Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Ο Γύρος της Μήλου (Α)



Ο κύβος ερρίφθη για άλλη μια φορά, και το νόμισμα έβγαλε το νησί της Μήλου εκείνο το Πάσχα του 2016. Δεν είναι πρώτη φορά, ούτε η τελευταία θα ήθελα να ελπίζω. Ο στόχος αυτή τη φορά δεν είναι ένα απλό πέρασμα, άλλα μια περίπλευση των ακτών με το φοβερό σκάφος μου, το «Τσιπουράκι».  Ο κύκλος σχεδιάζεται να γίνει σε χαλαρό ρυθμό με στόχο τις 4 μέρες, κι αναλόγως συνθηκών ίσως βάλω στο πρόγραμμα Πολύαιγο-Κίμωλο. Αυτά σκέφτομαι καθώς κοιτάζω χάρτες και χαράσσω πορείες... Ποιος θα ακολουθήσει σε αυτό το ταξίδι αναλογίζομαι, καθώς μαζεύω συμπράγκαλα, μετράω τελευταία φορά τις αποστάσεις και διαβάζω τις μετεωρολογικές προβλέψεις.
Μέχρι την ημέρα ταξιδιού έχω διανύσει όλες τις αποχρώσεις των συναισθημάτων: από τον άκρατο ενθουσιασμό εως την βαριά θλίψη και την έντονη ανησυχία. Γνωρίζω αυτήν την προσμονή, όπως ξεκινάει την βουτιά του ένας ελεύθερος δύτης, έτσι κι εγώ πλέον κρατάω πλέον την ανάσα μου κι όλα τα συναισθήματα μου κι ξεκίνησα την βαθιά βουτιά μου.


Μα μόλις φτάσω με το κουπί στο χέρι κι αρχίζω να κωπηλατώ στο απέραντο γαλάζιο με τον ήλιο να λαμπυρίζει και να χορεύει στα κύματα, τότε όλα διαλύονται στα βασικά χρώματα, και το μυαλό μου μέσω της σωματικής κόπωσης συνδέεται με το ακατανόητο συλλογικό όνειρο της φύσης. Ακούω τον αέρα, σφυρίζει χαρούμενος στα αυτιά σου, κι ύστερα κωπάζει και γίνεται σιωπή, καθώς ενώνομαι μαζί του... Ναι τώρα, έχω καταφύγει σε μια παραλία της Κιμώλου να πενθώ μόνος μου ακούγοντας τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής από πέρα μακρυά, καθώς ο ήλιος δύει μέσα σε μια μελαγχολική συννεφιά. Ας τα πάρω όμως με την σειρά...
Έφτασα απόγευμα Μεγάλης Τρίτης στο νησί, πρόλαβα να στήσω το καγιάκ και να φορτώσω προμήθειες για πολλές μέρες, καθώς θα πρέπει να έχω αυτονομία περιπλέοντας έρημα ακρογιάλια. Το ταξίδι ξεκινάει, και πρέπει  να φτάσω απέναντι από το λιμάνι στον όρμο του Αγίου Δημητρίου. Ο ήλιος καθώς δύει με τυφλώνει, ενώ ο δυνατος δυτικός στέκεται κόντρα στην προσπάθεια μου, αλλά σε λίγο ξεπροβάλλει το ξωκλήσσι και η μικρή παραλία. Και το σημείο με αποζημιώνει, καθώς για κατασκήνωση πρώτης μέρας είναι ιδανική τοποθεσία, με την Πλάκα, την Τρυπητή και τα άλλα χωριά διαγράφουν τις απέναντι πλαγιές, κάτω από τον ήσυχο έναστρο ουρανό.
Ο αέρας δεν λέει να κωπάσει το βράδυ παρά τις σχετικές προβλέψεις και με τέτοιο καιρό ξεκίνησα το πρωί με πορεία προς Βόρεια, στο ακρωτήρι Βάνι. Μόλις βγήκα από τον όρμο του Αγίου Δημητρίου, η θάλασσα φούσκωνε θυμωμένη και κατέβαζε βουβό κύμα.  Με τέτοιο χορό έφτασα στο άγριο ακρωτήρι που κοιτάζει αγέρωχο τον βοριά, σιγομουρμούρίζοντας για ναυάγια και ανείπωτες τραγωδίες.
Από τον ακρωτήρι άρχισε να παίρνω τον καιρό πρύμα, και ξεκίνησε η «κατηφόρα» προς Αγκάθια και Τριάδες. Ο αέρας είχε αρχίσει να υποχωρεί σιγά σιγά, μόνο η θάλασσα ήταν ακόμη θυμωμένη όταν πλέον βγήκα σε μια από τις παραλίες στις Τριάδες για στάση, μία από τις πολλές παραλίες που θα ήθελα να είχα περισσότερο χρόνο να απολάυσω. Όμως, ο στόχος μου ήταν ο όρμος του Αγίου Ιωάννη κι έτσι καθώς συνεχίζω τη νότια πορεία, η διαδρομή από Τριάδες άρχισε να γίνεται πιο ενδιαφέρον, με τα βράχια να γίνονται πιο απότομα, γεωλογικά πιο πολύμορφα και πιο χρωματιστά. Μόλις μπήκα στον όρμο του Αγίου Ιωάννη, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Χιλιάδες διαφορετικά χρώματα, λευκοί βράχοι, σκουριασμένα πετρώματα και στο τέλος η φοβερή παραλία του όρμου, που στην ουσία αποτελείται από τρεις ξεχωριστές. Αισθάνθηκα,  λες και το ηφαίστειο της Νισύρου είχε καταρρεύσει και είχε φτάσει η θάλασσα στον κρατήρα του.


Εκεί βγήκα ενθουσιασμένος, γδύθηκα, βούτηξα στην κρύα θάλασσα και «χόρεψα» στην άμμο. Χάζεψα τα κρητικά καράβια να χάνονται στον ορίζοντα, σκεπτόμενος ότι αυτό το νησί είναι πολλές κουπιές μακρυά. Ανάμεσα στα ηφαιστειακά πετρώματα αποκοιμήθηκα και με μεγάλη δυσκολία μάζεψα το επόμενο πρωί.
Γιατί δεν ήξερα ότι και το επόμενο κομμάτι κρύβει μεγάλη ομορφιά. Βρισκόμουν πλέον στο νοτιοδυτικό κομμάτι, το πιο άγριο και ίσως το πιο γοητευτικό από όλες τις απόψεις. Εδώ οι δυνάμεις της γης προβάλουν γυμνές μπροστά στα μάτια σου και αγέρωχα βράχια βουτάνε στα νερά του Αιγαίου. Μόλις άφησα τον όρμο γκρεμοί από τέφρα, βασάλτη κι άλλα ηφαιστειακά υλικά ζωγραφίζουν το τοπίο. Άσπρο και μαύρο εναλλάσονται σε ένα περίεργο παιχνίδι, ενώ ιζηματογενή πετρώματα αρχίζουν να αναδύονται σαν κομμάτια πάζλ που κάποιος βιάστηκε να προσθέσει στο στο τοπίο. Σπηλιές και μικρές κουφάλες κάνουν συχνά την εμφάνιση τους, μέχρι να φτάσω στην Συκιά.
Από μακρυά έβλεπα ότι κάποια τρύπα υπήρχε στην πλαγιά του βουνού, αλλά δεν είχα βρει ακόμη την πρόσβαση. Καθώς προχωρούσα με το καγιάκ σε λίγο βρήκα την δίοδο και μου αποκαλύφτηκε το μεγαλόπρεπο καταφύγιο της Συκιάς. Μέσα από μια φυσική καμάρα του ιζηματογενής βράχου μπήκα σε ένα κρυφό όρμο, όπου μάλλον το χειμώνα θα τον επισκέπτονται και φώκιες, ειδικά την μικρή βοτσαλωτή παράλία στην μία άκρη, ενώ αντίστοιχα το καλοκαίρι χιλιάδες τουρίστες... Έμεινα εκεί ακίνητος χωρίς να θέλω να συνεχίσω. Ίσως κάποτε ξαναγυρίσω σκέφτηκα κι έτσι βγήκα πάλι στο ανοιχτό πέλαγος και συνέχισα τη νότια πορεία. 


Το τοπίο τώρα πριν φτάσω στη νοτιοδυτική άκρη, κυριαρχούν τα ιζηματογενή πετρώματα, μου θυμίζουν ψαμμίτες, αν τα λέω και σωστά. Όλες αυτές οι πέτρες παγωμένες σε βραχώδης λάσπη συνθέτουν ένα περίεργο καμβά, και σε συνδυασμό με την διάβρωση από τα κύματα, τα σχήματα είναι ποικίλα και η φαντάσια μου καλπάζει. Βλέπει τα πόδια ένός πέτρινου γίγαντα, κολόνες ενός αρχαίου ναού της φύσης, στόματα τεράτων και εισόδους για άλλους κόσμους. Σε λίγο, φτάνω στο ακρωτήρι Ψάλτης με την μικρή βραχονησίδα απέναντι να καλεί για μακρυά ταξίδια στο ανοιχτό πέλαγος. Η θάλασσα πλέον έχει γίνει λάδι και η πορεία γίνεται πλέον με αρκετό ιδρώτα και κουπί. Συνεχώς μπαίνω και βγαίνω από σπηλιές με διπλή δίοδο ή καμάρα, όπου θαυμάζω χρώματα και πετρώματα.
Κι ακριβώς δυο κουπιές παραπέρα μπαίνω στον όρμο του Κλέφτικου, εντελώς άδειο από σκάφη και κόσμο, ένα τοπίο ξεχωριστής ομορφιάς. Νομίζω ότι δεν περιγράφεται με λόγια, απλά είναι ερωτεύσιμο... Πραγματικά, δεν ξέρω πόση ώρα σπατάλησα εκεί, απλά βλέποντας, βγάζοντας φωτογραφίες, κι απολαμβάνοντας τα κρυστάλλινα νερά, τα άσπρα γκρεμνά και τις μορφές που έχει σμιλέψει η θάλασσα και ο αγέρας... ΟΤΑΝ Η ΦΥΣΗ ΕΧΕΙ ΚΕΦΙΑ!
Με τέτοιες εικόνες συνεχίζω το κουπί με ανατολική κατεύθυνση, διασχίζω βραχώδης ακτές, σύγχρονες κατασκευές φόρτωσης ορυχείων και φτάνω στην παραλία του Γέροντα. Όχι δεν εντυπωσιάστηκα από την γωνία αυτή του νησιού. Ίσως τα βράχια γύρω από την παραλία, και οι γκρεμοί λίγο πιο πέρα του δίνουν μια αίγλη... 



Ο καιρός φουσκώνει και πάλι, και φυσάει δυτικός-βόρειοδυτικός, οπότε και βοηθάει στο κουπί. Κι ενώ κάπου θα έπρεπε να σταματήσω την πορεία μου, εκμεταλλεύομαι το ρεύμα και προσπερνάω σχετικά γρήγορα το αδιάφορο κομμάτι πλέον προς Προβατά, με σκέψη να καταλήξω στην παραλία τη Φυριπλάκας. Από μακρυά φαίνεται αρκετά εντυπωσιακή με τα χρωματιστά βράχια να δίνουν μια άλλη όψη στον όρμο, κι έτσι πλησιάζω στην ακτή. Βλέποντας όμως λίγο κόσμο να έχει κατέβει για μπάνιο, σκέφτομαι ότι δεν είναι κατάλληλο μέρος για μικρή στάση. Έτσι γυρίζω προς τον κάβο του όρμου, όπου ανακαλύπτω μια μικρή και κουκλίστικη παραλία, έτοιμη να θαφτεί από τα βράχια και τις πέτρες που είναι τα υλικά εξόρυξης της περιοχής. Η προσέγγιση δια ξηράς γίνεται μέσα από ένα σκαμμένο αυλάκι στο χώμα και μια ξύλινη σκάλα. Μια μικρή ανάσα και μια γρήγορη βουτιά για να πάρω δροσιά, ο ήλιος καίει καθώς είναι μεσημέρι πλέον.  Όπως βλέπω στο χάρτη, είναι το ονομαστό Τσιγράδο και δεν απέχω πολύ από τον επόμενο μου στόχο, που είναι η Ψαροβολάδα.
Αφήνω λοιπόν την μικρή παραλία και παιρνόντας από τον εντυπωσιακό Γέρακα, με παραλίες που γεννάνε τα μπάζα καθώς κυλάνε σε απόκρημνες πλαγιές, καταλήγω στον όρμο της Αγίας Κυριακής, όπου ακριβώς δίπλα είναι η παραλία της Ψαροβολάδας. Μια όμορφη παραλία με ψιλό βότσαλο και γρίζα άμμο. Και πάλι απέραντη μοναξιά, όπως την αναζήτησα. Οργάνωση κατασκήνωσης, μαγείρεμα και μια όμορφη νύχτα με το κύμα να με νανουρίζει γλυκά.