε να το εκλογικεύσουμε. Ξέρω, ξέρω, δεν καταλαβαίνεις τίποτα».


«Ναι, απολύτως τίποτα. Οι κλασικές φιλοσοφικές σου υπεκφυγές...»
Χαμογέλασα ξανά, και αποκρίθηκα: « Γιατί εσύ νομίζεις ότι καταλαβαίνω τίποτα από όσα εσύ μου λες; Νιώθω ότι αναμασάς φράσεις που έχεις αντιγράψει ασυνείδητα από προήγουμενες καταστάσεις ή συνειδητά από ταινίες ή βιβλία. Αλλά αποφεύγεις δεόντως να μου μιλήσεις για την ουσία σου».
«Μα δεν μιλάω μαθηματικά, μιλάω με γεγονότα και δεδομένα...» , είπε κάνοντας μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αμυνθεί.
«Θες να μου πεις ότι μιλάς με αυστηρή λογική;» , χαμογέλασα πλέον με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Μπορείς να το πεις κι έτσι. Σου ξαναλέω υπάρχουν κάποια δεδομένα, ένα κι ένα κάνουν δύο για να γυρίσω σε απλά μαθηματικά, μπας και καταλάβεις. Ξεκινάς από κάπου και καταλήγεις σε συμπεράσματα. Μη μου μιλάς εμένα για κβαντική φυσική κι αρλούμπες», και η φωνή της είχε αρχίσει να ανεβάζει ένταση.
«Καλά λοιπόν ρώτα τον Riemann, να σου πει πως ξέφυγε από τα δεσμά της Ευκλείδιας Γεωμετρίας, αλλάζοντας το πέμπτο αίτημα. Ή ακόμα καλύτερα ρώτα τον Γκέντελ, που έδειξε ότι και η πιο αυστήρή λογική αδυνατεί να αποδείξει κάθε αλήθεια. Ίσως έχεις ακούσει για το θεώρημα μη πληρότητας και το σοκ που υπέστη η μαθηματική κοινότητα», συνέχισα απτόητος και η ειρωνεία μου πλέον δεν κρυβόταν.

«Σου μιλάω για εμάς, κι εσύ μιλάς για μαθηματικά και φυσική. Έλεος...», άρχισε να φωνάζει μανιασμένα.
«Σου μιλάω για εμάς, και μου λες για καρδιά και λογική», το είπα και κάθισα σε μια καρέκλα για να δείξω την παραίτηση μου από τη στιγμίαια ένταση που κορυφωνόταν.
«Πως αλλιώς να το πώ τότε, ρε εξυπνάκια;», με κοίταξε στα μάτια με μια σουβλερή ματιά, αλλά έχοντας ήδη χαμηλώσει τους τόνους.
«Το έχεις ήδη πει. Απλά προσπαθώ να σε βγάλω από το πλαίσιο...», μα σταμάτησα πριν συνεχίσω τη φράση μου.
«Ποιο πλαίσιο;», άρχισε να φορτώνει ξανά.
«Αυτό το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχεις εγκλωβιστεί και δεν βλέπεις».
«Μα τι λες;», είπε με ένα ύφος μεταξύ θυμού και παραίτησης.

Όχι δεν σας αποκαλύψω, με ποιο τρόπο συνέχισε ετούτη η κουβέντα, ούτε που κατέληξε. Ήταν μονάχα ένα απόσπασμα για να θυμόμαστε και να θυμάμαι ότι κάποιες φορές η κοινή λογική είναι παγίδα που στήνει το μυαλό μας και το περιβάλλον για να μας οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το αυτονόητο στις φυσικές επιστήμες πάντα το αμφισβητούμε, μέχρι να το κάνουμε νόμο και αξίωμα για να προχωρήσουμε μπροστά. Και αφήνουμε πάντα ένα μικρό περιθώριο αμφιβολίας, όσο μακρυά κι αν φτάσουμε. Στη καθημερινότητα μας το ξεχνάμε συνέχεια, ζούμε μέσα στο δικό μας αυτονόητο...
 Όσο για τις ανθρώπινες σχέσεις, θα προσπαθήσω να μην τρελάνω κι εσάς. Είναι στιγμές που πρέπει να αφήνουμε την ποίηση να τρέχει ανάμεσα στη γλώσσα και στις σκέψεις μας και να ξεκολλάει από τα πλαίσια αναφοράς που ορίζονται ως γενικές αλήθειες. 
 
ΥΓ: Είναι η στιγμή που ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα ξανασυναντιούνται στο μικρό υπόγειο μέσα από μια σειρά τρελών γεγονότων. Κι αυτή : «τινάχτηκε επάνω και άρχισε να χορεύει και να ξεφωνίζει: Πόσο είμαι ευτυχισμένη, ευτυχισμένη, ευτυχισμένη που έκανα συμφωνία μαζί του! Ω διάολε, διάολε! Θα αναγκαστείς, καλέ μου να ζεις με μια δαιμόνισσα. Ύστερα έτρεξε στο μαιτρ, τυλίχτηκε στο λαιμό του και άρχισε να τον φιλάει...».  Και τότε ο Μπουκόβσκι θα ανοίξει τη μπύρα του, παρατηρώντας τούτη τη σκηνή και θα γράψει μεταξύ άλλων:



«Ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους κι υπονόμους,
αγίους, ήρωες, τρελούς, αλήτες,
γεμάτη καθημερινές κοινοτοπίες και ποτά,
γεμάτη βροχές κι αστραπές κι ανεμοθύελλες...
...
...Κάπου αλλού είναι νύχτα.
Μισότρυβες γιαγιάκες στέκονται στην ουρά,
σαν τα σκυλιά που κολυμπάνε στις χαβούζες.
Οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες,
κι ασήμαντα ανθρωπάκια εξαγγέλουν
όσα δε θα μπορέσουν να κάνουν ποτέ.»